Το Πολυτεχνείο θα έπρεπε να είναι
το «Ιερό Δισκοπότηρο» της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Κι όχι ετήσια προσβολή
των ηρώων της Εξέγερσης
γράφει ο Βασίλης Σ. Κανέλλης
Κοιτάζοντας στο παρελθόν, 48
χρόνια πίσω στην σύγχρονη ελληνική ιστορία, αυτό που αντικρίζει κανείς είναι
ήρωες.
Όχι γιατί το ήθελαν αλλά γιατί η
ιστορική ρωγμή που βρέθηκαν, τους μετέτρεψε σε μια νύχτα από τους «ταραξίες
νεολαίους» με περίεργα παντελόνια, ατημέλητα μαλλιά και γένια, σε ήρωες που θα
μνημονεύονται μισό αιώνα μετά. Κι ακόμη περισσότερο.
Όμως, για το Πολυτεχνείο δεν
πρέπει να φοβόμαστε να μιλάμε με τη γλώσσα της αλήθειας. Ειδικά τώρα όπου η
κρίση αξιών έχει βουλιάξει την ελληνική κοινωνία σε έναν βούρκο που δύσκολα
μπορεί να βγει.
Κι όσο διαβάζουμε τα μηνύματα των
πολιτικών για τη μνήμη που δεν ξεθώριασε ή για τις νέες προκλήσεις που
βρίσκονται μπροστά μας, τόσο εξοργιζόμαστε με την προσπάθεια να ξεχαστεί η
ευθύνη του ελληνικού λαού.
Η ευθύνη για την επταετή Χούντα,
η οποία έπεσε απλά και μόνο γιατί κάποιες ελάχιστες χιλιάδες νέων πήραν την
κατάσταση στα χέρια τους.
Αλλά και η ευθύνη για όσα
ακολούθησαν στη Μεταπολίτευση. Για την αποτυχημένη προσπάθεια αποχουντοποίησης
της κοινωνίας. Για τη δημιουργία ενός κράτους που βόλεψε πολλούς από εκείνους
τους «ήρωες», για την προσπάθεια καπηλείας της εξέγερσης.
Για τον διαρκή αγώνα μιας δράκας
ανόητων ανθρώπων να μετατρέψουν την επέτειο του Πολυτεχνείου σε ετήσιο μπάχαλο,
προσβάλλοντας τη μνήμη εκείνης της γενιάς.
Παρακολουθώ από το πρωί τις
«εντάσεις» στο Πολυτεχνείο. Ποιος θα κάνει «ιδιοκτησία» του την εξέγερση. Σε
ποιον θα επιτραπεί να καταθέσει στεφάνι, ποιος κινδυνεύει να φάει ξύλο, ποιος
θα αποδοκιμαστεί και ποιος θα πάει σαν τον κλέφτη από τα χαράματα για να κάνει
το «καθήκον» του και στη συνέχεια να συνεχίσει το… θεάρεστο έργο του στην
πολιτική, στη δουλειά του, στο σπίτι του.
Κι αισθάνομαι ντροπή γιατί
συνεχίζεται μια βάναυση προσβολή της ιστορικής μνήμης.
Αισθάνομαι και ντροπή γιατί τα
σημερινά παιδιά δεν μαθαίνουν την πραγματική διάσταση εκείνης της μοναδικής
εξέγερσης. Δεν μαθαίνουν την πραγματική ιστορία, τους πρωταγωνιστές της, τα
συνθήματα και το βαθύτερο νόημά τους.
Δυστυχώς μαθαίνουν ότι
Πολυτεχνείο σημαίνει μπάχαλο, επεισόδια, πολιτική ξεφτίλα, οικειοποίηση ενός
γεγονότος που θα έπρεπε να έχει αγκαλιαστεί από όλους και να είναι το «Ιερό
Δισκοπότηρο» της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας.
Δυστυχώς μαθαίνουν αυτό που
κάποιοι ανόητοι φωνάζουν εν μέσω… πλέριας Δημοκρατίας ότι «Η Χούντα δεν
τελείωσε το ’73».
Ή εκείνοι που φωνάζουν:
«Γεννήθηκα 17 Νοέμβρη», στηρίζοντας άθλιους τρομοκράτες που αφαίρεσαν
ανθρώπινες ζωές στο όνομα μιας δολοφονικής επαναστατικής γυμναστικής.
Ας μιλήσουμε καθαρά για το
Πολυτεχνείο.
Η Εξέγερση ήταν ένα γεγονός που
φέρει αποκλειστικά τη σφραγίδα της ατομικής δράσης. Ο καθένας μόνος του και
όλοι μαζί έφτιαξαν αυτό το μοναδικό γεγονός. Κανένα κόμμα δεν ήταν εκεί και
κανείς δεν έχει δικαίωμα τώρα να οικειοποιείται την «τρέλα» αυτών των παιδιών.
Η Εξέγερση ήταν μια στιγμή που
ξεγύμνωσε την αφασία του ελληνικού λαού ο οποίος επέτρεψε επί 7 χρόνια να
βρίσκεται η χώρα στο γύψο.
Που επέτρεψε την κατάλυση της
Δημοκρατίας επειδή η Χούντα «έκανε έργα», «έδινε λεφτά» ή γιατί βοήθησε να μην…
καταλάβουν τη χώρα «οι κομμουνισταί».
Οι νέοι εκείνοι ξεμπρόστιασαν
τους ανθρώπους που βολεύτηκαν σε μια κατάσταση που λέει «που να μπλέκω εγώ, έχω
τη δουλίτσα μου τώρα». Ξεγύμνωσε τους «κυρ Παντελήδες της Επταετίας που δεν
κούνησαν το δακτυλάκι τους για να πέσει το άθλιο καθεστώς ανόητων στρατιωτικών.
Ποιος να φανταζόταν ότι η χώρα
που γέννησε ήρωες το 1821 και το 1940 να έχει γεννήσει και «κότες» που έβλεπαν
τα τανκς να περνούν.
Και δυστυχώς η θυσία των νεκρών
του Πολυτεχνείου «εξαργυρώθηκε» από εκείνους που θέλησαν να κάνουν καριέρες και
που σήμερα κουνάνε το δάκτυλο στους φοιτητές που ήταν οι πρωταγωνιστές, αλλά
θέλησαν να διατηρήσουν την ανωνυμία τους.
Περισσότερο από ποτέ σήμερα είναι
επίκαιρος ο Μανώλης Αναγνωστάκης που έγραφε το «Φοβάμαι» για όλους εκείνους που
έμειναν αμέτοχοι στο έγκλημα της Χούντας αλλά και για όλους εκείνους που
κράτησαν κλειστές τις πόρτες τους πριν από 48 χρόνια, εκείνη την μαύρη, αλλά
τόσο λαμπερή νύχτα της ελληνικής ιστορίας.
«Φοβάμαι τους ανθρώπους
που με καταλερωμένη τη φωλιά
πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες
στη δική σου.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που σου ‘κλειναν την πόρτα
μην τυχόν και τους δώσεις
κουπόνια
και τώρα τους βλέπεις στο
Πολυτεχνείο
να καταθέτουν γαρίφαλα και να
δακρύζουν….
Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς
ανθρώπους.
Φέτος φοβήθηκα ακόμα
περισσότερο.»
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου