Του Νίκου Αλιβιζάτου*
Καθώς φέτος συμπληρώνονται επτά χρόνια από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, όλο και περισσότεροι συμπολίτες μας συμφωνούν ότι το βαθύτερο αίτιο των μνημονίων είναι πολιτικό. Είναι η ανικανότητα του πολιτικού προσωπικού και η αβελτηρία μιας κακομαθημένης ελίτ να πραγματοποιήσουν τις μεταρρυθμίσεις που χρειάζονται για να παρακολουθήσει η χώρα μας τις ιλιγγιώδεις αλλαγές που συντελούνται στην Ευρώπη και τον κόσμο, από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 και μετά.
Ολο και περισσότεροι συμπολίτες μας πείθονται επίσης ότι μαγικές συνταγές δεν υπάρχουν. Και ότι για την έξοδο από το τέλμα και την ανόρθωση χρειάζεται σχέδιο, υπομονή και προπάντων νέα και ανοιχτά μυαλά, που θα τολμήσουν εκεί όπου οι παλαιότεροι διστάζαμε, από νωχέλεια, από αδράνεια ή από φόβο για το πολιτικό κόστος.
Η Εκκλησία της Ελλάδος δεν είναι άμοιρη ευθυνών για το κατρακύλισμα της χώρας. Το 1974, ήταν ο μόνος θεσμός που κυριολεκτικά δεν τον άγγιξε η Μεταπολίτευση. Επί πολλά χρόνια αναλώθηκε σε μάχες ενάντια στα βήματα που επιχείρησαν πρώτα ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και στη συνέχεια ο Ανδρέας Παπανδρέου, για τον εκσυγχρονισμό του οικογενειακού δικαίου και το καθεστώς των μειονοτήτων. Τι να πρωτοθυμίσω;
Την εναντίωσή της, το 1977, με ογκώδη συλλαλητήρια, στον νόμο του Ευάγγελου Αβέρωφ για τους αντιρρησίες συνείδησης; Την αντίθεσή της στο «αυτόματο» διαζύγιο; Ή την ακραία θέση που πήρε για τον πολιτικό γάμο, τον οποίο, όπως κάθε τόσο μας θυμίζει ο άγιος Καλαβρύτων, εξακολουθεί επίσημα να χαρακτηρίζει «πορνεία»;
Στο γύρισμα του αιώνα, εκεί που θα περίμενε κανείς ότι, με τη νεοεκλεγμένη ηγεσία της, θα παρακολουθούσε κάπως τις εξελίξεις και θα στεκόταν δίπλα στο μέγα πλήθος των παραγκωνισμένων, των αλλαγών και της παγκοσμιοποίησης, η Εκκλησία ήταν εκείνη που προκάλεσε τη «μάχη» των ταυτοτήτων. Με έναν «μοντερνίζοντα» λόγο (θυμίζω το περίφημο «Σας πάω!»), ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος αναδείχθηκε σε πρωταγωνιστή μιας βαθιά συντηρητικής στροφής, η οποία τροφοδότησε τον λαϊκισμό της επόμενης δεκαετίας. Ελάχιστοι ήταν τότε οι ιεράρχες που τόλμησαν να αντιταχθούν στην επέλαση του εθνικισμού και της μισαλλόδοξης εκδοχής της ορθοδοξίας. Ανάμεσά τους, ο αοίδιμος Ιωαννίνων Θεόκλητος και ο σημερινός Αρχιεπίσκοπος, Μητροπολίτης τότε Θηβών και Λεβαδείας.
Θυμάμαι ακόμη πόσο ευγενικά μας είχε δεχθεί, μαζί με τον κοντινότερο συνεργάτη του (τον σημερινό Μητροπολίτη Ιλίου), στο θεραπευτήριο «Αγιος Βλάσιος» στη Λιβαδειά –ένα προσωπικό επίτευγμά του– τον Φεβρουάριο του 2006. Τον είχαμε επισκεφθεί με τον Γιάννη Κτιστάκι, εκ μέρους της Ενωσης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, για να ζητήσουμε τα σχόλια και τις παρατηρήσεις του στην πρόταση νόμου για τις σχέσεις Πολιτείας και Εκκλησίας που είχαμε δώσει στη δημοσιότητα, λίγο νωρίτερα. Τίποτα δεν προδίκαζε ότι, δέκα χρόνια αργότερα, θα απαξίωνε εκείνη την πρωτοβουλία και θα κατακεραύνωνε εμένα προσωπικά και τους υπόλοιπους εμπνευστές της, ισχυριζόμενος ότι επιστρατεύουμε «τεχνάσματα και ομίχλες για να παρασύρουμε τους εκάστοτε κυβερνώντες και τον απλό λαό εγγύτερα στις ιδεοληψίες» μας.
Η στροφή αυτή είναι ακόμη πιο ακατανόητη αν αναλογισθεί κανείς ότι ο Μητροπολίτης Αμβρόσιος έχει πλέον βρει αρκετούς μιμητές στην Ιεραρχία: Από τον άγιο Μεσογαίας, που το διδακτορικό του από το Χάρβαρντ και το ΜΙΤ δεν τον εμπόδισε να αντιταχθεί στην ανέγερση τζαμιού στην Παιανία και αποτεφρωτηρίου στο Μαρκόπουλο, έως τον Πειραιώς Σεραφείμ, ο οποίος, ξεπερνώντας κάθε όριο χριστιανικής ευπρέπειας, εξομοίωνε προ καιρού την ομοφυλοφιλία με τον «σαδομαζοχισμό», την «ουρολαγνεία», την «κοπρολαγνεία», την «παιδοφιλία», τη «νεκροφιλία», και όλων των λογιών τις «ανισορροπίες» και «ψυχασθένειες».
Ευθυγραμμιζόμενος με τους ανωτέρω στην ολομέτωπη επίθεση κατά του κ. Φίλη για τη διδασκαλία των Θρησκευτικών, ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος πιστεύω ότι αδικεί τον εαυτό του και την πτέρυγα των μετριοπαθών ιεραρχών από την οποία προέρχεται.
Πρώτον, γιατί η σχετική πρωτοβουλία δεν είναι μια επιπολαιότητα της στιγμής, που η σημερινή κυβέρνηση επιχειρεί για τις εντυπώσεις και μόνο. Εδώ και τρία χρόνια, πολύ προτού δηλαδή ο ΣΥΡΙΖΑ ανέβει στην εξουσία, έχει γίνει πολλή δουλειά στο Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής, με ευθύνη ενός άξιου εκπαιδευτικού, του Στ. Γιαγκάζογλου, και συμμετοχή πολλών ακόμη έγκριτων θεολόγων.
Δεύτερον, διότι ο κ. Φίλης έχει δεχθεί τους βασικούς όρους της Εκκλησίας, δηλαδή να παραμείνει το μάθημα υποχρεωτικό, να μη μειωθούν οι ώρες διδασκαλίας και να διατηρηθεί ο ορθόδοξος χαρακτήρας του.
Τρίτον, διότι, όπως κάθε καλόπιστος μαθητής και γονιός αναγνωρίζει, το μάθημα των Θρησκευτικών, έτσι όπως διδάσκεται σήμερα, είναι ξεπερασμένο και αφόρητα βαρετό. Χρειάζεται εκ βάθρων αναδιαμόρφωση.
Και τέταρτον, διότι όσο και αν το Σύνταγμα αναγνωρίζει ξεχωριστή θέση στην Ορθοδοξία και επιβάλλει στην πολιτεία να μεριμνά και για την ανάπτυξη της «θρησκευτικής συνείδησης» των παιδιών, καμιά διάταξή του δεν αφαιρεί από την κυβέρνηση την αποκλειστική αρμοδιότητα εκείνη να καθορίζει την εκπαιδευτική πολιτική της χώρας και να προσδιορίζει, με τη συνδρομή των αρμόδιων οργάνων της, το περιεχόμενο των σχολικών βιβλίων.
Την άλλη Τρίτη 4 Οκτωβρίου, το ζήτημα των Θρησκευτικών θα συζητηθεί ενώπιον της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας. Θα προσέλθουν ιεράρχες όλων των τάσεων, από τον Καλαβρύτων Αμβρόσιο, τον από παλιά επικεφαλής των πιο ακραίων, έως τον Μεσσηνίας Χρυσόστομο, θαρραλέο συνάδελφο στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, που ο μετριοπαθής λόγος του τον έχει καθιερώσει ως τη φωνή της καταλλαγής και της ορθοφροσύνης στη σημερινή Εκκλησία.
Το χάσμα που χωρίζει τους μεν από τους δε είναι τόσο βαθύ που δύσκολα θα μπορέσει να γεφυρωθεί από τη μια στιγμή στην άλλη. Το διακύβευμα, εν τούτοις, είναι πολύ σοβαρό για να αφεθούν τα πράγματα στην τύχη τους. Στην Ελλάδα των μνημονίων, το κοινωνικό έργο που επιτελεί η Εκκλησία είναι σπουδαίο. Θα ήταν κρίμα αν, στο πνευματικό πεδίο, οι ακραίοι, με την ανεξήγητη εμπάθειά τους, την παγιδεύσουν στις σκοτεινότερες στιγμές της ιστορίας της. Γιατί όπως διδάσκει ο Οικουμενικός Πατριάρχης από το Φανάρι, η Ορθοδοξία είναι ανοιχτή θρησκεία. Και μπορεί να συμφιλιωθεί, χωρίς να κάνει ουσιαστικές παραχωρήσεις, με τις μεγάλες αξίες του δυτικού ουμανισμού, την οικολογία και τα δικαιώματα του ανθρώπου.
Με τον επιβαλλόμενο λοιπόν σεβασμό –ειδικά σε αυτή τη λεπτή συγκυρία για την Ελλάδα, όπου οι κάθε είδους οπαδοί των άκρων καραδοκούν– ας μου επιτραπεί να ελπίζω ότι ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος δεν θα ξεχάσει τελικά το παρελθόν του. Και θα κάνει την ορθή επιλογή.
*Ο κ. Ν.Κ. Αλιβιζάτος ήταν καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου