γράφει η Αρχοντία Κάτσουρα
Η πόλη και οι άνθρωποι έχουν πια
πετάξει από πάνω τους τα φώτα της γιορτής. Μέσα σε μια νύχτα θαρρείς, αυτό που
πριν από ένα μήνα γέμιζε και έφτανε στο απόγειο μιας υπόσχεσης μεγάλης χαράς
–ίσως και ευτυχίας– έχει αποκαθηλωθεί.
Ακόμη και ο καιρός –πιστός στο
ραντεβού του με τον χειμώνα– δείχνει τα δόντια του: πολύ κρύο, βροχή,
καταιγίδες, χιόνια. Τα παράθυρα στη γειτονιά ίσα που αχνοφέγγουν το βράδυ.
Κλειστά παντζούρια για να μένει μέσα η ζέστη, λίγες λάμπες αναμμένες – μαζί με
την υγειονομική είχε έρθει και η κρίση ενέργειας και πληθωρισμού.
Τα άλλα παράθυρα, εκείνα της
τηλεόρασης, φωνάζουν… Δυο χρόνια τώρα, το ρολόι των περισσότερων είναι
προγραμματισμένο να χτυπήσει κάθε μέρα στις 6 μ.μ. Την ώρα περίπου που
ανακοινώνεται το ημερήσιο δελτίο πανδημίας: τόσες μολύνσεις, τόσοι στις μονάδες
εντατικής –όσοι είναι τυχεροί δηλαδή– και τόσοι θάνατοι. Η πρόσθεση εφιαλτική –
για όσους ακόμη δεν έχουν μολυνθεί από μιθριδατισμό, να βλέπουν, να ακούνε και
πια να μην καταλαβαίνουν τίποτα. Ή, ακόμη χειρότερα, να σκέφτονται ότι ακόμη
δεν χτύπησε η δική τους πόρτα.
Και τι να πεις στον γονιό που
τρέμει κάθε βράδυ στο βηχαλάκι του παιδιού του ή στο παράπονο ότι πονάει το
κεφαλάκι του; Ή στον εργαζόμενο που πρέπει να μπει στο λεωφορείο ή στο τρένο
για να πάει στη δουλειά και ξέρει ότι αν κάπου, κάπως, αρρωστήσει, μπορεί εκτός
από εκείνον να κινδυνεύσουν κι άλλοι, κάποιοι πραγματικά ευάλωτοι, κι ας έχουν
αναλάβει το δικό τους μερίδιο ευθύνης, με εμβόλια και μέτρα υγιεινής και όλα τα
αναγκαία;
Στεκόμουν στο παράθυρο εκείνο το
βράδυ. Είχα κλείσει κι εγώ τα παντζούρια μου στις μπαλκονόπορτες, να κλειδώσω
μέσα την πανάκριβη ζέστη μου, σε όλο το σπίτι άναβαν δύο μετρημένες λάμπες και
η μόνη συσκευή που δούλευε ήταν το πλυντήριο. Ψυχή ζώσα δεν κυκλοφορούσε στον
δρόμο. Και σκεφτόμουν ποιο θα μπορούσε να είναι το μέλλον. Οχι μόνο το δικό
μου, αλλά και των άλλων ανθρώπων. Των πολλών. Αυτών που περιμένουν να ζήσουν
από ένα μισθό, που η δουλειά τους πάντα θα είναι επισφαλής και που, ό,τι και να
κάνουν, όσο και να προσπαθήσουν, θα μετράνε το κόστος της ζωής σαν να τη
χρωστούν σε κάποιον άλλο.
Αναρωτιόμουν ποια θα είναι τα
υπολείμματα στα σώματα και τις ψυχές που θα αφήσει –όταν έρθει το τέλος της–
αυτή η κρίση, που δεν είναι μόνο υγειονομική – όσο τη βλέπουν έτσι,
εθελοτυφλούν: οι οικονομικές, οι πολιτικές και οι κοινωνικές συνέπειές της
είναι ορατές ήδη. Πόση μοναξιά και απομόνωση μπορεί να αντέξει μια κοινωνία;
Πόση φτώχεια; Και πόση βία και φόβο; Γιατί το αίσθημα του φόβου και της απειλής
της βίας υπάρχουν παντού. Πώς θα θεραπευτούν οι ψυχές των ανθρώπων και πόσος
χρόνος θα χρειαστεί γι’ αυτό;
Μακάρι να είχα απαντήσεις. Το
μόνο που κατάφερα προσπαθώντας να τις βρω ήταν να αποκτήσω πονοκέφαλο. Στην
ανοιχτή τηλεόραση, κάποιος μεγαλόσχημος «αρμόδιος» δήλωνε αυτάρεσκη ικανοποίηση
για τη διαχείριση των προβλημάτων της χώρας – ίσως μιας άλλης χώρας, δεν ξέρω.
Μια δημοσιογράφος προσπαθούσε να του εκμαιεύσει έστω μια παραδοχή ότι υπάρχουν
κάποιες, λίγες, δυσχέρειες και προβλήματα, ρωτούσε να μάθει τι πρόνοια υπάρχει
για το μέλλον. Μάταια. Για τον αρμόδιο όλα γίνονται με τον καλύτερο δυνατό
τρόπο. Η οίηση δεν έχει αυτιά, ούτε μάτια. Και, δυστυχώς, έχουν γεμίσει οι
οθόνες μας από τέτοιους «αρμόδιους».
Αλλωστε ποτέ δεν φταίνε για
τίποτα εκείνοι. Οι άλλοι φταίνε που δεν καταλαβαίνουν την «προσφορά» τους και
τη «δουλειά» τους και τους κρίνουν υπερβολικά άδικα, από κάποια αρρωστημένη
«ιδεολογική εμμονή».
Επέλεξα να κλείσω και την
τηλεόραση. Ολα μου τα παράθυρα ήταν πια κλειστά. Εφτιαξα ένα τσάι και τυλίχτηκα
σε μια κουβέρτα στον καναπέ. Και μετά αποφάσισα να καταγράψω και να μοιραστώ
αυτές τις σκέψεις μου. Συγχωρέστε μου αυτή την εξομολόγηση.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου