γράφει η Αρχοντία Κάτσουρα
Μερικές φορές όσοι γράφουν δεν
ξέρουν πώς να γεμίσουν το χαρτί που στέκεται λευκό μπροστά τους. Ειδικά κάτι
μέρες σαν αυτές που δεν ξέρουν πώς να πορευτούν στο μέλλον, ποιον δρόμο να
επιλέξουν και τι πρέπει να κρατήσουν και τι να αφήσουν πίσω. Και ξέρουν ότι δεν
υπάρχει τρόπος να προβλέψουν το μέλλον, αφού οι εκπλήξεις είναι η μοίρα των
ανθρώπων.
Ετσι, παρατηρούν τον κόσμο δίπλα
τους και προσπαθούν να βρουν τι είναι αυτό που τον κάνει να γυρίζει και να
συνεχίζει, ακόμη κι αν όλα είναι δύσκολα και φως ανοιχτό δεν υπάρχει. Ακόμη κι
αν οι νύχτες είναι πολύ φωτεινές από το χιόνι που έπεφτε για μέρες ή ακόμη κι
αν φέγγει ένα φεγγάρι πιο μεγάλο κι απ’ αυτό του Αυγούστου.
Τι βλέπουν λοιπόν; Ανθρώπους να
κάνουν σχέδια και να ονειρεύονται κάτι σημαντικό, που δεν σκέφτονται με οδηγό
τον φόβο. Το σχέδιό τους δεν είναι απαραίτητα μεγάλο: μπορεί να είναι ένα
ταξίδι σε μια πόλη μακρινή, που ο μύθος της είναι μεγαλύτερος ίσως από την
ομορφιά της, και η λαχτάρα να την επισκεφθείς τη στολίζει ακόμη περισσότερο. Ή
μια δουλειά που να γεμίζει την καρδιά τους: ένα μαγαζί ή ένα μικρό ξενοδοχείο,
μια μικρή επιχείρηση που θα φτιάχνει και θα πουλάει τα καλύτερα, κι οι άνθρωποι
θα φεύγουν χαμογελαστοί.
Γυναίκες που πλέκουν πόντο πόντο
σκουφιά και κασκόλ και πουλόβερ για τους αγαπημένους τους, να τους κρατούν
ζεστούς τις κρύες μέρες, όταν αγωνίζονται για όσα ονειρεύονται.
Ανθρωποι που βλέπουν τον πόνο και
την ασχήμια γύρω τους και αποφασίζουν να κάνουν κάτι γι’ αυτό. Βοηθούν όσους το
έχουν ανάγκη, όσους χρειάζονται ένα στήριγμα για να σταθούν στα πόδια τους και
μετά να βρουν τη δύναμη να κάνουν κι εκείνοι όνειρα – μικρότερα ή μεγαλύτερα.
Κάποιοι που βουτάνε στα βιβλία
για να πάρουν τις απαντήσεις που δεν βρίσκουν γύρω τους ή μέσα τους. Και
γίνονται έτσι σοφοί και ανεκτικοί και αποκτούν το βλέμμα αυτού που ξέρει τι
σημαίνει η ζωή, γιατί έμαθαν κάτι από τις ζωές των άλλων.
Μια γιαγιά κάποτε, που σχολειό
ποτέ δεν πήγε, αλλά ποτέ δεν καθόταν κάτω –μαγείρευε, έπλενε, φρόντιζε παιδιά
και εγγόνια–, όταν το βράδυ πήγαινε να ξαποστάσει και πριν πάει να κοιμηθεί
έπαιρνε το κέντημα. Αριστουργήματα έβγαιναν από τα χέρια της. Κι αν τη ρωτούσαν
γιατί δεν ξεκουράζεται λίγο, κουνούσε το κεφάλι κι έλεγε: «Μα έτσι ξεκουράζομαι»…
Ενας πατέρας που φεύγει άρον άρον
για το κτήμα, να προλάβει να σκεπάσει τα δέντρα του, να τα προστατέψει από τον
χιονιά. Γιατί πρέπει να σώσει τα πορτοκάλια τους και τα λεμόνια τους. Για τα
εγγόνια του: να έχουν καλά φρούτα, να πίνουν φρέσκους χυμούς και να παίρνουν
βιταμίνες.
Και κάπως έτσι οι λέξεις γεμίζουν
το χαρτί και γεμίζουν και οι καρδιές των ανθρώπων με αισιοδοξία. Και το πιο
μικρό ή μεγάλο πρόβλημα αποκτά ρωγμές και μια λύση αρχίζει να αχνοφαίνεται.
Γιατί μερικές φορές όταν οι άνθρωποι δεν βρίσκουν μέσα τους τις απαντήσεις που
ζητούν, βοηθά να ρίξουν το βλέμμα γύρω τους. Ή να μιλήσουν με τους άλλους
ανθρώπους γύρω τους. Τους φίλους τους, τους αγαπημένους τους.
Και εκτός από τη σελίδα που
γεμίζει με λέξεις και ιδέες, κι αυτοί που γράφουν –ή που ψάχνουν να βρουν μια
λύση– αρχίζουν να εκτιμούν αυτά που έχουν, αλλά και αυτά που τους λείπουν. Και
ίσως να παίρνουν και μια απόφαση για το μέλλον – κι ας ξέρουν ότι καμία
πρόβλεψη δεν είναι ασφαλής, κανένας δρόμος εύκολος.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου