Δε δίνω λέξεις παρηγόρια
δίνω μαχαίρι σ’ ολουνούς
καθώς το μπήγω μες στο χώμα
γίνεται φως, γίνεται νους. - O
οδηγητής
Όταν γράφεις για έναν ποιητή
πρέπει να εξετάζεις και τις συνθήκες μέσα στις οποίες αυτός έζησε και
δημιούργησε. Ο Κώστας Βάρναλης ήταν ένας κυνηγημένος ποιητής, ένας ποιητής τον
οποίο η πολιτεία φρόντισε να «ανταμείψει» με τον πιο σκληρό τρόπο –με
απολύσεις, εκτοπίσεις, εξορίες– επειδή ο ίδιος και το έργο του είχαν ταχθεί στο
πλευρό της εργατιάς.
Σε αντίθεση με τους λεγόμενους
«ουδέτερους» ή «απολίτικους» ποιητές που στις κρίσιμες στιγμές του ελληνικού
λαού τάχθηκαν με το μέρος της αντίδρασης, ο Βάρναλης υπερασπίστηκε τις ιδέες
του και υπηρέτησε τους αγώνες του λαού. Και το πλήρωσε.
Ανήσυχη και σύνθετη φυσιογνωμία
των ελληνικών γραμμάτων, ο Βάρναλης γεννήθηκε στον Πύργο της Ανατολικής
Ρωμυλίας από Έλληνες της διασποράς. Από μικρός είχε κλίση στα γράμματα και οι
γονείς του τού παρείχαν τα απαραίτητα εφόδια για να σπουδάσει.
Το 1903 ήρθε στην Αθήνα για να
σπουδάσει Φιλολογία, ενώ το 1904 έκανε την εμφάνισή του στο περιοδικό Νουμάς με
τη συλλογή Κηρήθρες, την οποία προλόγιζε ο ποιητής Στέφανος Μαρτζώκης. Τα πρώτα
αυτά ποιήματα του Βάρναλη διακρίνονται για μια διονυσιακή διάθεση σε συνδυασμό
με φυσιολατρία και αρχαιολατρία.
Το 1917 φεύγει με υποτροφία για
το Παρίσι προκειμένου να σπουδάσει λογοτεχνία. Η Πόλη του Φωτός θα αποδειχτεί
μεγάλο σχολείο για τον ποιητή. Εκεί θα επηρεαστεί από τις ιδέες της εποχής που
κυκλοφορούσαν τότε σε όλη την Ευρώπη και ιδιαίτερα από τον μαρξισμό και την
μπολσεβίκικη επανάσταση.
Έτσι από πρώην φιλομοναρχικός, ο
Βάρναλης ενθουσιασμένος από τα καινούργια μηνύματα της Επανάστασης θα κάνει
στροφή στην ποίησή του. Το 1922 δημοσιεύει τη συλλογή Το φως που καίει με το
ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας η οποία απέσπασε πολύ καλές κριτικές.
Το φως που καίει ξεκινάει ως
εξής:
Να σ’ αγναντεύω θάλασσα, να μη
χορταίνω
Απ’ το βουνό ψηλά
στρωτήν και καταγάλανη και μέσα
να πλουταίνω
απ’ τα μαλάματά σου τα πολλά.
Στο πρώτο και δεύτερο μέρος
έχουμε το διάλογο Μώμου, Προμηθέα και Ιησού. Ο Προμηθέας και ο Ιησούς
συμβολίζουν τον παλιό κόσμο της εκμετάλλευσης και της αδικίας, ενώ ο Μώμος τον
προλετάριο λαό, τον λαό μπροστάρη, που κρατάει το λάβαρο των αγώνων.
Ο Μώμος, ο Θεός της νύχτας,
ρωτάει πότε τον Προμηθέα πότε τον Ιησού.
Μώμος (απευθυνόμενος στον Ιησού
και τον Προμηθέα):
«…Όσο για τον άνθρωπο, τον
έπλασε… η μαϊμού! Κι εσάς οι άνθρωποι. Σας πλάσαν οι αφέντες της Γης κατ’
εικόνα και ομοίωσή τους.
Δουλειά σας είναι να διατηρείτε
την Ανισότητα και να προστατεύετε την Αδικία. Και μετά θάνατον; – Αέρας
φρέσκος!».
Το τρίτο μέρος αποτελείται από τα
ποιήματα Αριστέα και μαϊμού και Οδηγητής.
Στο πρόσωπο της Αριστέας βλέπουμε
την ξεπεσμένη αστική τάξη (την μπουρζουαζία) της οποίας ο τυχοδιωκτισμός θα
αποδειχτεί περίτρανα με την εκστρατεία στη Μικρά Ασία και την Καταστροφή που
ακολούθησε. Με το ποίημα αυτό ο Βάρναλης επιχειρεί να στηλιτεύσει προβληματικές
καταστάσεις της νεοελληνικής κοινωνίας.
Από την άλλη μεριά, ο Οδηγητής
αντιπροσωπεύει την αδικημένη ανθρωπότητα που πασχίζει να λυτρωθεί από τα δεσμά
της.
Δεν είμαι εγώ σπορά της Τύχης
Ο Πλαστουργός της Νιας Ζωής
Εγώ ’μια τέκνο της Ανάγκης,
κι ώριμο τέκνο της Οργής.
Εκείνο που κάνει τον Βάρναλη
σπουδαίο ποιητή είναι η ειρωνεία και ο σαρκασμός του. Στο Ημερολόγιο της
Πηνελόπης εμφανίζει μια άλλη εκδοχή της προσωπικότητας της πιστής συζύγου του
Οδυσσέα. Έτσι αντί για σύμβολο της γυναικείας αγνότητας, ο Βάρναλης θα την
παρουσιάσει ως πόρνη που κάνει τα πάντα για να κρατήσει τη βασιλική εξουσία,
και για τούτο δεν διστάζει να διατηρεί σχέσεις με τους μνηστήρες του παλατιού.
Την ίδια ειρωνεία διακρίνουμε και
στην Αληθινή απολογία του Σωκράτη. Ο φιλόσοφος, κατά τον Βάρναλη, δεν
τιμωρείται για τη διδασκαλία του αλλά γιατί ο ίδιος καυτηρίαζε με τους λόγους
του την ανηθικότητα και την παρακμή της αθηναϊκής κοινωνίας.
Έτσι ο Βάρναλης φτιάχνει μια
άλλη, δική του Απολογία εμπνευσμένη από τα προβλήματα της εποχής του και τις
αδικίες της κοινωνίας, χτυπώντας καθετί που θεωρεί σάπιο, χωρίς να καταφεύγει
σε «συμβιβαστικές λύσεις».
Άλλα σημαντικά έργα του είναι Οι
διχτάτορες, Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική, Σκλάβοι πολιορκημένοι, Οι μοιραίοι κ.ά.
Εκτός από ποιητής όμως ο Βάρναλης
είναι και σπουδαίος κριτικός. Τα Αισθητικά-κριτικά του κείμενα συγκεντρώθηκαν
και κυκλοφόρησαν σε δύο τόμους.
Θα νόμιζε κανείς πως περνώντας
κάποια ηλικία ο Βάρναλης θα σταματούσε να γράφει. Η επικράτηση όμως της Χούντας
των Συνταγματαρχών δεν μπορεί να αφήσει αδιάφορο τον ποιητή που αρχίζει να
γράφει την ποιητική συλλογή Οργή λαού, η οποία και θα εκδοθεί το 1975, ένα
χρόνο μετά το θάνατό του.
Ο Κώστας Βάρναλης είναι ο ποιητής
του λαού, και όπως λέει ο Δημήτρης Γληνός στο περιοδικό Νέοι Πρωτοπόροι, «ο
Βάρναλης είναι μετά τον Σολωμό ο επαναστατικότερος ποιητής του αιώνα μας».
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου