Περί τα τετρακόσια εκατομμύρια
ψηφοφόροι καλούνται να προσέλθουν στις κάλπες των ευρωεκλογών, για να
επιβεβαιώσουν το «παράδοξο» των τελευταίων ετών: στις ευρωπαϊκές εκλογές να
ενισχύονται τα αντι-ευρωπαϊκά και ευρωσκεπτικιστικά κόμματα.
Σύμφωνα με πολλούς αναλυτές, αυτό
οφείλεται στην αυξανόμενη αποχή και στο ότι σε αυτές τις εκλογές
κινητοποιούνται περισσότερο οι δυσαρεστημένοι, καθώς οι υπόλοιποι απλώς δεν
ψηφίζουν και καταγράφονται συνήθως ως «ψήφος διαμαρτυρίας». Η αυξανόμενη
αδιαφορία για τα ευρωπαϊκά τεκταινόμενα μετριέται και στατιστικά. Το 1979,
οπότε για πρώτη φορά η σύνθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου αναδείχτηκε με
καθολική και άμεση ψηφοφορία, η αποχή ανήλθε στο 38%, ενώ το 2014 αυτή
εκτοξεύτηκε στο 57,4%, με πρωταθλήτριες τις χώρες του πρώην ανατολικού
συνασπισμού: αποκορύφωμα η Σλοβακία, όπου η αποχή έφτασε το 87%!
Στις τωρινές εκλογές οι
ευρωσκεπτικιστές και οι ακροδεξιοί υπολογίζεται ότι θα καταλάβουν περισσότερες
από 250 έδρες, δηλαδή το ποσοστό τους θα αυξηθεί από το σημερινό 25% περίπου
στο 35%. Αυτό σημαίνει ότι το ένα τρίτο του Ευρωκοινοβουλίου θα αποτελείται από
δυνάμεις εχθρικές προς την Ε.Ε, οι οποίες εκμεταλλεύτηκαν κυρίως δύο γεγονότα
για να αυξήσουν την επιρροή τους: αφενός την οικονομική κρίση που έπληξε τον
Νότο και αφετέρου το προσφυγικό-μεταναστευτικό.
Το τελευταίο, τέσσερα χρόνια μετά
την έξαρσή του -και με τα σύνορα της Ε.Ε. πρακτικώς κλειστά- εξακολουθεί να
παράγει πολιτικά αποτελέσματα, προκαλώντας συντηρητική αναδίπλωση, εθνικισμό
και ρατσισμό. Είναι προφανές ότι ένα τόσο υψηλό ποσοστό δεξιού-ακροδεξιού
ευρωσκεπτικισμού θα επηρεάσει σημαντικά τόσο την ατζέντα όσο και τον
προσανατολισμό συνολικά του πολιτικού συστήματος της Ε.Ε.
Από την άλλη, μένει ακόμα να
κεφαλαιοποιηθούν οι αντιστάσεις κινημάτων όπως τα «κίτρινα γιλέκα» και «οι
μαθητές για το κλίμα», δύο συνιστώσες που πρέπει αναγκαστικά να συγκλίνουν,
αφού στοχεύουν στους δύο βασικούς εχθρούς: τη μονόπλευρη δημοσιονομική
πειθαρχία και λιτότητα και την κλιματική κατάρρευση. Και οι δύο αυτοί
παράγοντες θα συνεχίσουν να αποτελούν τα κεντρικά πεδία συγκρούσεων τα επόμενα
χρόνια, αφού θα καθορίζουν όλο και περισσότερο την καθημερινότητά μας.
Το λεγόμενο «δημοκρατικό έλλειμμα
της Ε.Ε» ως πρόβλημα, μετά το Μάαστριχτ διαχύθηκε και ενσωματώθηκε από ένα πολύ
πιο σοβαρό και βαθύ πρόβλημα, αυτό της «εξαφάνισης του πολιτικού». Ο μύθος του
18ου αιώνα περί «αυτορυθμιζόμενης αγοράς» μεταφράστηκε στην εμπειρική γνώση ότι
η αγορά είναι μια πολιτική κατασκευή, η οποία χρειάζεται προστασία και υπεράσπιση,
κάτι που είναι αποτελεσματικότερο να γίνεται όχι μέσω μεροληπτικών κυβερνητικών
αποφάσεων -οι οποίες είναι πολιτικά τρωτές-, αλλά με ένα σύστημα απρόσωπων
κανόνων, η παραβίαση των οποίων θα επιφέρει αυτομάτως και τις δέουσες ποινές.
Το «σοσιαλδημοκρατικό» σχέδιο του
Τομά Πικετί για μεταρρύθμιση της Ευρώπης μέσω της δημιουργίας ενός κυρίαρχου
και όχι συμβουλευτικού Ευρωκοινοβουλίου, αλλά και της επιβολής ενός κοινού
φόρου για τις μεγάλες επιχειρήσεις, είναι όχι απλώς ανεπαρκές, αλλά απολύτως
αποπροσανατολιστικό. Ο κεϊνσιανισμός που πρεσβεύει αποτελεί ασπιρίνη για έναν
καρκίνο που λέγεται χρηματοπιστωτικός καπιταλισμός και οι μεταστάσεις του είναι
ταχύτατες και επιθετικές.
Ως γνωστόν τα προβλήματα δεν
μπορούν να λυθούν στο ίδιο επίπεδο συνείδησης στο οποίο δημιουργήθηκαν.
Απαιτούνται ριζοσπαστικές λύσεις, πρακτικά προγράμματα και βιώσιμες
εναλλακτικές. Ακόμα και εάν δεν τις έχουμε σήμερα, θα πρέπει να εντοπίσουμε την
έλλειψή τους και να μεθοδεύσουμε την εκπόνησή τους. Διαφορετικά θα βλέπουμε το
«ημικύκλιο» του Ευρωκοινοβουλίου να «μαυρίζει» όλο και περισσότερο, με ό,τι
αυτό συνεπάγεται.
efsyn.gr
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου