Τρίτη 6 Ιουλίου 2021

Ενας γλάρος στο μπαλκόνι

 


γράφει η Κυριακή Μπεϊόγλου

 

Καύσωνας βαρύς στην πόλη. Βεντάλιες, ανεμιστήρες, κλιματιστικά, κρύα ντους. Με ό,τι διαθέτει ο καθένας δροσίζεται. Κάποιοι, πριν λίγο, τσαλαβουτούσαν στο σιντριβάνι της πλατείας. Λαχανιασμένα τετράποδα τούς κοιτούν απορημένα. «Τελικά, είναι τρελοί αυτοί οι άνθρωποι», σκέφτονται. Είναι αλήθεια πως ο καύσωνας δοκιμάζει τις αντοχές μας που -αλήθεια- δεν είναι και πολλές μετά τη χρονιά που περάσαμε. Κατά το σούρουπο, όμως, καλυτερεύουν τα πράγματα.

 

Βγαίνουμε στα μπαλκόνια σαν σαλιγκάρια από τα καβούκια μας, σαν υπνωτισμένοι αλιγάτορες από τη λάσπη. Και, όχι, δεν με γελούν τα αυτιά μου ούτε τα μάτια μου. Ενας ολόλευκος γλάρος με δυνατά κρωξίματα κόβει βόλτες πάνω από την εναέρια περιοχή της γειτονιάς. Μα πώς βρέθηκε εδώ ξέμπαρκος και τόσο μακριά από τη θάλασσα; Πού πήγαν οι θάλασσες και οι ακρογιαλιές σου; Φέρνω ένα κομμάτι ψωμί και μοιράζω επιδεικτικά ψίχουλα στο κάγκελο του μπαλκονιού.

 

Οι σπαθάτες λευκές φτερούγες του κατευθύνονται αστραπιαία στον μεζέ. Κάθεται στο κάγκελο και με κοιτά με ύφος δανδή: Εγώ είμαι γλάρος μεγαλουπόλεων δεν είμαι νησιώτης. Μάλιστα. Σκληροτράχηλος τύπος δηλαδή, σκέφτομαι. Προσαρμοστικός, μου αντιτείνει. Μπορώ να σου μάθω κάποια κόλπα. Είτε κρύο είτε ζέστη, θα πρέπει να κάνεις στροφές, βουτιές, εφορμήσεις και ελιγμούς με φοβερή ταχύτητα και εκπληκτική δεξιοτεχνία. Μα δεν έχω φτερά, του λέω. Νομίζεις, μου απαντά.

 

Τρώει τα ψίχουλα και περιμένει. Θα φέρεις κάτι καλύτερο από την κουζίνα; Με ψίχουλα θα τη βγάλουμε; Φέρνω ένα βερίκοκο.

 

Ενα ορθάνοιχτο ράμφος το καταπίνει μονομιάς. Τον κοιτάζω έκθαμβη. Α, τρώω τα πάντα, από βατόμουρα και μύδια μέχρι σκνίπες και κολοκυθόσπορους. Να φανταστείς, το 1948, στη Γιούτα των ΗΠΑ, κοπάδια γλάρων έφαγαν τα σμήνη των ακρίδων που κατασπάραξαν τα χωράφια της περιοχής. Από το γεγονός αυτό μας έφτιαξαν άγαλμα οι Μορμόνοι στο Salt Lake City, στην κορυφή του οποίου κάθονται δύο γλάροι. Ελα, φέρε κάτι ακόμα… Φέρνω.

 

Γι' αυτό σου λέω, μπορείς να μάθεις πολλά από μας.

 

Με τούτα και με τ’ άλλα, μου έφαγε ένα ψωμί, τυρί και μισό κιλό φρούτα.

 

Μέγας μπαγαπόντης και φιγουρατζής, άνοιξε ύστερα τα φτερά του και πέταξε ψηλά στον ουρανό. Μου θύμισε, όμως, να, εκείνον τον άλλον, τον αποσυνάγωγο γλάρο που δεν χρειαζόταν πια ψαρόβαρκες και μπαγιάτικο ψωμί για να επιζήσει. Που ξέφυγε από το σμήνος, έμαθε να κοιμάται στον αέρα, ακολουθώντας νυχτερινή πορεία πάνω στο θαλασσινό αγέρι και καλύπτοντας εκατό μίλια απ' το ηλιοβασίλεμα ώς τα ξημερώματα. Μας μαθαίνουν τα πουλιά, μας μαθαίνουν τον τρόπο να πετάμε τις ζεστές μέρες του καλοκαιριού.

0 comments :

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *