Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2014

Να φοβάσαι το φόβο

Της Νάντιας Κατσαρού
Μέσα στο λεωφορείο πέτυχα ένα από αυτά τα παιδάκια που στην αρχή λατρεύεις για τη σπιρτάδα τους και τη χαριτωμενιά τους και μετά, όταν καταλαβαίνεις πόσο κακομαθημένα είναι, θες να τα σαπίσεις στο ξύλο. Κι αυτά και όποιον τα κακόμαθε. Σε κάποια στιγμή, λοιπόν, ο μικρός άρχισε να κάνει τη σειρήνα και να τρυπάει τα τύμπανα των γύρω του. Η μάνα του τού ζήτησε να σταματήσει γιατί θα τον μαλώσει ο οδηγός αλλά ο μικρός συνέχισε ακάθεκτος. Μετά βρήκε καλύτερη απειλή. Του έδειξε έναν συνεπιβάτη που αυτός θα τον μάλωνε τελικά. Ο μικρός σώπασε για λίγο. Τον κοίταξε καλά καλά και, συνεχίζοντας να τον κοιτάει με αυθάδεια, άρχισε πάλι να κάνει τη σειρήνα, περνώντας του ξεκάθαρο μήνυμα: «Δεν πα να με μαλώσεις όσο θες; Εγώ δε σε φοβάμαι».
Βέβαια, ο τυχαίος επιβάτης του λεωφορείου δεν έλαβε το μήνυμα, αφού μπήκε ακουσίως σ’ αυτό το παιχνίδι. Επειδή έτσι βόλεψε τη μάνα του παιδιού, που όπως προανέφερα, το ξύλο το θέλει κυρίως αυτή. Που αντί να του εξηγήσει (από το σπίτι ακόμη και πολύ καιρό πριν) ότι δε φωνάζουμε, δεν ενοχλούμε, σεβόμαστε τους ανθρώπους γύρω μας, προσπάθησε να του προκαλέσει φόβο. Και δεν κατάφερε και πολλά τελικά. Μήπως αν είχε κάποιες αρχές εξ αρχής, το παιδάκι δε θα ούρλιαζε ποτέ;
Αυτοί που συνδέουν το σεβασμό με το φόβο, μάλλον δεν είναι ικανοί να τον διεκδικήσουν με άλλο τρόπο. Μάλλον δεν τους σεβάστηκε ποτέ κανείς επειδή τους αγάπησε ή τους εκτίμησε. Μάλλον πρέπει να τα ξεχωρίσουμε αυτά τα δύο. Ο σεβασμός είναι μια ηθική αξία, ο φόβος είναι μια ψυχική κατάσταση. Ενίοτε και διαταραχή. Μιλώ ως υψοφοβική, κλειστοφοβική και, καμιά φορά, αγοραφοβική. Ωστόσο δε φοβήθηκα ποτέ την τράπεζα, την εφορία, τον ΟΑΕΕ (αναφέρω κάποιες περιπτώσεις που έχουμε ανοίξει κακές παρτίδες) και γενικώς την εξουσία, όσο κι αν προσπαθούν να με φοβίσουν. Και δεν ξέρω αν ο φόβος που προκαλούν έχει ως στόχο το σεβασμό, αλλά ούτε αυτόν θα τους δώσω. Την απέχθειά μου όμως, τους τη χαρίζω απλόχερα. Παρέα με μπόλικη απάθεια.
Πιάνω το θέμα από την εξουσία, γιατί τα υπόλοιπα είναι παρακλάδια της. Οι άνθρωποι που την κατέχουν, αυτοί που μας εξουσιάζουν, αντί να μας υπηρετούν, αυτοί που εμείς τους δώσαμε αυτή τη δυνατότητα, οι πολιτικοί μας, δε στηρίζουν τη δράση τους στο λόγο του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Ακολουθούν πιστά τις Μακιαβελικές οδηγίες, σύμφωνα με τις οποίες, ο φόβος είναι το σημαντικότερο που πρέπει να προκαλεί ο ηγεμόνας.
Γεννιόμαστε και μεγαλώνουμε παρέα με το φόβο. Τα νήπια έχουν το φόβο του κακού που θα έρθει να φάει το φαΐ τους ή θα έρθει να τα πάρει από την τρυφερή αγκαλιά της μάνας τους. Όταν πάνε στο σχολείο, πλακώνουν φόβοι από παντού. Τα πηγαίνουν στην εκκλησία μετά φόβου Θεού. Και μεγαλώνουν. Βλέποντας τους γονείς τους να έχουν χάσει άλλοτε το βόλεμα κι άλλοτε τη δουλειά τους, και τους μεταδίδεται ο φόβος. Για το τι θα συναντήσουν, σε τι κόσμο θα βγουν, πώς θα τον αντιμετωπίσουν. Θα σπουδάσουν και επειδή θα φοβούνται πως δε θα μπορούν να κάνουν καριέρα στην Ελλάδα, θα φύγουν στο εξωτερικό. Θα μείνουν όσοι δεν έχουν τίποτα να φοβηθούν, τίποτα να χάσουν.
Όλες μας οι πράξεις έχουν το φόβο οδηγό. Και κάποιοι, αυτοί οι Μακιαβελιστές που λέγαμε, το έχουν καταλάβει –ή μήπως το οργάνωσαν;- και το εκμεταλλεύονται. Θυμήσου κάθε φορά που, από το φόβο για το καινούργιο και το άγνωστο, έκανες κάτι που δε σου άρεσε, αλλά ήταν δοκιμασμένο και σίγουρο. Θυμήσου την τελευταία φορά που ψήφισες κάτι που το δοκίμασες και δε σου άρεσε, από φόβο μη χάσεις το ευρώ, λες και σου περισσεύει, μη χάσεις την εύνοια των εταίρων, λες και την είχες ποτέ, μη χάσεις το σπίτι σου, λες και τώρα δεν ετοιμάζονται να σου το αρπάξουν.
Θυμήσου κάθε φορά που δεν πληρωνόσουν αυτά που δούλευες. Εσύ είχες ανάγκη τη δουλειά ή αυτή εσένα; Σκέψου τι θα γινόταν αν όλοι οι απλήρωτοι σταματούσατε την εξαρτημένη εργασία και συνεργαζόσασταν για κάτι καινούργιο, δικό σας. Σκέψου ποιος θα έχανε αν μάθαινες να συνεργαζόσουν αντί να προσφέρεις μισθωτή εργασία και κυρίως αν δε φοβόσουν να δοκιμάσεις το καινούργιο;
Θυμήσου και τις ουρές όπου περίμενες υπομονετικά, οδηγημένος από το φόβο σου για το πρόστιμο. Και βλαστημούσες για την κατάντια σου και καταριόσουν τους βασανιστές σου, αλλά ήσουν εκεί. Έχοντας μαζέψει και τις τελευταίες σου πενταροδεκάρες, έχοντας κόψει ακόμη κι από τις βασικές σου ανάγκες. Συμβιβασμένος με την ιδέα να πληρώνεις, να ταπεινώνεσαι, να στερείσαι. Και δεν αναρωτιέμαι γιατί. Γιατί ο φόβος σε πλαδάρεψε τόσο που ούτε σκέφτεσαι να αντισταθείς. Ίσως να σου περνούσε απ’ το μυαλό, αν ήξερες ότι υπάρχουν κι άλλοι που θα αντισταθούν μαζί σου. Αλλά ξέρεις καλά πως μόνο φοβισμένοι υπάρχουν γύρω σου. Αυτό είναι ο μεγαλύτερος φόβος μου. Πως θα γεμίσουμε φοβισμένους ανθρώπους που δέχονται τα δεινά τους με στωικότητα και τα αντιμετωπίζουν με αδράνεια. Που δεν έχουν πού να στηριχτούν, κάποιον να τους σπρώξει, έστω να τους ταρακουνήσει. Να τους εξηγήσει ότι, αν είμαστε όλοι μαζί, δεν έχουμε κάτι να φοβόμαστε.
Όσο χωνόμαστε μέσα στην ένδεια, τόσο κι ο φόβος θα χώνεται μέσα μας. Ή μήπως θα έπρεπε να συμβεί το αντίθετο; Κάποιος θα μπορούσε να πει ότι η κοινωνία δεν ωρίμασε τόσο ώστε να βρει τρόπο να αντισταθεί. Εγώ πάλι νομίζω ότι παραωρίμασε. Τόσο που σάπισε. Κι αυτό μας δίνει ελπίδες. Πως κάποιος κύκλος κλείνει, πως ένας καινούργιος θ’ ανοίξει. Πως μετά από τόσο φόβο, τόση υπακοή, τόση υποταγή, θα προκύψει κάτι ανώριμο. Ένα κακομαθημένο παιδί που δε θα σεβαστεί τους σάπιους φοβισμένους που υπάρχουν γύρω του. Που θα κάνει τη σειρήνα τρυπώντας τα τύμπανά τους. Που θα αγνοεί τις απειλές της μαμάς του για τον κακό τον κύριο στη γωνία που θα το μαλώσει. Που θα εξακολουθεί να τσιρίζει, κοιτάζοντάς τον με αυθάδεια. Μέχρι να τον διώξει.


Πηγή 

0 comments :

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *