γράφει η Κυριακή Μπεϊόγλου
Πίνουν από ένα ισοτονικό ρόφημα
και μοιράζονται ένα πατατάκι στα σκαλάκια έξω από το γηπεδάκι της γειτονιάς. Θα
’ναι δεν θα ’ναι δώδεκα χρονών και είναι τόσο απορροφημένοι στη συζήτησή τους
που διόλου δεν δίνουν σημασία στην κυρία που κάθεται για να ξαποστάσει στο
παγκάκι λίγο πιο κει. Τα δυο αγόρια συζητούν με έξαψη για το μεγάλο
συγκλονιστικό «κακό» που τα βρήκε. «Ρε φίλε, αν κολλήσω κάηκα, θα με σκοτώσει η
μάνα μου…». Ο διάλογός τους έχει το «ρε φίλε» τόσες φορές όσο θα έμπαινε
κόμμα... Ξεπερνώ τη διαπίστωση ότι κάθε γενιά έχει το δικό της γλωσσικό
«κατακάθι» και μπαίνω στο ψαχνό της ιστορίας μας. Το πρόβλημα του ενός από τα
δύο αγόρια ήταν πως επιτέλους φίλησε το κορίτσι των ονείρων του και φοβόταν
μήπως έχει κολλήσει κορονοϊό.
Το άλλο παιδί κοιτούσε με έκδηλο
θαυμασμό και μεγάλο ενθουσιασμό τον φίλο του παρηγορώντας τον: «Ρε φίλε, δεν
μπορεί να είσαι τόσο γκαντέμης, ρε φίλε…». Δεν ήξερα αν πρέπει να γελάσω ή να
κλάψω με τα δεινά των δυο παιδιών που με περίσσια αθωότητα περιέγραφαν το δράμα
τους. Μα, να μην μπορεί να χαρεί μέσα στο πρώιμο καλοκαιράκι το πρώτο του φιλί
ο άνθρωπος; Να σκέφτεται τον άτιμο ιό που αν τυχόν και κόλλησε θα του έφερνε
κατσάδες και επιπτώσεις; Και έπειτα δεν το άντεχε η αντρική του τιμή πως θα
έπρεπε να «σπιλώσει» το όνομα του κοριτσιού, που ειρήσθω εν παρόδω έμαθα πως
νοσεί στο σπίτι του ως επιβεβαιωμένο κρούσμα.
Σκέφτομαι πως αν και είμαστε
υποτίθεται προς το τέλος της πανδημίας δεν έχουμε ακόμα επεξεργαστεί τι ακριβώς
έχει αφήσει σε όλους μας αυτή η σκληρή ιστορία. Σίγουρα ένα μικρό ή ένα μεγάλο
τραύμα. Από την ευαίσθητη ιστορία των δύο παιδιών που ζουν τις δικές τους
αγωνίες ώς άλλα μεγαλύτερα θέματα. Προσπαθούμε να μπούμε σε μια «κανονικότητα»
σχετικά «ακανόνιστη» ακόμα. Και τώρα που και οι μάσκες κατεβαίνουν και
αποσύρονται, κάποιοι μάλιστα λένε πως θα τις κάψουν λες και φταίγαν τούτα τα
πανιά για την ανελευθερία μας, τα χαμόγελα είναι ακόμα αμήχανα και οι αγκαλιές
«μισές». Λογικό, πολύ λογικό. Θα ήθελα να διαβεβαιώσω τα δυο μικρά αγόρια πως
δεν θα πάει τίποτα στραβά. Θα ήθελα να τους πω πως σημασία έχει η αίσθηση του
πρώτου φιλιού που δεν θα την ξεχάσουν ποτέ. Και θα ήθελα να τους πω με όλη μου
την καρδιά πως εκεί έξω τους περιμένει ένας υπέροχος κόσμος. Μόνο που θα ήθελα
καμιά φορά να μην ξεχνούν να φορούν μια μάσκα για τους άδικους ιούς ή ίσως και
μια «πανοπλία» για να μη χαθεί γρήγορα η αθωότητά τους, η πολύτιμη για μας
αθωότητά τους.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου