Κυριακή 11 Φεβρουαρίου 2018

Ησυχία, η Ελλάδα τσικνίζει


Του Γιώργου Σταματόπουλου

Το ραντεβού είναι στη «Μουριά», ένα γνωστό στέκι στα Εξάρχεια. Βγαίνω από τον υπόγειο σταθμό της Ομόνοιας και δέχομαι αυτομάτως επίθεση μεγίστη από οσμές· η τσίκνα με πνίγει. Ψησταριές παντού, σούβλες, καπνοί -η χώρα τσικνίζει, ησυχία παρακαλώ.

Ο πεζόδρομος περί την πλατεία Κάνιγγος γεμάτος γελαστά (ναι, γελαστά) πρόσωπα. Τα σώματα των ανθρώπων καθιστά, αλλά σαν να χορεύουν. Η Ελλάδα που αντιστέκεται ή η Ελλάδα που έχει παραιτηθεί, αρκούμενη μόνο στο να θυμάται τα μακραίωνα, βαθιά της ήθη και έθιμα;

Ο,τι και να σκεφτείς θα είναι πρόχειρο μπροστά στην ευθυμία (;) και ευωχία (;) αυτών που κατοικούν στην Αθήνα. Η Ελλάδα, όσο και αν φρικιούν οι ευρωπαϊστές και ορθολογιστές παντός τύπου, είναι μια ορχηστική χώρα -έτσι λύνει (δηλαδή στην τύχη) τα προβλήματά της· αγαθή και ανερμάτιστη χώρα, χώρα της διαφθοράς και της επιείκειας.

Ποιος, όμως, να καταλάβει τη μέγιστη και ιερή τούτη αντίφαση; Ούτε εμείς οι ίδιοι, που πατάμε τα χώματά της, πόσω μάλλον οι απόγονοι τάχα του Διαφωτισμού της Εσπερίας (οι δανειστές, για όσους δεν θέλουν να καταλάβουν).

Η ζωή μεταδίδεται από σώμα σε σώμα και όχι από λέξεις σε λέξεις. Για να το κατανοήσουμε αυτό οφείλουμε να αφεθούμε στη δίνη της λαϊκής γιορτής, στη γελαστική και υπερβατική (γιατί όχι) ατμόσφαιρα της Αποκριάς, της μελετημένης από τον λαό αυτής ανατρεπτικής θεατρικότητας.

Η μασκαράτα είναι το άλλο μας εγώ, η άλλη μας ανοιξιάτικη φλεβαριανή υπόσταση, όπως μου υποβάλλει ο Στράτος, έμπλεως χυμών αμπέλου και αποσταγμάτων πρώτης διαλογής. Πού να βρεις τραπέζι στη «Μουριά»; Φυλλοβόλα ούσα δεν κρατάει κάποια σκιά για τους αργοπορημένους, που είναι όμως συνεπείς επισκέπτες. Καθόμαστε ο ένας πλάι στον άλλο σαν σαρδέλες, αλλά με τόσο οξυγόνο γύρω μας -τι στενάχωρη ευρυχωρία και τι μελωδίες στη συνέχεια (κυρίως εσωτερικές).

Από τι πάσχει η Ελλάδα; Από πολιτική (από άσκηση κοινωνικής πολιτικής) ή από πολίτες; Θα πικραθούμε αν απαντήσουμε, οπότε ας αφήσουμε τις γιορτές να μιλήσουν από μόνες τους (να κελαηδήσουν, ίσως). Τσίκνα λοιπόν και αυτεξούσιο, έστω για τις λίγες, ηλιόλουστες, όμως, στιγμές -στιγμές όμως που δηλώνουν την ύπαρξη, την παρουσία του λαϊκού στοιχείου ανάμεσα στις εξουσίες και τις κοινότητες.

Δεν το είχα του Μήτσου να είναι τόσο καλός ψήστης. Και τι άνεση -ούτε μια φορά δεν κινδύνευσε το κασκόλ, που φορεί ολοχρονίς, να αρπάξει έστω και μία σπίθα. Περίεργα πράγματα, αλλόκοτα· στη θέση του θα είχα γίνει ολόκαυστος.

Και τι περιποίηση στους αραχτούς συνδαιτυμόνες -ελάχιστοι προθυμοποιήθηκαν να τον απαλλάξουν έστω για λίγο από την επώδυνη επαφή με τα αναμμένα, λάμποντα κάρβουνα· τα κάρβουνα είναι πάντα λαμπερά, δεν έχουν σχέση με το μαύρο χρώμα, ακριβώς γιατί χορεύουν -και τι σημασία έχει να καταλάβουμε τι σημαίνει να χορεύουν τα κάρβουνα (αλλά και τα πρόσωπα όλων που συμμετέχουν).

Οι στιγμές βέβαια δεν φτιάχνουν δημοκρατίες, αλλά από τη δύναμη αυτών των στιγμών έπρεπε να αρχίζει κάθε προσπάθεια εκδημοκρατισμού.


















efsyn.gr


      

0 comments :

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *