Το ΔΝΤ επανήλθε στην «κόντρα» με
τους Ευρωπαίους, με την Ελλάδα στο επίκεντρο, δίνοντας διευκρινήσεις στο blog
του Πολ Τόμσεν και του Μορίς Ομπστφελντ, που είχε προκαλέσει αντιδράσεις.
Μέσα από τέσσερις ερωτήσεις και
απαντήσεις, το Ταμείο ουσιαστικά απαντά στα στοιχεία που είχε διαρρεύσει η
Κομισιόν, για να καταρρίψει τα επιχειρήματα του ΔΝΤ που αναφέρονταν στο blog
των δύο στελεχών του, αλλά και σε εκείνα της Αθήνας.
Ουσιαστικά, το Ταμείο επιμένει
στη μείωση του αφορολόγητου και των κύριων συντάξεων. Ακόμη, κάνει αναφορά στη
χαμηλή εισπραξιμότητα των φόρων, δίνοντας διαφορετική ερμηνεία στο αν έχει
αυξηθεί το ποσοστό της, κάτι που το απορρίπτει.
Σε ό,τι αφορά το αφορολόγητο,
αντιστρέφει το επιχείρημα της Αθήνας, αναφέροντας ότι ακριβώς επειδή είναι πολύ
χαμηλό, το αποτέλεσμα είναι οι πολύ υψηλοί φορολογικοί συντελεστές και
ασφαλιστικές εισφορές, προκειμένου να καλυφθεί το κενό.
Αναφορικά με τις συντάξεις, το
ΔΝΤ επιμένει ότι διατηρούνται σε πολύ υψηλά επίπεδα, τονίζοντας ότι εξαιτίας
αυτού του γεγονότος δεν μπορούν να δοθούν καλά στοχευμένες κοινωνικές παροχές,
ιδιαίτερα στις πιο ευάλωτες ομάδες και τους Ελληνες που έχουν επηρεαστεί
περισσότερο από την οικονομική κρίση.
Ακόμη, το Ταμείο απαντά και στο
θέμα της φορολογικής μεταρρύθμισης, επισημαίνοντας ότι δεν διευρύνθηκε η
φορολογική βάση.
Οι διευκρινίσεις που έδωσε το
ΔΝΤ, με 4 ερωτήσεις και απαντήσεις:
Με δεδομένο ότι οι φορολογικοί
συντελεστές για το εισόδημα, συμπεριλαμβανομένων των ασφαλιστικών εισφορών,
είναι πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ, είναι δίκαιο να υποστηρίζετε ότι οι μισοί
Ελληνες φορολογούμενοι εξαιρούνται από τον φόρο εισοδήματος;
Πράγματι, σε μεγάλο ποσοστό είναι
επειδή τόσο πολλοί φορολογούμενοι εξαιρούνται από τον φόρο εισοδήματος ότι ο
συνολικός φορολογικός συντελεστής στην Ελλάδα είναι τόσο αντιπαραγωγικά υψηλός.
Στοιχεία από τις ελληνικές αρχές και την Eurostat δείχνουν ότι πάνω από τους
μισούς μισθωτούς εξαιρούνται από την καταβολή οποιουδήποτε φόρου εισοδήματος
στην Ελλάδα, σε σύγκριση με τον μέσο όρο 8% στην ευρωζώνη (εξαιρώντας την
Ελλάδα). Οπως έχουμε σημειώσει, μία συνέπεια αυτής της μικρής φορολογικής βάσης
εισοδήματος είναι ότι οι φορολογικοί συντελεστές στην Ελλάδα είναι μη βιώσιμα
υψηλοί συνολικοί (ΦΠΑ κτλ). Οι πολύ υψηλοί φορολογικοί συντελεστές στην Ελλάδα
είναι ένα σοβαρό πρόβλημα στον φόρο προσωπικού εισοδήματος και είναι λάθος να
προσπαθούμε να τους παρουσιάσουμε ως κάποιου είδους ισχύ.
Αυτοί οι υψηλοί φορολογικοί
συντελεστές, που είναι επιζήμιοι τόσο για τις θέσεις εργασίας όσο και για την
ανάπτυξη της επίσης οικονομίας, είναι ακριβώς ο λόγος που ζητάμε μία μείωση των
συντελεστών της φορολόγησης και των εισφορών, να χρηματοδοτηθεί από μείωση του
αφορολόγητου. Δυστυχώς, η εμπειρία στην Ελλάδα ήταν το ακριβώς αντίθετο, καθώς
οι αρχές, και υπό το πλαίσιο του τρέχοντος προγράμματος του ESM, νομοθέτησε
νέες αυξήσεις στους συντελεστές φορολόγησης και ασφαλιστικών εισφορών,
επιδεινώνοντας το πρόβλημα. Το να συνεχίσει σε αυτό το μονοπάτι δεν μπορεί με
τη λογική να θεωρείται καλό για την ανάπτυξη.
Η φετινή φορολογική μεταρρύθμιση
δεν διεύρυνε σημαντικά τη φορολογική βάση, ευθυγραμμίζοντας το αφορολόγητο στην
Ελλάδα με εκείνο των μελών της ευρωζώνης;
Το επιχείρημα ότι το επίπεδο της
εξαίρεσης φορολόγησης εισοδήματος είναι κατάλληλο επειδή είναι περίπου το ίδιο
ποσό σε ευρώ όπως αλλού στην ευρωζώνη αποτελεί κατά την άποψή μας μία
ακατάλληλη σύγκριση, γιατί αγνοεί το γεγονός ότι τα επίπεδα εισοδήματος στην
Ελλάδα είναι σχετικά χαμηλά. Για διεθνείς συγκρίσεις, οι ειδικοί επί των
φορολογικών εξετάζουν τους κλιμακούμενους δείκτες, όπως το ποσοστό των μισθωτών
που είναι κάτω από το όριο ή την αναλογία του επιπέδου του ορίου με τον μέσο
μισθό. Με όποια από αυτές τις μετρήσεις, η Ελλάδα παραμένει στο περιθώριο στην
Ευρώπη, ακόμη και μετά από την πρόσφατη μεταρρύθμιση, η οποία έκανε μόνο μία
οριακή διαφορά:
η μεταρρύθμιση μείωση το ποσοστό
των μισθωτών που είναι κάτω από το όριο του αφορολόγητου κατά μόλις 3%, από 55%
σε 52%, σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ευρωζώνης που είναι 8%, εξαιρώντας την
Ελλάδα.
Η αναλογία του αφορολόγητου ορίου
με τον μέσο μισθό μειώθηκε ως αποτέλεσμα της μεταρρύθμισης κατά μόλις 5%, από
54% σε 49%, σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ευρωζώνης που είναι 24%, εξαιρώντας
την Ελλάδα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία από τις
χώρες της ΕΕ, η μέση σύνταξη το 2013 ήταν 1.233 ευρώ τον μήνα στη Γερμανία σε
σύγκριση με τα 846 ευρώ τον μήνα στην Ελλάδα. Αν προσθέσει κανείς τις
κοινωνικές παροχές, που ήταν πολλαπλάσια υψηλότερες στη Γερμανία, η διαφορά
είναι ακόμη μεγαλύτερη. Γιατί υποστηρίζετε ότι οι συντάξεις στην Ελλάδα είναι
δυσανάλογα υψηλές;
Οι αριθμοί δεν δίνουν μία ακριβή
εικόνα, πρώτα από όλα επειδή δεν βασίζονται σε άτομα με παρόμοια χαρακτηριστικά
και δεύτερον επειδή δεν διορθώνουν τις διαφορές εισοδήματος στις χώρες. Για
παρόμοιους εργαζόμενους- για παράδειγμα με εισφορές 45 ετών- οι συντάξεις είναι
σχεδόν ίδιες σε ονομαστικούς όρους (1.287 ευρώ στη Γερμανία και 1.152 ευρώ στην
Ελλάδα). Αλλά το ακόμη πιο σημαντικό είναι ότι, λαμβάνοντας υπόψη τα σχετικά με
τα εισοδήματα όταν αξιολογούν τα συνταξιοδοτικά συστήματα, οι ειδικοί θα
κοιτάξουν την αναλογία της μέσης πρώτης σύνταξης με τον μέσο μισθό στη
συνταξιοδότηση. Αυτή η αναλογία είναι 81% στην Ελλάδα, σχεδόν διπλάσιος από τη
Γερμανία (43%), δείχνοντας ένα πολύ γενναιόδωρο συνταξιοδοτικό σύστημα.
Και παρότι οι κοινωνικές παροχές
είναι πράγματι υψηλότερες σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, ένα από τα βασικά σημεία
του blog μας ήταν ότι η Ελλάδα χρειάζεται απελπισμένα να μεταρρυθμίσει τα
δημόσια οικονομικά της, ώστε να είναι ικανή να ενισχύσει τέτοιες δαπάνες. Οι
γενναιόδωρες φορολογικές εξαιρέσεις και οι πολύ υψηλές συντάξεις «σακατεύουν»
τον προϋπολογισμό και εμποδίζουν την εισαγωγή καλά στοχευμένων κοινωνικών παροχών,
ιδιαίτερα για τις ομάδες που είναι πιο ευάλωτες και έχουν επηρεαστεί
περισσότερο από την οικονομική κρίση. Το να υποδηλώνεις ότι οι υψηλές
συνταξιοδοτικές παροχές στην Ελλάδα είναι κατά κάποιο τρόπο δικαιολογημένες
γιατί οι στοχευμένες κοινωνικές παροχές είναι τόσο χαμηλές, χάνει εντελώς το
νόημα: οι στοχευμένες παροχές είναι ανεπαρκείς ακριβώς επειδή οι
συνταξιοδοτικές παροχές διατηρούνται σε πολύ υψηλά επίπεδα.
Δεν έχει αυξηθεί η φορολογική
συμμόρφωση; Στους πρώτους εννέα μήνες του 2016, ο συντελεστής εισπραξιμότητας
για τους τέσσερις βασικούς φόρους αυξήθηκε σε 81%, από 77% που ήταν το 2015.
Αυτός ο ισχυρισμός είναι
λανθασμένος, γιατί βασίζεται σε έναν στενό ορισμό και σε δεδομένα για μερικούς
μόνο φόρους. Ο συντελεστής εισπραξιμότητας βασισμένος σε έναν ευρύτερο ορισμό
είναι 37% για τους εννέα πρώτους μήνες του χρόνου (δεν έχει αλλάξει από το
2015). Ο αριθμός που περιλαμβάνεται στην ερώτηση αναφέρεται μόνο στους τέσσερις
βασικούς φόρους και εξαιρεί τα πρόστιμα, που είναι πολύ υψηλά στην περίπτωση
της Ελλάδας.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου