γράφει η Αρχοντία Κάτσουρα
Ο σταθμός του ηλεκτρικού δεν ήταν
κεντρικός. Γι’ αυτό όταν έβγαινε για να πάρει το αυτοκίνητο ήταν σχεδόν πάντα
άδειος. Ο πολύς κόσμος έμπαινε ή έβγαινε στον προηγούμενο ή στον επόμενο.
Αφετηρία ο ένας, κεντρικό προάστιο της Αθήνας ο άλλος. Εκείνη όμως προτιμούσε
τον πιο ήσυχο σταθμό, που μάλλον είχε γίνει για να εξυπηρετεί και το κοντινό
νοσοκομείο.
Συχνά, όταν σχολούσε βράδυ, ή
όταν πήγαινε στο γραφείο το πρωί, μαζί της έμπαιναν ή έβγαιναν στον σταθμό οι
αποκλειστικές νοσοκόμες. Αλλες πήγαιναν για δουλειά, άλλες σχολούσαν. Καμιά φορά
έβλεπε και κανέναν τραυματία ή ασθενή, με δεμένα χέρια ή πόδια και πατερίτσες ή
με μεγάλους φακέλους εξετάσεων. Πήγαιναν ή έρχονταν κι αυτοί από το νοσοκομείο.
Εκείνο το απόγευμα, Μάης μήνας,
λίγο δροσερός αλλά γεμάτος αρώματα, την είδε: στην είσοδο του σταθμού στεκόταν
όρθια, ακουμπισμένη στο κιγκλίδωμα, μια γυναίκα, μέσης ηλικίας ή λίγο
μεγαλύτερη, με μακριά μαύρα μαλλιά, φούστα-μπλούζα κάπως συντηρητικές και μαύρη
δερμάτινη τσάντα. Την έβλεπε αναγκαστικά καθώς πλησίαζε στην έξοδο. Ηταν φανερό
ότι στεκόταν εκεί για να τη δει κάποιος. Θα μπορούσε να είναι η μαμά ενός
παιδιού που περιμένει να το παραλάβει ή να έχει δώσει ραντεβού με μια φίλη. Ή
απλώς να περιμένει, όπως καμιά φορά περιμένει κανείς πριν πάρει μια απόφαση και
επειδή είναι δύσκολο να το κάνει αλλού, ο σταθμός του τρένου είναι ένα μέρος
που κανείς δεν θα αναρωτηθεί για την παρουσία του εκεί. Μια γυναίκα μέσης
ηλικίας κάποιον περιμένει.
Μόλις ο κόσμος άρχισε να βγαίνει
από τον σταθμό -από τις λίγες φορές που βγήκαν πάνω από δέκα άνθρωποι μαζεμένοι-
άρχισε να φωνάζει, χωρίς μεγάλη ένταση στην αρχή, πιο δυναμικά μετά την τρίτη,
τέταρτη φορά: «Μετανοείτε, μετανοείτε, έρχεται η Ρωσία». Καθαρά ελληνικά, αλλά
με βαριά προφορά, μάλλον ανατολικοευρωπαϊκή.
Οσο οι άνθρωποι περνούσαν μπροστά
της, το μήνυμα γινόταν πιο βροντερό, πιο δυνατό και η βαριά προφορά της
ακουγόταν εντονότερα: «ΜΕΤΑΝΟΕΙΤΕ, ΜΕΤΑΝΟΕΙΤΕ, ΕΡΧΕΤΑΙ Η ΡΩΣΙΑ!», άλλες τρεις ή
τέσσερις φορές.
Κάποιοι την κοίταξαν αδιάφορα και
συνέχισαν βιαστικά, δυο έφηβοι έβαλαν τα γέλια, ένας άνδρας στην ηλικία της
κοντοστάθηκε. Μάλλον παραξενεύτηκε. Συνήθως όσοι καλούν τους συνανθρώπους τους
σε μετάνοια επικαλούνται τα Θεία. Την Αγια Οργή που θα τα σαρώσει όλα και θα
τιμωρήσει κάθε αμαρτία και παρέκκλιση από την τάξη. Αλλά ο μέγας τιμωρός των
αμαρτιών τώρα ήταν άλλος: η Ρωσία.
Την προσπέρασε κι εκείνη, ενώ
προσπαθούσε να αλαφρώσει τον ώμο της από τη βαριά τσάντα της αλλάζοντας χέρι.
Μια άλλη μέρα, μια άλλη χρονιά, με μιαν άλλη διάθεση, ίσως να της φαινόταν
κάπως αστεία η γυναίκα που μιλούσε για τη συντέλεια του κόσμου και την κάθαρση
των αμαρτιών -όπως τις ορίζει ο καθένας. Αλλά τώρα τη λυπήθηκε λίγο, ίσως και
να τη συμπόνεσε. Ποια δύναμη την έσπρωξε σε αυτό το κήρυγμα, ποιος μηχανισμός
δούλεψε και την έστειλε στον συνήθως έρημο σταθμό του ηλεκτρικού να προειδοποιήσει
-χαιρέκακα; με αγωνία για τον συνάνθρωπο που κινδυνεύει;- τον κόσμο για την
επερχόμενη καταστροφή;
Οι μέρες ήταν περίεργες, ένας
πόλεμος, το τέλος του οποίου δεν φαινόταν κοντά ούτε εύκολο, μαινόταν στα
ανατολικά της Ευρώπης -ούτε πολύ κοντά ούτε πολύ μακριά- και τα μάτια όλων
είχαν γεμίσει εικόνες φρίκης, προσφυγιάς, θανάτου. Ογδόντα τόσες μέρες πολέμου
μετρούσαν τα ημερολόγια και δεν ήξερε κανείς ποιο θα είναι το μέλλον.
Εφτασε στο σπίτι. Πέταξε τα
κλειδιά στο γυάλινο τασάκι και άνοιξε τους λογαριασμούς που την περίμεναν -και
τους περίμενε μέρες τώρα. Στον δρόμο δυο ηλικιωμένοι γείτονες έλεγαν ότι, αν
γίνει πυρηνικός πόλεμος, χαθήκαμε. Στην πόλη μας δεν υπάρχουν καταφύγια. Το
τελευταίο το χάλασαν επί δικτατορίας. «Μόνο ο τάδε εφοπλιστής λένε ότι έχει
φτιάξει κάτω από το σπίτι του…».
Της ήρθε να γελάσει. Ποια
συντέλεια του κόσμου και ποιος πυρηνικός πόλεμος. Ολα αυτά ήταν πραγματικά
μακρινά. Αλλες αγωνίες είχαν μεγαλύτερη προτεραιότητα, αλλά σε ποιον να το πει
και ποιος να την ακούσει.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου