Κυριακή 21 Νοεμβρίου 2021

Με ένα ποτήρι λευκό κρασί

 


γράφει η Αρχοντία Κάτσουρα

 

 

Επινε ένα ποτήρι κρασί καθισμένη στην πολυθρόνα μπροστά στο παράθυρο. Δεν θυμόταν πότε ήταν η τελευταία φορά που είχε επιτρέψει στον εαυτό της αυτή την πολυτέλεια. Να ’ναι βράδυ, να ’ναι σχεδόν χειμώνας, να μην κάνει τίποτα. Να μη δουλεύει, να μη διαβάζει, να μη μαζεύει δουλειές, να μην υπολογίζει υποχρεώσεις και λογαριασμούς. Μόνο να κάθεται και να ρεμβάζει, με ένα ποτήρι κρασί, αρωματικό, λευκό, μέσα στις πιτζάμες της, με τις ζεστές παντόφλες της, μέσα στην αφράτη ρόμπα από φλις.

 

Εξω ο ουρανός ήταν κόκκινος, προμήνυμα βροχής, και οι λίγοι άνθρωποι που κυκλοφορούσαν σφίγγονταν μέσα στα πανωφόρια τους. Εκείνη σκεφτόταν ένα τριαντάφυλλο, που ενώ μαραινόταν μέσα στο βάζο, σκορπίζοντας πάνω στη σιφονιέρα τα πέταλά του, την ίδια ώρα «πέταξε» ένα φρέσκο κλαδάκι χαμηλά, σε ένα από τα μάτια που δεν είχε κόψει ο ανθοπώλης.

 

Το φύτεψε σε μια καλοποτισμένη γλάστρα, του έβαλε για λίπασμα υπολείμματα από καφέ, και ήλπιζε να το δει να γίνεται φυτό. Μια φούξια-μοβ τριανταφυλλιά ή ό,τι χρώμα εκείνη διάλεγε. Τι ωραίο πράγμα θα ήταν αυτό…

 

Ρέμβαζε από την ασφάλεια της μπερζέρας της και της θέρμανσης. Αισθανόταν μια κούραση γλυκιά, έτσι ζεστή που ήταν μετά το μπάνιο, με το κρασί να χαλαρώνει και τους τελευταίους μυς που αντιστέκονταν. Η υπερένταση πολλών ημερών τής φύλαγε ακόμη μερικές εξάρσεις, αλλά αποδυναμωμένες πια.

 

Απόψε δεν τη στενοχωρούσαν τόσο τα ταξίδια που μείναν όνειρα, ούτε τα όνειρα που δεν ήξερε πού θα τη βγάλουν. Ούτε και που μεγάλωνε και ρούχα που της άρεσαν δεν θα μπορούσε να φοράει πια. Απόψε είχε αφεθεί.

 

Μια νύχτα πριν είχε ονειρευτεί ότι οδηγούσε ένα αυτοκίνητο χωρίς φρένα. Το αυτοκίνητό της. Πήγαινε κάπου, δεν ήξερε πού, και δεν την υπάκουγε το όχημα. Οταν προσπάθησε να τραβήξει χειρόφρενο, να σταματήσει όπως όπως σε έναν δρόμο που δεν γνώριζε, αυτό της έμεινε στο χέρι και κρέμονταν ένα σπασμένο συρματόσχοινο… Θυμάται πόσο τρομαγμένη ξύπνησε, πόσο την ανακούφισε η ασφάλεια της κάμαρας και η μυρωδιά μιας γνώριμης κολόνιας που θύμιζε θάλασσα, νωρίς το πρωί…

 

Ηπιε άλλη μια γουλιά κρασί και κοίταξε τα δέντρα έξω. Σε λίγο, φύλλο δεν θα είχε μείνει πάνω τους. Πετούσαν ό,τι φορούσαν και περίμεναν κι αυτά τον χειμώνα. Ο φούρνος της γειτονιάς έκλεισε κι αυτός. Μόνο το φως από τις βιτρίνες με τα γλυκά και τα βουτήματα είχε μείνει στη γειτονιά τις τελευταίες ημέρες. Αλλά απόψε όλα, αν και ίδια, ήταν με έναν τρόπο όμορφα, ήσυχα.

 

Δεν άνοιξε ούτε το βιβλίο της. Είχε σκοτεινιάσει και το φως που ερχόταν από τον διάδρομο δεν ήταν αρκετό - δικαιολογία ή μη, δεν διάβασε, ούτε σηκώθηκε να ανάψει φως. Δεν άνοιξε ούτε το ραδιόφωνο. Της άρεσε που απόψε ήταν μόνο παρατηρητής του γύρω κόσμου. Του ουρανού που έφερνε βροχή, του κρύου αέρα που έριχνε τα φύλλα των δέντρων, των γλυκών στη βιτρίνα απέναντι και των περαστικών που κρύωναν και έτρεχαν να προστατευτούν στα σπίτια τους. Μόνο τρία κορίτσια δεν βιάζονταν καθόλου. Περπατούσαν αργά, με ανοιχτά μπουφάν, φόρμες και αθλητικά παπούτσια, φορτωμένα βαριά σχολικά σακίδια, και κουβέντιαζαν, ποιος ξέρει τι. Είναι πολύ σοβαρές οι συζητήσεις στην εφηβεία.

 

Μια ειδοποίηση ήρθε στο τηλέφωνό της και την αναστάτωσε λίγο: Ποια συμφορά να βρήκε πάλι αυτόν τον κόσμο; Αλλά δεν κοίταξε. Είπε για ένα μόνο βράδυ, για τούτη μόνο τη φορά να μην κοιτάξει. Μύριζε άλλωστε η κολόνια που θυμίζει θάλασσα, νωρίς το πρωί, και έπινε και ένα τόσο ωραίο κρασί… Αύριο πάλι το αυτοκίνητο της ζωής θα έτρεχε χωρίς φρένα σε δρόμους όλο εμπόδια, τα φύλλα θα είχαν πέσει και η βροχή θα γέμιζε τους δρόμους με λάκκους από νερό. Αλλά όλα αυτά αύριο. Κι ίσως μεθαύριο, ή σε λίγες εβδομάδες, να είχε ρίξει ρίζες το κλαδάκι από το φούξια τριαντάφυλλο.

0 comments :

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *