γράφει η Αρχοντία Κάτσουρα
«Επιτέλους, απογραφήκαμε» είπε
και αποθήκευσε το αρχείο με την απόδειξη ότι το «νοικοκυριό» της είχε
καταγραφεί πλήρως. Πόσοι κατοικούν μόνιμα στο σπίτι, αν κάποιοι κάποτε που
ζούσαν εκεί έφυγαν για το εξωτερικό, πόσοι δούλευαν και πόσοι όχι.
Και το σπίτι, πόσα δωμάτια έχει;
Το μπάνιο είναι λειτουργικό; Πώς θερμαίνεται το σπίτι τον χειμώνα και πώς
δροσίζεται το καλοκαίρι; Και το νοικοκυριό έχει αυτοκίνητα; Πόσα;
Εκλεισε τον υπολογιστή και γύρισε
λίγο το σπίτι. Ολα σωστά τα είχε πει: τόσοι άνθρωποι, τώρα, τόσα δωμάτια, τόσο
από αυτό και τόσο από εκείνο. Σκεφτόταν όσα δεν απογράφηκαν, πόσα ήρθαν και
πόσα έφυγαν τη δεκαετία που πέρασε.
Ανθρωποι ήταν πια μόνο
φωτογραφίες, αλλά εκείνη μερικές φορές έπιανε τη μυρωδιά τους στον χώρο, κι ας
είχε αλλάξει το σπίτι και ας είχε φρεσκοβαφτεί. Οι γωνίες του έκρυβαν μέρες
χαράς μεγάλης και μέρες λύπης που δεν μπορούσε πια να μετρηθεί. Ηρθε και έφυγε
(;) κι αυτή, άλλαξε μορφές και βρήκε κι αυτή τη γωνιά της.
Δεν καταλάβαινε γιατί αυτή η
απογραφή την είχε κουράσει τόσο. Αλλωστε όλα έγιναν τόσο εύκολα, τόσο γρήγορα,
τόσο απλά. Ούτε επισκέψεις απογραφέων, ούτε αγωνία μη χαθεί το ραντεβού, ούτε
τίποτα. Εκείνη, ο καφές της, οι πιτζάμες της και ο υπολογιστής της. Και οι
μοναδικοί αριθμοί ΑΦΜ και ΑΜΚΑ καθενός, οι ημερομηνίες γέννησης και τίποτα
άλλο, σχεδόν.
Μονάδες στο σύνολο μια χώρας που
δεν ξέρει πού πατάει και πού βρίσκεται. Αριθμοί στατιστικής: τόσοι ήμασταν,
τόσοι γίναμε, τόσους χάσαμε και τόσους κερδίσαμε... Σε λίγες ημέρες θα έβγαινε
και ο λογαριασμός, με τα κατάλληλα συμπεράσματα. Θα βγουν οι στατιστικολόγοι
και θα εξηγήσουν τα εύκολα πώς και γιατί και θα επιφυλαχθούν για τα άλλα, τα
σημαντικά.
Κάποια πάντως δεν μπορούν να
απογραφούν, ούτε να περιγραφούν συχνά με λόγια: πόσες γιορτές και πόσα κλάματα
φιλοξένησαν τα δωμάτια κάθε σπιτιού, πόσα γεννητούρια και πόσες κηδείες, πόσα
βιβλία στοιβάχτηκαν στις βιβλιοθήκες τους και πόσες μουσικές ακούστηκαν. Αν
γράφτηκαν ποιήματα μέσα σ’ αυτούς τους τοίχους και τι ήταν αυτό που τα
ενέπνευσε. Πόσα τραγούδια σιγοψιθυρίστηκαν ή ακούστηκαν φωναχτά τα πρωινά της
Κυριακής και γιατί μιλούσαν. Ποια ήταν η λέξη στους στίχους τους που γέννησε τα
βαθύτερα συναισθήματα και ποια η νότα που προκάλεσε εκείνο το ρίγος στη
ραχοκοκαλιά που λόγια και χρώματα δεν υπάρχουν να το εξηγήσουν.
Πόσοι άνθρωποι είναι εκεί, αλλά
είναι περισσότερο απόντες από ποτέ. Και ποιες ανθρώπινες σκιές γεμίζουν τις
χαραμάδες στα παράθυρα της μνήμης. Πόση αγωνία και πόσα προβλήματα και πόσος
κόπος και πόσες -αν υπήρξαν- στιγμές ανέλπιστης τύχης σε έφεραν εκεί που είσαι
τώρα. Τι σε απασχολεί και τι σε φοβίζει για το μέλλον, τι θα ’θελες να κάνεις
αύριο και πού θέλεις να βρίσκεσαι σε 10 χρόνια.
Αλλά και τα όνειρα που οι
άνθρωποι δεν έφεραν εις πέρας, κι ας είχαν σχεδιαστεί με τη μεγαλύτερη
λεπτομέρεια στο τραπεζάκι του σαλονιού και ζωγραφίστηκαν με φωτεινές αποχρώσεις
κάποια βράδια σ’ ένα στενό μπαλκόνι, συντροφιά με ένα κρασί ή ένα κρύο τσάι.
Πόσα χαμόγελα τότε, πόση παραίτηση μετά...
Ομως αυτά δεν είναι δουλειά του
απογράφου, ούτε φυσικά του εντολέα του. Αλλη είναι η δική τους η δουλειά:
τακτική, μεθοδική, βάσει μαθηματικών μοντέλων και επιστημονικών μεθόδων.
Αυτά σκεφτόταν όταν γύρισε στο
γραφείο. Φύλαξε σε ένα συρτάρι το έγγραφο με τον κωδικό της απογραφής, έλεγξε
ξανά το αποθηκευμένο έγγραφο με τις βεβαιώσεις και πήγε στο σαλόνι. Εξω είχε
σκοτεινιάσει, ο ουρανός ήταν βαρύς, προμήνυε βροχή, όπως όλα τα τελευταία
βράδια.
Αποφάσισε να φτιάξει με ζεστή
σούπα με τραχανά -ο τελευταίος που είχε απομείνει από εκείνον τον παλιό, τον
καλό, που τον φύλαγε για τις ώρες της παρηγοριάς. Θα του έριχνε και λίγο
κόκκινο πιπέρι. Και πιο αργά θα πήγαιναν όλοι να κοιμηθούν: όσοι υπήρχαν ακόμη
και όσοι έφυγαν. Αλλά αυτό δεν θα το κατέγραφε κανείς.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου