Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2013

σπιράλ

«’Εχεις πέσει σε μια μαύρη τρύπα» μου είπε.
Διαβάζω ιστορίες για το παρελθόν του φασισμού, τα πρωινά στο ραδιόφωνο ακούω σημερινές φωνές κυνισμού και ρατσιστικά παραληρήματα. Δεν μπορώ να γράψω για τίποτα άλλο. Ένα αόρατο πέπλο κάθε μέρα σκεπάζει και επιχειρεί να εξαφανίσει το μεσημεριανό φως, τα κασκόλ των κοριτσιών της οδού Πανεπιστημίου, τα καφενεία, τα λαϊκά τραγούδια, την γυναικεία πλάτη που παίρνει ένα διπλό καπουτσίνο διαγωνίως δεξιά μου, τα χοντρά αστεία μιας μεθυσμένης παρέας, την ξάπλα του σκύλου κάτω απ’ τα σκεπάσματα, τα μανιτάρια στο Μαίναλο και την ίδια τη θάλασσα.
Τίποτα δεν μοιάζει σχετικό, σημαντικό, ουσιαστικό. Τίποτα δεν μπορεί να βρει θέση στη συζήτηση, στους συνειρμούς. Τίποτα δεν έχει τόπο να σταθεί, να γεννηθεί, να πάει λίγο παραπέρα.
Πρώτη φορά. Πρώτη φορά πιάνω τον εαυτό μου τόσο θυμωμένο. Βαράνε μέσα μου σφυριά. Δύο τεράστια σφυριά χτυπάνε μέσα στα σωθικά μου μια δεξιά μια αριστερά.
Ακούω τη Μισέλ Ταδοπούλου της ΝΔ στο ραδιόφωνο να λέει «είμαι νομικός και βουλευτής και απαιτώ να είναι ανάλογο το ύφος σας» και με πιάνει ανακατωσούρα, απέχθεια, οργή. Ακούω τον Γεωργιάδη να λέει στον εργαζόμενο «είμαι ο προϊστάμενός σας» και παρακολουθώ τις γροθιές μου να σφίγγονται από μόνες τους.
Περπατάς στους δρόμους, ακούς τις ιστορίες φίλων και άγνωστων. Βασανιστήρια, αυτόπυρπολισμοί και ο βίος αβίωτος. Στοιβάζονται όλα μέσα στο ίδιο στομάχι μέχρι να μετασχηματιστούν σε καθαρό μίσος. Δεν αντέχεται να ζεις μέσα στο μίσος θα πεις, πόσο μάλλον όταν το μίσος είναι δικαιολογημένο θα απαντήσω, πόσο μάλλον όταν το μίσος που νιώθεις είναι πάντα λιγότερο απ’ όσο θα δικαιολογούσαν οι περιστάσεις.
έχω χάσει την φαντασία μου κι όταν ακούω «Κατερίνα» τρομάζω έγραφε η Γώγου.
Εδώ και κάποιο καιρό γίνομαι αυτό που ειρωνευόμουν. Μονομανής, οξύθυμος, ισοπεδωτικός.
Ο καθημερινός φασισμός καθώς προελαύνει σε κεντρικές λεωφόρους και μιντιακούς οργανισμούς φορτώνει το μέσα, το γεμίζει διαρκώς, τοκίζει ένα αίσθημα δυσφορίας, ένα αφόρητο βάρος. Τί να κάνουμε; Τί να κάνουμε ρωτάς συνέχεια και όλο κάτι βρίσκω να απαντήσω. Να οργανώσεις το μίσος, την οργή, να προσπαθήσεις περισσότερο, να οχυρώσεις τα καταφύγιά σου, να προστατεύσεις τα βλέμματα των φίλων, να θυμάσαι την ομορφιά, να θυμάσαι την ζωή που κατά τ’ άλλα παραμένει υπέροχη και ανυπολόγιστα γλυκιά.
Ο old έγραφε πριν καιρό ότι το μνημόνιο νίκησε. Όχι μόνο νίκησε αυτό το νομικό κείμενο που ρύθμιζε την εξαθλίωση, αλλά νίκησε και ένα άλλο τέρας μεγαλύτερο και ισχυρότερο. Το τέρας που γεννιέται και κατοικεί μέσα στο στομάχι σου, που απλώνει το χέρι, πιάνει την καρδιά στην χούφτα του και τη σφίγγει χωρίς ποτέ να τη σπάει. Την σφίγγει μέχρι να γίνει ένα με την απελπισία.
Στο τρένο από τη Θεσσαλονίκη τις προάλλες καθόταν πίσω μου ένας χρυσαυγίτης. Μιλούσε στο τηλέφωνο δυνατά και είχε αυτό το γνωστό ύφος Παναγιώταρου. «έκανα τη φασαρία μου» «να κάνω κανά μακελειό άμα πάω εκεί» «μήπως θες να του το πούμε κι αλλιώς». Χωρίς να πει κάτι ιδιαίτερο, μόνο αυτά τα μάτσο σχολιάκια και κοιτώντας τις μάρτινς και το στρατιωτικό παντελόνι του, κόντευα να φτάσω το σημείο βρασμού. Βράζουν άραγε οι άνθρωποι;
Είμαι σε μια μαύρη τρύπα, είναι αλήθεια, κουράστηκα να μετράω θύματα, να επιχειρηματολογώ για το αν οι μετανάστες είναι άνθρωποι, για το αν η εργασία πρέπει να πληρώνεται και πάει λέγοντας. Υποτίθεται, οι φίλοι μου λένε δηλαδή, ότι είμαι αισιόδοξος. Η αλήθεια είναι ότι θέλω να είμαι αισιόδοξος, θέλω να διαβάζω τις ιστορίες από μια συγκεκριμένη οπτική, θέλω να βλέπω τους ανθρώπους και να τους μετράω από την προσπάθεια να είναι αξιοπρεπείς, ωραίοι, δημιουργικοί, ηττημένοι αλλά επίμονοι, χαμένοι αλλά αγαπημένοι.
Μέσα στον τελευταίο χρόνο συνέχισα να μιλάω σα να ήμουν εν πολλοίς ο παλιός εαυτός. Αισιόδοξος, ζωντανός, χωρίς να παραδέχομαι ότι ήττες είναι οριστικές ή λέγοντας ότι έτσι κι αλλιώς όλα συνεχίζονται. Το να θες ελευθερία και ομορφιά για όλους, δεν είναι εκστρατεία ή άθροισμα αποτελεσματικών ενεργειών, είναι τρόπος ζωής και επιλογή οπτικής γωνίας. Είναι ο τρόπος να ζεις. Συνέχισα να μιλάω λοιπόν σαν να ήμουν ακόμη εγώ, όμως σιγά σιγά, λίγο λίγο απομακρυνόμουν, γλιστρούσα. Βρέθηκα μέσα σ’ αυτήν την τρύπα και το κατάλαβα μόλις προχθές όταν τυχαία σήκωσα το κεφάλι για να δω την επιφάνεια του κόσμου χιλιόμετρα μακριά.
Προσπαθώ να διασχίσω μια σήραγγα και να βγω στο φως ή προσπαθώ από το σκοτάδι των ημερών μας να μπω σε μια σήραγγα γεμάτη φώς; Έγραφε ο Γκόρπας.
Τραβάω το πέπλο. Μπορεί η οργή να παραμένει, και δικαίως μάλιστα, σήμερα δεν την αφορίζω, τη θέλω, αλλά τραβάω, επιχειρώ τουλάχιστον, να τραβήξω  το πέπλο. Σήμερα ναι, οι άνθρωποι βράζουν αλλά πάντα οι άνθρωποι μπορούν να βλέπουν και πίσω απ’ το πέπλο. Υπάρχουν και τα δύο μαζί, ταυτόχρονα, αντιφατικά, αναιρώντας διαρκώς το ένα το άλλο σε ένα ατέλειωτο σπιράλ. Η αγωνία εντοπίζεται στο να μπορείς κάθε στιγμή να μην ξεχνάς κανένα απ’ τα δύο. Να ζεις διπλός, γεμάτος, ανυπεράσπιστος και χωρίς να κάνεις πίσω ούτε χιλιοστό.
Δεν υπάρχει γαλήνη, ησυχία στη ελλάδα του 2013. Υπάρχουν στην οδό Πανεπιστημίου την ίδια ακριβώς ώρα ο φασισμός και τα κασκόλ των ανθρώπων. Φίλων, αγαπημένων, συντρόφων, άγνωστων κοριτσιών.
Βουτιά στο σπιράλ.



0 comments :

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *