Του Αριστείδη Χατζή*
Αν μελετήσει κανείς επιπόλαια την ελληνική πολιτική ιστορία, θα καταλήξει πιθανόν στο πρόχειρο συμπέρασμα ότι η Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ γνήσια φιλελεύθερη δημοκρατία πριν από το 1974. Αυτό όμως είναι λάθος. Η Ελλάδα είναι μια από τις πρώτες φιλελεύθερες δημοκρατίες στον κόσμο. Οι περίοδοι αυταρχικής διακυβέρνησης, μετά το 1864, είναι σχετικά σύντομες αν τις συγκρίνει κανείς με εκείνες χωρών με τις οποίες έχουμε κοινά χαρακτηριστικά (Νότια/Ανατολική Ευρώπη, Λατινική Αμερική), ενώ αντίθετα οι περίοδοι σχετικά ομαλής δημοκρατικής διακυβέρνησης είναι αρκετά μεγάλες. Είχαμε βέβαια πολλά στρατιωτικά κινήματα και γενικότερα μεγάλη εμπλοκή του στρατού στην πολιτική. Αν εξαιρέσουμε όμως το τελευταίο (1967), όλα τα προηγούμενα κινήματα είχαν ένα χαρακτηριστικό: η πολιτική ομαλότητα επανερχόταν σύντομα. Αλλά τι σημαίνει πολιτική ομαλότητα για την Ελλάδα της περιόδου 1864-1974; Εκλογές! Και μάλιστα, συχνές εκλογές με καθολικό δικαίωμα ψήφου.
Η Ελλάδα σε ολόκληρη τη σύγχρονη ιστορία της είχε, ίσως, τις περισσότερες εκλογές από τις περισσότερες (αν όχι όλες τις) παραπάνω χώρες. Σήμερα βέβαια θεωρούμε, όχι άδικα, προβληματικές τις συχνές εκλογικές αναμετρήσεις. Αλλά στην ελληνική ιστορία οι εκλογές ασκούσαν σχεδόν πάντοτε θετική επίδραση: αποσυμπίεζαν, προσωρινά έστω, την πολιτική ένταση. Αλλά έπαιζαν έναν ακόμα σημαντικότερο ρόλο: νομιμοποιούσαν τη φιλελεύθερη δημοκρατία μέσα σε ένα διεθνές περιβάλλον που συχνά την απέρριπτε. Τον ίδιο ρόλο συνέχισαν να διαδραματίζουν οι εκλογές και μετά τη μεταπολίτευση, ακόμα και στη διάρκεια της πρόσφατης κρίσης. Θυμηθείτε τις εκλογές του 2012 – το πολιτικό κλίμα πριν και μετά τη διπλή εκλογική αναμέτρηση.
Οι εχθροί της φιλελεύθερης δημοκρατίας αντιμετωπίζουν τις εκλογές με καχυποψία, σχεδόν με περιφρόνηση. Θεωρούν ότι η πραγματική λαϊκή βούληση (της οποίας βέβαια αυτοί φαντασιώνονται ότι είναι οι αυθεντικοί εκφραστές) δεν μπορεί να εκδηλωθεί στις εκλογές. Ομως ο ελληνικός λαός αντιμετώπιζε πάντοτε τις εκλογές ως μέσο πολιτικής έκφρασης και εκτόνωσης.
Βέβαια οι πολλές και συχνές εκλογές δεν έχουν μόνο οφέλη αλλά και κόστος – και μάλιστα υψηλό. Κατ’ αρχήν οι συχνές εκλογές οδηγούν σε πολιτική αβεβαιότητα που υπονομεύει την οικονομική σταθερότητα, διότι συχνά αλλάζει τους κανόνες του παιχνιδιού σε μια μικρή αγορά, όπως η ελληνική, που δεν υποστηρίζεται από ένα ρυθμιστικό πλαίσιο υψηλής ποιότητας ούτε από αποτελεσματική ορθολογική γραφειοκρατία.
Επιπλέον οι συχνές εκλογικές αναμετρήσεις ωθούν τις κυβερνήσεις αλλά και τα κόμματα της αντιπολίτευσης σε καιροσκοπικές επιλογές και τις υποχρεώνουν να ακολουθήσουν μυωπικές πολιτικές. Ετσι το πρόβλημα του πολιτικού κόστους στην Ελλάδα διογκώνεται. Μια κυβέρνηση που θα ήταν πρόθυμη να το αναλάβει προσωρινά, έχοντας την προσδοκία να δρέψει τα οφέλη όταν η πολιτική της αποδώσει, δεν είναι διατεθειμένη να το κάνει όταν φοβάται ότι θα μεσολαβήσουν εκλογές. Διότι φοβάται ότι θα τιμωρηθεί από το εκλογικό σώμα για το βραχυπρόθεσμο κόστος που του επέβαλε και θα δει τους αντιπάλους της να απολαμβάνουν (ως θετική εξωτερικότητα) τα αποτελέσματα της πολιτικής της.
Η προτεινόμενη ρύθμιση (άρθ. 47, σε συνδυασμό με άρθ. 33, 37 και 70) προσπαθεί να ισορροπήσει μεταξύ της αναγκαιότητας σταθερών κυβερνήσεων με ορίζοντα τετραετίας (που να ελαχιστοποιεί τα καιροσκοπικά κίνητρα) και της αναγκαιότητας δικλίδων ασφαλείας που εξασφαλίζουν τη δημοκρατική νομιμοποίηση. Το πετυχαίνει ικανοποιητικά κυρίως με την καθιέρωση συγκεκριμένης ημερομηνίας για τις εθνικές εκλογές (πρώτη Κυριακή του Φεβρουαρίου κάθε τέταρτου έτους – δεν είμαι βέβαιος για τη συγκεκριμένη επιλογή) που θυμίζει το δεύτερο άρθρο του Συντάγματος των ΗΠΑ. Ενώ όμως προσφέρει αρκετές δικλίδες με στόχο την αποφυγή μεγάλης δυσαρμονίας της σύνθεσης της Βουλής με το λαϊκό αίσθημα (διάλυση Βουλής από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ή με απόφαση της ίδιας της Βουλής), είναι σαφές ότι ενδιαφέρεται κυρίως για την κυβερνητική σταθερότητα (βλ. εισαγωγή της «εποικοδομητικής» ψήφου δυσπιστίας, της δυνατότητας κυβερνήσεων μειοψηφίας, της «υπολειπόμενης θητείας» κλπ.).
Διατηρώ κάποιες επιφυλάξεις για τις εξουσίες του Προέδρου της Δημοκρατίας που θυμίζουν αρκετά εκείνες που είχε συνταγματικά ή παρασυνταγματικά το Παλάτι. Αν μάλιστα οι εξουσίες αυτές συνδυαστούν με άμεση εκλογή του Προέδρου από τον λαό (που δεν προτείνουν βέβαια οι 6 συγγραφείς) μπορούν να οδηγήσουν σε ένα νέο 1915 ή 1965. Η αποδυνάμωση της αρχής της δεδηλωμένης δεν είναι απαραίτητη. Ειδικά σε μια περίοδο κατά την οποία η φιλελεύθερη δημοκρατία βρίσκεται και πάλι σε κρίση, οι αντιπροσωπευτικοί θεσμοί αμφισβητούνται, οι εκλογές προσφέρουν συχνά μια λύση, ακριβή λύση, αλλά λύση.
* Ο κ. Αριστείδης Χατζής είναι αναπλ. καθηγητής Φιλοσοφίας Δικαίου & Θεωρίας Θεσμών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου