Το «όχι» της κυπριακής Βουλής στην απόφαση του Eurogroup
και στο δεύτερο «σχέδιο Αναστασιάδη» που ετέθη σε ψηφοφορία μπορεί να
αποδειχτεί απόφαση με πολύ μεγαλύτερες πολιτικές από ό,τι οικονομικές
συνέπειες. Η συζήτηση για τα μεγέθη τη κυπριακής οικονομίας οδηγεί στο
προφανές συμπέρασμα ότι η Κύπρος θα μπορούσε να «διασωθεί» με μηδαμινό
κόστος για τους Ευρωπαίους εταίρους της.
Δεύτερον, ότι ασχέτως των αρμοδίων ευρωπαϊκών θεσμών, ένα κράτος μπορεί να αντιμετωπίζεται από τη Γερμανία ως μεγάλο πλυντήριο «μαύρου χρήματος» και να τιμωρείται αναλόγως, ακριβώς μάλιστα εκεί που θα το πονέσει περισσότερο- χωρίς αυτά να αναιρούν το γεγονός ότι το κυπριακό και όχι μόνο, τραπεζικό σύστημα προφανώς έχει πολλές σκοτεινές πτυχές, κάτι που μάλλον δεν ήταν άγνωστο τόσα χρόνια στους Ευρωπαίους εταίρους μας.
Τρίτον, ότι τουλάχιστον για συγκεκριμένες οικονομίες και τραπεζικούς τομείς δεν ισχύουν οι κανόνες και οι εγγυήσεις που έχουν δοθεί τόσο από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, όσο και από τις εθνικές κυβερνήσεις. Ο καταθέτης σε γερμανική τράπεζα τυγχάνει άλλης προστασίας από αυτόν σε κυπριακή και ίσως αργότερα εν γένει σε νοτιοευρωπαϊκή.
Τέταρτον και βάσει του τρίτου ότι εντός της ΕΕ και της ΟΝΕ υπάρχουν τουλάχιστον τρεις ταχύτητες. Στην πρώτη ταχύτητα βρίσκεται η Γερμανία που αποπειράται να μορφοποιήσει στα μέτρα της την Ένωση. Στη δεύτερη οι δορυφορικές χώρες της και η ασθμαίνουσα Γαλλία. Και στην τρίτη η ευρωπεριφέρεια όπου σταδιακά μετακινούνται και η Ισπανία με την Ιταλία. Είναι καθαρή φαντασίωση η ιδέα ότι μια τέτοια κατασκευή είναι βιώσιμη και ότι θα βγάλει ενισχυμένη μεσομακροπρόθεσμα τη Γερμανία. Απλά και η τελευταία θα λυγίσει υπό το βάρος της πολιτικής βουλημίας και της οικονομικής ερημοποίησης που προκαλεί.
Πέμπτον, από όλα τα παραπάνω συνάγεται ο κοντόφθαλμος σχεδιασμός της ευρωγερμανικής, δεξιάς ελίτ, που ωθεί την παγκόσμια καπιταλιστική κρίση σε διαρκή επιδείνωση και ξηλώνει τόσο το ευρώ, όσο και την όποια «ευρωπαϊκή ιδέα».
Το όχι λοιπόν, της κυπριακής βουλής τείνει να μετατρέψει την Κύπρο από «Κούβα της Μεσογείου», όπως κάποτε λεγόταν σε «Ισλανδία της Μεσογείου». Υπό όρους δε, μπορεί να λειτουργήσει ευεργετικά όχι μόνο για την Κύπρο αλλά για το σύνολο της ευρωζώνης.
Από χθες βέβαια τα έντρομα ελληνικά ΜΜΕ και οι παράγοντες της τρικομματικής κυβέρνησης μας εξηγούν πόσο διαφορετικά και μικρότερα είναι τα μεγέθη της κυπριακής οικονομίας από αυτά της ελληνικής και των υπολοίπων κρατών της Ευρωζώνης. Έχουν απόλυτο δίκιο. “Ξεχνούν” όμως επίσης ότι και οι διαπραγματευτικές δυνατότητες στη βάση του συστημικού κινδύνου είναι εξίσου μικρότερες από πλευράς Κύπρου.
«Ξεχνούν» ότι η διαπραγμάτευση δε διεξήχθη ποτέ και για καμία χώρα στη βάση δήθεν άκαμπτων αριθμών, εξ ου και οι ίδιοι οι «εταίροι» σε μια σειρά περιπτώσεων αναγκάστηκαν να υιοθετήσουν θέσεις που απέρριπταν μετά βδελυγμίας- παρότι βεβαίως το έπραξαν με τρόπο που ακύρωσε και αυτές τις επιλογές.
Πάντα στη βάση κάθε διαπραγμάτευσης με την όποια χώρα ευρίσκετο ο κίνδυνος του ντόμινο από τη συστημική επίδραση της άτακτης στάσης πληρωμών ενός κράτους- μέλους του ευρώ ή της εξόδου από το ευρώ. Η διαδικασία δε των διαπραγματεύσεων ήταν πανομοιότυπη: η Γερμανία άφηνε την κρίση σε κάθε χώρα να εξελιχθεί μέχρι το μη περαιτέρω αντιμετωπίζοντάς την ως αρχικά μονοδιάστατα εθνικό ζήτημα. Έπειτα, η κάθε χώρα αναγκαζόταν έχοντας γονατίσει- ή επειδή η κυβέρνησή της διατεινόταν ότι η χώρα είχε γονατίσει- να αιτηθεί βοήθεια.
Και έπειτα με προεξάρχουσα τη Γερμανία και τους στενούς συμμάχους της ετίθεντο οι εξοντωτικοί όροι στο πλαίσιο εκβιαστικών διλημμάτων και ηθικιστικών, τιμωρητικών προτροπών. Κανείς μέχρι το όχι της κυπριακής βουλής δε διανοήθηκε να επιστρέψει το μπαλάκι στη Γερμανία ώστε να διαγνώσει την αντίδρασή της.
Είναι βέβαιο ότι η άλλη πλευρά δε θα υποχωρήσει εύκολα. Αφενός γιατί θεωρεί ότι αν κάνει πίσω θα ανοίξει δρόμο για αντίστοιχες συμπεριφορές και από άλλα κράτη- μέλη της ΟΝΕ και αφετέρου επειδή εκτιμά ότι η Κύπρος δεν αποτελεί συστημικό κίνδυνο. Η Γερμανία θα πιέσει την κυπριακή δημοκρατία, ελπίζοντας να την κάνει εν τέλει να λυγίσει.
Όντως, η γερμανική κυβέρνηση μπορεί να ασκήσει τεράστια πίεση στην Κύπρο. Προφανώς, βέβαια δε σταθμίζει ανάμεσα σε άλλα, πρώτον τη σημασία μιας πιθανής ρωσικής παρέμβασης στο εσωτερικό της ευρωζώνης και τις ευρύτερες διεθνείς επιδράσεις μιας τέτοιας κίνησης.
Δεύτερον και ίσως σημαντικότερο, ότι στο συλλογικό φαντασιακό των λαών πολύ συχνά ο συνδυασμός μακρόχρονης υπερβολικής πίεσης, αισθήματος αδικίας και διαμόρφωσης ενός προτύπου αντίστασης ωθεί σε γρηγορότερη ωρίμανση των συνθηκών για την αναζήτηση εναλλακτικών πολιτικών και διάθεσης για εξέγερση. Το νόημα είναι απλό: αν μπορεί ένα κράτος- μέλος της ευρωζώνης με το μισό του σχεδόν έδαφος κατειλημμένο από έναν ξένο εισβολέα, γιατί όχι και εμείς οι υπόλοιποι;
Πρέπει δε, να θυμόμαστε ότι δεν πρόκειται για πρωτίστως οικονομικό αλλά πολιτικό ζήτημα. Ναι, η Κίνα και η Ρωσία δε θα «σώσουν» την ευρωζώνη ή κάποια κράτη- μέλη της. Αλλά θα είχαν κάθε λόγο- όπως και οι ΗΠΑ- να μην αφήσουν τη Γερμανία να ωθήσει την παγκόσμια κρίση σε μια δραματική επιδείνωση.
Σήμερα λοιπόν, χάρη στο όχι της κυπριακής βουλής διαμορφώνεται ένα «άνοιγμα» στο ασφυκτικό πλαίσιο που έχει επιβληθεί στην ευρωζώνη. Η πορεία είναι αμφίβολη από εδώ και πέρα και επικίνδυνη. Εδώ όμως, που ένα νέο «κυπριακό» ζήτημα διαμορφώνεται με πανευρωπαϊκές και διεθνείς επιπτώσεις και ενόσω οι δεξιές, μνημονιακές δυνάμεις της Ελλάδας είναι απολύτως έκθετες, η αριστερά καλείται να αναλάβει τον πρωτοπόρο ρόλο.
Πρώτον, θέτοντας το καθαρό πολιτικό ζήτημα σε εθνικό επίπεδο της συμπαράστασης στην κυπριακή δημοκρατία. Η ελληνική κυβέρνηση επέλεξε τη λογική του «η Κύπρος βρίσκεται μακριά». Η αριστερά οφείλει να συνδέσει το κοινωνικό με το πατριωτικό ζήτημα όπως και σε άλλες φάσεις της ιστορίας της έκανε με επιτυχία.
Δεύτερον, πρέπει να αποπειραθεί να παίξει ρόλο σε μια ευρύτερη συνεννόηση. Αν μπορεί η Κύπρος, τότε μπορούν και η Ελλάδα, η Πορτογαλία, η Ισπανία και η Ιταλία, με την τελευταία ακόμα πασχίζει να συγκροτήσει κυβέρνηση. Η συνεννόηση αυτή πρέπει να κατατείνει προς την απαίτηση πλήρους αλλαγής πολιτικής προς αναπτυξιακή και κοινωνικά δίκαιη κατεύθυνση, με κλιμάκωση της σύγκρουσης έως την έξοδο από το ευρώ. Το ευρώ δεν είναι φετίχ ούτε θέσφατο υπέρτερο της δημοκρατίας και της κοινωνικής επιβίωσης. Αυτό πρέπει να ειπωθεί πλέον καθαρά.
Τρίτον, η αριστερά πρέπει να κινητοποιήσει το λαό και να χτίσει την πίεση υπέρ της έμπρακτης αλληλεγγύης στην Κύπρο. Ο κυπριακός λαός δεν πρέπει να εγκαταλειφθεί μόνος του. Η ισχυρότερη συμπαράσταση που μπορεί να του προσφερθεί είναι να αποδειχτεί το «όχι» του όντως συστημικό. Και αυτό προϋποθέτει 2,3, πολλά «όχι» στην ευρωπαϊκή περιφέρεια. Να η νέα μεγάλη πρόκληση για την αριστερά στη χώρα μας και όχι μόνο.
http://tvxs.gr/
Ωστόσο, το σχέδιο που προωθήθηκε από το Eurogroup και έγινε αποδεκτό από την κυπριακή κυβέρνηση φιλοδοξούσε να στείλει καθαρά πολιτικά μηνύματα. Πρώτον, ότι η γερμανική κυβέρνηση πλέον έχει άμεσα λόγο ως προς τη συσχέτιση τραπεζικού τομέα κάθε κράτους και ΑΕΠ.
Δεύτερον, ότι ασχέτως των αρμοδίων ευρωπαϊκών θεσμών, ένα κράτος μπορεί να αντιμετωπίζεται από τη Γερμανία ως μεγάλο πλυντήριο «μαύρου χρήματος» και να τιμωρείται αναλόγως, ακριβώς μάλιστα εκεί που θα το πονέσει περισσότερο- χωρίς αυτά να αναιρούν το γεγονός ότι το κυπριακό και όχι μόνο, τραπεζικό σύστημα προφανώς έχει πολλές σκοτεινές πτυχές, κάτι που μάλλον δεν ήταν άγνωστο τόσα χρόνια στους Ευρωπαίους εταίρους μας.
Τρίτον, ότι τουλάχιστον για συγκεκριμένες οικονομίες και τραπεζικούς τομείς δεν ισχύουν οι κανόνες και οι εγγυήσεις που έχουν δοθεί τόσο από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, όσο και από τις εθνικές κυβερνήσεις. Ο καταθέτης σε γερμανική τράπεζα τυγχάνει άλλης προστασίας από αυτόν σε κυπριακή και ίσως αργότερα εν γένει σε νοτιοευρωπαϊκή.
Τέταρτον και βάσει του τρίτου ότι εντός της ΕΕ και της ΟΝΕ υπάρχουν τουλάχιστον τρεις ταχύτητες. Στην πρώτη ταχύτητα βρίσκεται η Γερμανία που αποπειράται να μορφοποιήσει στα μέτρα της την Ένωση. Στη δεύτερη οι δορυφορικές χώρες της και η ασθμαίνουσα Γαλλία. Και στην τρίτη η ευρωπεριφέρεια όπου σταδιακά μετακινούνται και η Ισπανία με την Ιταλία. Είναι καθαρή φαντασίωση η ιδέα ότι μια τέτοια κατασκευή είναι βιώσιμη και ότι θα βγάλει ενισχυμένη μεσομακροπρόθεσμα τη Γερμανία. Απλά και η τελευταία θα λυγίσει υπό το βάρος της πολιτικής βουλημίας και της οικονομικής ερημοποίησης που προκαλεί.
Πέμπτον, από όλα τα παραπάνω συνάγεται ο κοντόφθαλμος σχεδιασμός της ευρωγερμανικής, δεξιάς ελίτ, που ωθεί την παγκόσμια καπιταλιστική κρίση σε διαρκή επιδείνωση και ξηλώνει τόσο το ευρώ, όσο και την όποια «ευρωπαϊκή ιδέα».
Το όχι λοιπόν, της κυπριακής βουλής τείνει να μετατρέψει την Κύπρο από «Κούβα της Μεσογείου», όπως κάποτε λεγόταν σε «Ισλανδία της Μεσογείου». Υπό όρους δε, μπορεί να λειτουργήσει ευεργετικά όχι μόνο για την Κύπρο αλλά για το σύνολο της ευρωζώνης.
Από χθες βέβαια τα έντρομα ελληνικά ΜΜΕ και οι παράγοντες της τρικομματικής κυβέρνησης μας εξηγούν πόσο διαφορετικά και μικρότερα είναι τα μεγέθη της κυπριακής οικονομίας από αυτά της ελληνικής και των υπολοίπων κρατών της Ευρωζώνης. Έχουν απόλυτο δίκιο. “Ξεχνούν” όμως επίσης ότι και οι διαπραγματευτικές δυνατότητες στη βάση του συστημικού κινδύνου είναι εξίσου μικρότερες από πλευράς Κύπρου.
«Ξεχνούν» ότι η διαπραγμάτευση δε διεξήχθη ποτέ και για καμία χώρα στη βάση δήθεν άκαμπτων αριθμών, εξ ου και οι ίδιοι οι «εταίροι» σε μια σειρά περιπτώσεων αναγκάστηκαν να υιοθετήσουν θέσεις που απέρριπταν μετά βδελυγμίας- παρότι βεβαίως το έπραξαν με τρόπο που ακύρωσε και αυτές τις επιλογές.
Πάντα στη βάση κάθε διαπραγμάτευσης με την όποια χώρα ευρίσκετο ο κίνδυνος του ντόμινο από τη συστημική επίδραση της άτακτης στάσης πληρωμών ενός κράτους- μέλους του ευρώ ή της εξόδου από το ευρώ. Η διαδικασία δε των διαπραγματεύσεων ήταν πανομοιότυπη: η Γερμανία άφηνε την κρίση σε κάθε χώρα να εξελιχθεί μέχρι το μη περαιτέρω αντιμετωπίζοντάς την ως αρχικά μονοδιάστατα εθνικό ζήτημα. Έπειτα, η κάθε χώρα αναγκαζόταν έχοντας γονατίσει- ή επειδή η κυβέρνησή της διατεινόταν ότι η χώρα είχε γονατίσει- να αιτηθεί βοήθεια.
Και έπειτα με προεξάρχουσα τη Γερμανία και τους στενούς συμμάχους της ετίθεντο οι εξοντωτικοί όροι στο πλαίσιο εκβιαστικών διλημμάτων και ηθικιστικών, τιμωρητικών προτροπών. Κανείς μέχρι το όχι της κυπριακής βουλής δε διανοήθηκε να επιστρέψει το μπαλάκι στη Γερμανία ώστε να διαγνώσει την αντίδρασή της.
Είναι βέβαιο ότι η άλλη πλευρά δε θα υποχωρήσει εύκολα. Αφενός γιατί θεωρεί ότι αν κάνει πίσω θα ανοίξει δρόμο για αντίστοιχες συμπεριφορές και από άλλα κράτη- μέλη της ΟΝΕ και αφετέρου επειδή εκτιμά ότι η Κύπρος δεν αποτελεί συστημικό κίνδυνο. Η Γερμανία θα πιέσει την κυπριακή δημοκρατία, ελπίζοντας να την κάνει εν τέλει να λυγίσει.
Όντως, η γερμανική κυβέρνηση μπορεί να ασκήσει τεράστια πίεση στην Κύπρο. Προφανώς, βέβαια δε σταθμίζει ανάμεσα σε άλλα, πρώτον τη σημασία μιας πιθανής ρωσικής παρέμβασης στο εσωτερικό της ευρωζώνης και τις ευρύτερες διεθνείς επιδράσεις μιας τέτοιας κίνησης.
Δεύτερον και ίσως σημαντικότερο, ότι στο συλλογικό φαντασιακό των λαών πολύ συχνά ο συνδυασμός μακρόχρονης υπερβολικής πίεσης, αισθήματος αδικίας και διαμόρφωσης ενός προτύπου αντίστασης ωθεί σε γρηγορότερη ωρίμανση των συνθηκών για την αναζήτηση εναλλακτικών πολιτικών και διάθεσης για εξέγερση. Το νόημα είναι απλό: αν μπορεί ένα κράτος- μέλος της ευρωζώνης με το μισό του σχεδόν έδαφος κατειλημμένο από έναν ξένο εισβολέα, γιατί όχι και εμείς οι υπόλοιποι;
Πρέπει δε, να θυμόμαστε ότι δεν πρόκειται για πρωτίστως οικονομικό αλλά πολιτικό ζήτημα. Ναι, η Κίνα και η Ρωσία δε θα «σώσουν» την ευρωζώνη ή κάποια κράτη- μέλη της. Αλλά θα είχαν κάθε λόγο- όπως και οι ΗΠΑ- να μην αφήσουν τη Γερμανία να ωθήσει την παγκόσμια κρίση σε μια δραματική επιδείνωση.
Σήμερα λοιπόν, χάρη στο όχι της κυπριακής βουλής διαμορφώνεται ένα «άνοιγμα» στο ασφυκτικό πλαίσιο που έχει επιβληθεί στην ευρωζώνη. Η πορεία είναι αμφίβολη από εδώ και πέρα και επικίνδυνη. Εδώ όμως, που ένα νέο «κυπριακό» ζήτημα διαμορφώνεται με πανευρωπαϊκές και διεθνείς επιπτώσεις και ενόσω οι δεξιές, μνημονιακές δυνάμεις της Ελλάδας είναι απολύτως έκθετες, η αριστερά καλείται να αναλάβει τον πρωτοπόρο ρόλο.
Πρώτον, θέτοντας το καθαρό πολιτικό ζήτημα σε εθνικό επίπεδο της συμπαράστασης στην κυπριακή δημοκρατία. Η ελληνική κυβέρνηση επέλεξε τη λογική του «η Κύπρος βρίσκεται μακριά». Η αριστερά οφείλει να συνδέσει το κοινωνικό με το πατριωτικό ζήτημα όπως και σε άλλες φάσεις της ιστορίας της έκανε με επιτυχία.
Δεύτερον, πρέπει να αποπειραθεί να παίξει ρόλο σε μια ευρύτερη συνεννόηση. Αν μπορεί η Κύπρος, τότε μπορούν και η Ελλάδα, η Πορτογαλία, η Ισπανία και η Ιταλία, με την τελευταία ακόμα πασχίζει να συγκροτήσει κυβέρνηση. Η συνεννόηση αυτή πρέπει να κατατείνει προς την απαίτηση πλήρους αλλαγής πολιτικής προς αναπτυξιακή και κοινωνικά δίκαιη κατεύθυνση, με κλιμάκωση της σύγκρουσης έως την έξοδο από το ευρώ. Το ευρώ δεν είναι φετίχ ούτε θέσφατο υπέρτερο της δημοκρατίας και της κοινωνικής επιβίωσης. Αυτό πρέπει να ειπωθεί πλέον καθαρά.
Τρίτον, η αριστερά πρέπει να κινητοποιήσει το λαό και να χτίσει την πίεση υπέρ της έμπρακτης αλληλεγγύης στην Κύπρο. Ο κυπριακός λαός δεν πρέπει να εγκαταλειφθεί μόνος του. Η ισχυρότερη συμπαράσταση που μπορεί να του προσφερθεί είναι να αποδειχτεί το «όχι» του όντως συστημικό. Και αυτό προϋποθέτει 2,3, πολλά «όχι» στην ευρωπαϊκή περιφέρεια. Να η νέα μεγάλη πρόκληση για την αριστερά στη χώρα μας και όχι μόνο.
http://tvxs.gr/
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου