Γράφει ο Αύγουστος Κορτώ
Πάνω από δεκατρείς χιλιάδες
άνθρωποι στην Ελλάδα έχασαν τη ζωή τους απ’ τον φονικό ιό. Τα νούμερα είναι
δίκοπα: μπορεί να σε τρομάξουν, να σε παγώσουν, αλλά εξίσου εύκολα μπορεί να
αφαιρέσουν το ανθρώπινο στοιχείο απ’ την απώλεια, να γίνουν ξεροί αριθμοί, όπως
η ηλικία. “Κυρίως γέροι πεθαίνουν” διάβασα σήμερα (και τα γεράματα αριθμός
είναι – ζόρικος και θαυμαστός), και σκέφτηκα τους νέους, τους συνομήλικούς μου
και μικρότερους, που πέθαναν κι αυτοί, κι ας μην ήταν τόσο τρομερό το πλήθος
τους. Και τι θάνατος, Θεέ μου: μόνος, φοβισμένος, χωρίς καν τη στοργή των
ανθρώπων της καρδιάς σου.
Και ξάφνου, ένιωσα κάτι που δεν
μπορώ να εξηγήσω: όλοι αυτοί οι άνθρωποι που χάθηκαν, μου λείπουν. Ξέρω – δεν
τους γνώριζα, και πιθανότατα δεν θα συναντιόμασταν ποτέ, κι εννοείται –
εννοείται! – πως λείπουν απείρως περισσότερο στους δικούς τους, στους
χαροκαμένους συνανθρώπους μας, που δεν μπόρεσαν ούτε να χαϊδέψουν τη μάνα, τον
πατέρα τους, τις τελευταίες τους στιγμές. Αλλά κι εγώ, κι ας μην είδαν ποτέ τα
μούτρα μου, κι ας είμαι ξένος, τους πενθώ.
Το εμβόλιο – που σε μένα σκότωσε
τον φόβο που με στοίχειωνε κάθε μέρα – είναι μια χειροπιαστή άμυνα, μια απτή
ελπίδα. Καταλαβαίνω (κι ας με θυμώνουν) το σκεπτικό αυτών που διστάζουν – η
ιστορία έχει πια παλιώσει: τα εμβόλια δαιμονοποιούνται συστηματικά εδώ κι
είκοσι πέντε χρόνια, από τότε που ένας εγκληματικά ανεύθυνος άνθρωπος τα
συνδύασε με τον αυτισμό. Και το συγκεκριμένο εμβόλιο προέκυψε τόσο γρήγορα –
χάρη στα θαύματα της επιστήμης – που κάποιοι δυσπιστούν ακόμα περισσότερο.
Φταίνε κι όσοι φοβίζουν κόσμο χωρίς επιχειρήματα, σαφώς. Φταίνε πολλά και
πολλοί. Έχω γνωστούς και φίλους που ακόμα το αναβάλλουν, που δεν θέλουν – και
δεν έχω το σθένος να τους μεταπείσω, ούτε θεωρώ πως, ακόμα και να νοιάζομαι, η
διαφύλαξη της υγείας τους είναι δική μου ευθύνη. Ούτε έχω το κουράγιο να
διαβάζω κάθε μέρα βρισιές και κατάρες, ενώ δεν θέλω το κακό κανενός.
Μα συνεχώς γυρίζουν στο μυαλό μου
οι χαμένοι, μαζί με μια παράδοξα εύθυμη προτροπή: “Να μη λείψει κανείς!” Κάτι
που λέγεται για επικείμενα πάρτι, μαζώξεις, χαρές. Γιατί όχι και για την ίδια
τη ζωή – το πιο μεγάλο πάρτι;
Μακάρι – μακάρι! – να μη λείψουν
άλλοι, από μένα, απ’ τους δικούς τους, απ’ την περιπέτεια της ζωής. Μακάρι,
όντως, να μη λείψει κανείς.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου