Της Σοφίας Χουδαλάκη
Ξεπερασμένο το 8ωρο, ξεπερασμένη
η ανάγκη του εργαζόμενου για σταθερή εργασία, ξεπερασμένος και ο μισθός. Όλες
οι σταθερές που συγκροτούν ένα πλαίσιο ασφάλειας γύρω από τον άνθρωπο έχουν πια
καταρρεύσει. Έχουμε φτάσει σε εκείνο το σημείο που ο εργοδότης δηλώνει εγγράφως
στους εργαζόμενους ότι
«…η διενέργεια απεργιακής
κινητοποίησης με αιτία […] την εμπρόθεσμη καταβολή της μισθοδοσίας […] είναι
ηθικά και λογικά αστήριχτη…».
Με άλλα λόγια δηλώνει ότι μας
προσφέρει τη χαρά να εργαζόμαστε, πώς τολμάμε να ζητάμε -οι αχάριστοι- και να πληρωνόμαστε;
Το Σάββατο (14/7) το προσωπικό
του καζίνο Κέρκυρας ανταποκρινόμενο στο κάλεσμα του Κερκυραϊκού Συνδέσμου
Ιδιωτικών Υπαλλήλων προγραμμάτισε στάση εργασίας για τέσσερις ώρες, από τις
22:00 έως τις 02:00. Λίγες ώρες πριν την έναρξη της κινητοποίησής τους, οι
εργαζόμενοι ενημερώθηκαν για μια επιστολή της εργοδοσίας που συμπεριλάμβανε
όλες οι σύγχρονες αρχές που διέπουν τον κόσμο της εργασίας:
την απειλή,
την ύβρη,
τον κυνισμό.
Την απειλή της εργασιακής
ανασφάλειας την ξεδιπλώνει η εργοδοσία από την πρώτη παράγραφο όταν, σαν άλλος
παιδονόμος, σηκώνει το δάκτυλο και δηλώνει αυστηρά προς τους εργαζόμενους:
«Οφείλετε να λάβετε σοβαρά υπόψιν ότι η
επιλογή της προκήρυξης οιασδήποτε διάρκειας απεργιακής κινητοποίησης εν μέσω
τουριστικής περιόδου […], επιδεινώνει το πρόβλημα και δημιουργεί περισσότερη
ανασφάλεια για όλους μας».
Για να δούμε ποιο είναι το
πρόβλημα που επιδεινώνεται με την «οιανδήποτε απεργιακή κινητοποίηση» και,
τελικά, είναι κοινό αυτό το πρόβλημα ανάμεσα στην εργοδοσία και τους
εργαζόμενους;
Για τους εργαζόμενους το πρόβλημα
είναι χρόνιο και αφορά την επιβίωσή τους. Ξεκινά σχεδόν με την αρχή της
οικονομικής κρίσης και την πρώτη ευθεία βολή ενάντια στον κόσμο της εργασίας το
2010.
Μετά την ιδιωτικοποίηση του
καζίνο, οι μισθοί του προσωπικού αρχίζουν να καταβάλλονται αραιότερα, χωρίς
κανένας να γνωρίζει ακριβώς πότε θα αμειφθεί για την εργασία που έχει
προσφέρει. Εκτός από την περιστασιακή καταβολή τους, οι μισθοί αρχίζουν να
αποκτούν και μια ποικιλία ως προς το ποσό των χρημάτων. Ο ένας εργαζόμενος
λαμβάνει έναντι που πηγαίνει μέχρι και έξι μήνες πίσω. Ο άλλος λαμβάνει έναντι
κάποιου άλλου μήνα και ο τρίτος, ενδεχομένως να είναι τυχερός και να πληρώνεται
για τη δουλειά που έκανε πριν τρεις μήνες. Τα ποσά δίδονται άλλοτε επισήμως,
μέσω τραπεζικού λογαριασμού κι άλλοτε στο χέρι, όπως έκανε κάποτε ο παππούς
(όταν είχε ακόμα σύνταξη) που χαρτζιλίκωνε το εγγόνι του.
Η κατάσταση όλο και
επιδεινώνεται, μέχρι που το 2013 η εταιρεία Ελληνικό Καζίνο Κέρκυρας Α.Ε.
απευθύνεται με ύφος πατρικό –όχι παιδονόμου αυτή τη φορά – στους εργαζόμενους
και τους ζητά να βάλουν πλάτη για να σωθεί η επιχείρηση. Τους ζητά να
αποδεχτούν νέες συμβάσεις εργασίας, στις οποίες θα πληρώνονται όλοι με 586 ευρώ
μικτά για ένα έτος.
Οι εργαζόμενοι ανταποκρίνονται
θετικά, κάνοντας το πρόβλημα του εργοδότη πρόβλημα δικό τους και δέχονται να
υποστηρίξουν τον επιχειρηματία, αποποιούμενοι οι ίδιοι μέρος των μισθών που
μέχρι τότε είχαν (έστω και στα χαρτιά). Το έτος περνάει, το 2014 μπαίνει αλλά
οι συμβάσεις δεν αλλάζουν. Περνάει κι άλλο ένα έτος, φεύγει και το 2015 και το
2016 και το 2017 και εκεί που οι εργαζόμενοι θα παραχωρούσαν μισθούς ενός
χρόνου φτάνουν να έχουν παραχωρήσει μισθούς πέντε και έξι ετών.
Ταυτόχρονα, η περιστασιακή
καταβολή αυτών των 586 ευρώ μικτών και η έναντι μισθοδοσία δημιουργούν ένα
κουβάρι δεδομένων, που έχει σαν αποτέλεσμα κανένας εργαζόμενος να μην γνωρίζει
με ακρίβεια πόσα χρήματα του οφείλονται.
Αφού οι εργαζόμενοι βάζουν πλάτη και στερούνται οι ίδιοι τους μισθούς
τους για να επιβιώσει η επιχείρηση, έρχεται η δέσμευση της εργοδοσίας στην
Επιθεώρηση Εργασίας. Ύστερα από καταγγελίες του Συνδέσμου Ιδιωτικών Υπαλλήλων
και εργαζόμενων, ο εργοδότης δηλώνει ότι από την 1/1/2018 (Αρ. Πρ.
2455/04-01-2018) θα επαναφέρει τις παλιότερες συμβάσεις.
Ωστόσο, λίγο μετά απευθύνεται
στους εργαζόμενους και τους ζητά να δεχτούν μια «μικτή» πρόταση, μια πρόταση
που να ικανοποιεί τον ίδιον αλλά να μην έρχεται σε αντίθεση με την δέσμευσή του
στην Επιθεώρηση Εργασίας. Προτείνει να παραμείνει ο μισθός σε χαμηλά επίπεδα και
το ποσό που υπολείπεται, μέχρι τα 751, να εμφανίζεται είτε ως «δώρο», είτε ως
«οικιοθελής καταβολή εργοδότη» προς τους εργαζόμενους. Δηλαδή, προτείνει να μην
επισημοποιηθεί και να μην μονιμοποιηθεί η επαναφορά των παλαιότερων συμβάσεων.
Η πρόταση απορρίπτεται και οι εργαζόμενοι αποφασίζουν ότι το πρόβλημά τους δεν
είναι το ίδιο με το πρόβλημα του εργοδότη και, όπως συμβαίνει πάντα όταν το
πραγματικό θέμα είναι η επιβίωση, οι εργαζόμενοι αποφασίζουν να προχωρήσουν σε
κινητοποιήσεις.
Αυτό είναι, με λίγα λόγια, το
πραγματικό πρόβλημα των εργαζομένων και κάπου εδώ, στην απόφαση για
κινητοποιήσεις, ξεκινά το πρόβλημα των εργοδοτών. Γιατί είναι προφανές ότι
διαφορετικό πρόβλημα έχουμε οι εργαζόμενοι και διαφορετικό οι εργοδότες. Σε
αυτό το σημείο έρχεται η επιστολή της διοίκησης της εταιρείας που ανοίγει,
μιλώντας για την «επιδείνωση της ανασφάλειας για όλους μας». Από το ύφος της
επιστολής δικαιούται να συμπεράνει κανείς ότι «όλοι μας» είναι μόνο οι
εργαζόμενοι και η «ανασφάλεια» είναι η ανασφάλεια που απειλεί πρώτα και κύρια
εκείνους που χρειάζεται να επιβιώσουν από την εργασία τους σε ένα περιβάλλον
άγριας ανεργίας ή καθημερινής, εξαντλητικής εργασίας.
Η ύβρης έρχεται αμέσως μετά την
απειλή, στη δεύτερη παράγραφο της επιστολής. Είναι εκεί που πλέον η μάσκα του
τρυφερού εργοδότη, που ζητά από τους εργαζόμενους να μοιραστούν τους «κινδύνους
του επιχειρείν», καταρρέει. Είναι εκεί, που φαίνεται ότι η σχέση
εργοδότη-εργαζόμενου δεν είναι σχέση συνεργασίας, αλλά σχέση εξουσίας που
επιτρέπει στον πρώτο να αποκαλεί τον δεύτερο ανήθικο και παράλογο:
«[…]η επιλογή της διενέργειας απεργιακής
κινητοποίησης με αιτία την αύξηση του βασικού μισθού και την επαναφορά του στο
ποσό των 751 ευρώ ή την εμπρόθεσμη καταβολή της μισθοδοσίας, τη στιγμή που η
καθυστέρηση δεν υπερβαίνει το διάστημα των 1,3 μηνών […] όχι μόνο είναι ηθικά
και λογικά αστήριχτη αλλά παραβιάζει κατάφωρα την αρχή της αναλογικότητας».
Ο κυνισμός, ως παγιωμένη αρχή του σύγχρονου εργασιακού περιβάλλοντος,
διατρέχει ολόκληρο το κείμενο, αλλά κορυφώνεται στο σημείο που ο εργοδότης
θεωρεί αμελητέο το διάστημα των τριών μηνών απληρωσιάς. Προφανώς, σύμφωνα με τη
λογική του, το να μένει ένας άνθρωπος για τρεις μήνες χωρίς τον μισθό του (έστω
και των 581 ευρώ μικτά) είναι λογικό, είναι αναμενόμενο, είναι θεμιτό.
Προφανώς, η εταιρεία θεωρεί ότι ο εργαζόμενος θα μπορούσε να σταματήσει να
τρώει για τρεις μήνες και να υπάρχει μόνο για να εργάζεται στο καζίνο,
καταρρίπτοντας -για πρώτη φορά- τους φυσικούς νόμους και εφαρμόζοντας την αρχή
του «αεικίνητου». Σίγουρα, η απογοήτευση
των εργοδοτών, όπως προκύπτει από την αδήριτη ανάγκη των εργαζομένων για
φαγητό, πρέπει να είναι απύθμενη. Κουράγιο…
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου