Όποιος έχει την ευλογία να γεννηθεί στην ιερή γη που λέγεται Ελλάδα, πέρα από τη μάνα του και τον πατέρα του, παίρνει απόφαση ότι, μεγαλώνοντας, θα συναντά ανά πολύ συχνά χρονικά διαστήματα κι από έναν παπά. Δεν σημαίνει ότι ο παπάς αυτός θα είναι πάντα ο ίδιος, όχι, μπορεί να σου τύχει να συναναστραφείς μέχρι και με εκατό διαφορετικούς παπάδες, που θα έχουν ασχοληθεί ο καθένας τους ξεχωριστά με την υπόστασή σου στις διάφορες φάσεις της. Από την ώρα δηλαδή που δεν θα είσαι ούτε σαράντα ημερών άνθρωπος και θα πρέπει ως βρέφος νεογέννητο να μη σε δούνε τα εγκόσμια όλες αυτές τις συνεχόμενες ημέρες, περιμένοντας να πάρεις την ευχή από τον πρώτο που θα αντικρίσεις στη ζωούλα σου παπούλη, έστω κι αν δεν θα μπορούνε ακόμα τα μάτια σου να δούνε καθαρά, εξάλλου στη θρησκεία μας δεν έχουν νόημα τόσο αυτά που αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας, όσο αυτά που δεν δυνάμεθα να αντιληφθούμε, εξού και ο λόγος περί ορατών τε πάντων κι αοράτων, αμ πως. Μετά, οι προβλεπόμενες συναναστροφές σου με τους εκπροσώπους τού Θεού επί γης είναι εναλλασσόμενες και καλώς προγραμματισμένες. Θα τους δεις στη βάπτισή σου, έτσι όπως θα σε αρπάζουν άγαρμπα και θα σε βουτάνε σε θολά νερά, στους αγιασμούς τους σχολικούς για κάθε νέα τάξη, όταν για πρώτη φορά θα μάθεις να σκύβεις σεμνά και ταπεινά το κεφάλι, στις παρελάσεις, την ορκωμοσία σου ως πιστός και φιλότιμος στρατιώτης, στο γάμο σου και στις βαπτίσεις και τους γάμους των παιδιών σου, στις κηδείες των δικών σου των ανθρώπων, στα διαβάσματα προ των θανάτων, μέχρι και κατά τον ίδιο αυτόν το θάνατό σου θα τους έχεις να λιβανίζουν πάνω απ’ το κεφάλι σου. Αιωνία η μνήμη.
Θα πει κάποιος ότι όλα αυτά είναι υπερβολές και ότι τα πράγματα στη χώρα μας έχουν προχωρήσει και ότι ο καθένας πιστεύει σε όποιον Θεό θέλει πια και ότι δεν είναι υποχρεωτικό να ακολουθήσεις το δρόμο προς το Θεό αλλά μπορείς ανά πάσα στιγμή να τραβήξεις προς διάβολο μεριά χωρίς κανένας να σε εμποδίσει. Έχει διατυπωθεί και στο Σύνταγμά μας άλλωστε πανηγυρικά ότι υπάρχει ανεξιθρησκία και ότι είναι σεβαστές όλες οι θρησκευτικές πεποιθήσεις. Αυτήν την τελευταία τη διατύπωση πάντως πολύ την ακούω τελευταία και, δεν ξέρω γιατί, αλλά με πιάνει ένας κόμπος στο στομάχι κάθε φορά που την επικαλούμαι. “Σεβόμενος τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του καθενός”. Κάθε φορά πρέπει να γίνει αυτός ο διαολεμένος πρόλογος, είναι πολύ δύσκολο να βρεις έστω και μία χώρα από τον λεγόμενο ανεπτυγμένο ή αλλιώς θεϊκό κόσμο, που οι πολίτες πάντα να κάνουν αυτήν την περιττή διευκρίνιση, όταν μιλάνε γύρω από το αν υπάρχει Θεός, για το αν πρέπει να κάνεις το σταυρό σου, για το αν φιλάς τις εικόνες ή αν περιμένεις να σε φιλήσουν αυτές. Λες κι εδώ πέρα έχεις μόνιμα τη βαθύτερη, εσωτερική ανάγκη να κάνεις πάντα ένα απαραίτητο ξεκαθάρισμα στο συνομιλητή σου, λες κι έχει φωλιάσει στο μυαλό σου μέσα μια υποσυνείδητη ενοχή που σε κάνει να το λες και να το ξαναλές χίλιες δυο φορές ότι σέβεσαι αυτό στο οποίο πιστεύει ο καθένας, προτού μιλήσεις για όλα εκείνα στα οποία πιστεύεις ή δεν πιστεύεις εσύ. Λες και δεν είναι αυτονόητο ότι είναι έτσι. Είναι, ας πούμε, σαν να συζητάς με κάποιον για την οπτική γωνία που έχετε για τα πράγματα, αφότου του ξεκαθαρίσεις προηγουμένως ότι σέβεσαι το διαφορετικό χρώμα των ματιών του. Κύριε ελέησον!
Όσο πάντως κι αν σέβεται η ελληνική πολιτεία τα όσα έχουν ή δεν έχουν ως πεποίθηση οι πολίτες της, έχεις διαρκώς την αίσθηση ότι, ως εκ θαύματος, ο Θεός ο ένας, ο άγιος θα παρεμβαίνει πάνω από νόμους και κανόνες και θα επιβάλλει την παρουσία του ακόμα και στην πιο απλή ανθρώπινη δραστηριότητα. “Θα ορκιστείτε με θρησκευτικό ή πολιτικό όρκο;” / “Τι εννοείτε;” / “Θα βάλετε, κύριε, το χέρι σας στο Ευαγγέλιο ή όχι;” / “Α, τώρα κατάλαβα, μα φυσικά με θρησκευτικό όρκο, ορκίζομαι, ναι”. Θα ξεμπροστιαστείς, θέλεις δεν θέλεις, έτσι καθώς θα σε κοιτά πάνω από το κεφάλι του Δικαστή, ο Κύριος Ημών Ιησούς Χριστός. Και όσο κι αν θέλεις εσύ να αποστρέψεις το βλέμμα σου, Αυτός θα σε παρακολουθεί όλη την ώρα, ενώ εσύ θα καταθέτεις χωρίς φόβο και πάθος για τη μία και μοναδική αλήθεια που κατέχεις μέσα σου, ως μάρτυρας, ως υπηρέτης, ως άλλος απόστολός Του. Και ακόμα και αυτή η κίνηση που εσύ θα θεωρείς τυπική και συνηθισμένη, το να θέσεις δηλαδή τη χείρα σου επί του ιερού Ευαγγελίου, είναι προαπαιτούμενο για να κυλήσει ομαλά όλη αυτή η δικαστική διαδικασία, μέχρι και να ακυρωθεί μια δίκη ολόκληρη μπορεί αν εσένα τα χέρια σου τρέμουνε και ιδρώνουνε και δεν βάλεις την παλάμη σου με χέρι πειστικό επάνω στις ανάγλυφες, επίχρυσες γραμματοσειρές από φθαρμένες καινές διαθήκες που τις έχουν αγγίξει χιλιάδες άλλα δάκτυλα πριν από εσένα. Κι αν θελήσεις να αποφύγεις όλο αυτό το βάσανο και κάνεις το λάθος και πεις ότι ορκίζεσαι με όρκο πολιτικό, τότε ξάφνου η φωνή του Θεού γίνεται ψίθυρος που εξαπλώνεται μέσα στο ακροατήριο, μαζί με χέρια που σε δείχνουνε και που μετά δείχνουν τον έναν, το Θεό. Θεία δίκη.
Αυτό το σφίξιμο στο στομάχι, αυτή η αίσθηση που έχεις όταν άλλα μάτια σε κυνηγάνε, θα σε βρει και θα σε απασχολήσει κι άλλες φορές στην ενάρετη ζωή σου και ειδικά όταν θα επιχειρήσεις να αποφύγεις την επαφή με τις θεάρεστες εκδηλώσεις που προσφέρει η θρησκεία μας στο ποίμνιό της. Για παράδειγμα, αν αφήσεις το παιδί σου αβάπτιστο, μεγάλο κακό που σε βρήκε, τι πατέρας και τι μάνα είσαι εσύ που αφήνεις το παιδί σου να γίνει ενήλικο πρώτα για να αποφασίσει σε ποιο Θεό θα πιστεύει, τι προοδευτικές σαχλαμάρες είναι όλα αυτά, εσύ είσαι ο γονιός που κατέχει τη γνώση και πρέπει να στρέψεις το βλαστάρι σου προς τη σωστή κατεύθυνση, αν αύριο δηλαδή που θα μεγαλώσει, βλέπει όλα τα χριστιανόπουλα τριγύρω και νιώθει άσχημα που αυτό δεν είναι βαπτισμένο; Γιατί να το αναγκάσεις να υποστεί όλη αυτή την ντροπιαστική διαδικασία, αν είναι να ντραπεί, ας ντραπεί μικρό, εξάλλου ντροπή σημαίνει αιδώς, σεβασμός, χρειάζεται κι αυτή που και που. Αλλά και σε άλλες φάσεις, όταν δεν νηστεύεις ας πούμε και πέφτεις με τα μούτρα πάνω στις μπριζόλες και τα περιττά λιπαρά, καθόλου αυτοέλεγχο δεν έχεις, δεν βλέπεις όλους αυτούς τους ιεροκήρυκες πόσο λεπτεπίλεπτοι είναι, εντάξει, μερικοί έχουν μερικά παραπανίσια κιλά επειδή από την πολλή την προσευχή άλλαξε ο μεταβολισμός τους και καίγεται διαφορετικά το λίπος που κουβαλάνε, μην αυθαδιάζεις, κι εν πάση περιπτώσει νήστευε και μη ερεύνα. Η μεγαλύτερη πλάκα πάντως είναι η λεγόμενη “πολιτική κηδεία”. Εκεί πραγματικά εισπράττεις τέτοια απαξίωση που θαρρείς ότι δεν κηδεύεται άνθρωπος αλλά ότι γίνεται αποκομιδή ανθρώπινων απορριμμάτων για τη χωματερή της Κολάσεως. Στο Πυρ το εξώτερον!
Αν θέλεις να τα έχεις καλά με την εξουσία, πρέπει να τα έχεις πρώτα καλά με το Θεό τον ίδιο. Εξάλλου Εκκλησία σημαίνει Κράτος και Κράτος σημαίνει Εκκλησία. Δεν γίνεται, λέει, να θέλει κάποιος να κυβερνήσει αυτήν τη χώρα, χωρίς προηγουμένως να περάσει από εξετάσεις σχετικά με τα πιστεύω του και με το τί θέλει να επιβάλει στο λαό μας, είδαμε τι πάθαμε στο πρόσφατο αμαρτωλό παρελθόν, τότε που με μια φωνή ενός ποιμενάρχη, χιλιάδες, σχεδόν εκατομμύρια πιστών βγήκαν στους δρόμους και με ογκώδη συλλαλητήρια έγιναν φωνή Θεού για το μεγάλο ζήτημα των ταυτοτήτων και για το αν έπρεπε να αναγράφεται ή όχι το θρήσκευμά μας πάνω στο πλαστικοποιημένο χαρτί τους. Έχει δύναμη ο κλήρος, όπως και να το κάνουμε. Όλοι οι ηγέτες, οι επερχόμενοι κι οι απερχόμενοι, ορκίζονται πίστη στο Σύνταγμα και τους Νόμους, αφότου πρώτα υποκλιθούν με τα χέρια σταυρωτά στους κατά τόπους μητροπολίτες, σεβασμιότατους και ενορίτες. Και τη μεγαλύτερη όλων έγκριση, σε περίπτωση δηλαδή που σε ενδιαφέρει δηλαδή το κάτι παραπάνω, θα πας και θα την πάρεις από εκεί που δεν μπορεί να πάει όποιος κι όποιος, ο καθένας και καθόλου η καθεμιά, εκεί που το χώμα είναι άβατο για όσους δεν μπορούνε να σταθούνε όρθιοι απέναντι στις προκλήσεις που έχει η εξουσία, εκεί που λίμνες και βουνά αλλάζουν θέση και όρια με θαυματουργή, σχεδόν θεϊκή παρέμβαση, εκεί που σε μια νύχτα βλέπεις υπουργούς να ντύνονται παπάδες και παπάδες να ντύνονται υπουργοί. Κάπως έτσι εναλλάσσονται οι μορφές, τα πόστα και τα ράσα. Όπως εκείνο το χαρακτηριστικό παιχνίδι στην τράπουλα που παίζεται εδώ και δεκαετίες στην Ελλάδα. Εδώ παπάς, εκεί παπάς.
Παντού παπάς.
http://kakoskeimena.net/
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου