γράφει η Κυριακή Μπεϊόγλου
Μια φορά κι έναν καιρό, όταν οι
άνθρωποι έπαιρναν τον δρόμο της μετανάστευσης, τα τραγούδια ήταν φυλαχτά. Εδώ
λοιπόν, ακριβώς στο αριστερό μέρος του στήθους, όπου βρίσκεται το όργανο που
μας κρατά ζωντανούς, στο μέρος της καρδιάς, καθένας κρατούσε ένα τραγούδι από
τον τόπο του ή ένα λαϊκό τραγούδι.
Οι άνθρωποι χώριζαν γιατί δεν
υπήρχε άλλος τρόπος να ζήσουν στη μετεμφυλιακή Ελλάδα που τους απόδιωχνε. Ενα
γράμμα πού και πού κι ένα τηλέφωνο στο μπακάλικο της γειτονιάς πολύ αργότερα,
αν υπήρχε κι αυτό. Το τραγούδι όμως ταξίδευε από στόμα σε στόμα και γινόταν
μήνυμα ακριβό. Ξεχωριστό για τον καθένα. Εγραψα στην αρχή «μια φορά κι έναν
καιρό» γιατί φαντάζει σαν ένα σκληρό παραμύθι. Τα νέα παιδιά δεν πιστεύουν σε
παραμύθια, «δεν γίνονται αυτά», λένε συχνά. Αν τους πεις να διαβάσουν βιβλία
δεν θα το κάνουν και σίγουρα δεν διαβάζουν βιβλία ιστορικά. Ακούν όμως τα
τραγούδια. Και πολλές φορές αν πρέπει, αν έτσι τα φέρει η ζωή, θα ακούσουν ένα
τραγούδι παλιό. Κι ίσως έτσι αισθανθούν τους ανάλγητους χρόνους εκείνους, ίσως
αισθανθούν το αεράκι που φυσούσε στην αποβάθρα ενός αποχαιρετισμού, την αγωνία
και την υπόσχεση μιας αιώνιας αγάπης που άλλοτε έβρισκε τον δρόμο του γυρισμού
άλλοτε ξέμενε ανεκπλήρωτη στον ξένο τόπο. Το δικό τους τραγούδι ήταν η
«Μανώλια». Τεράστια επιτυχία της εποχής εκείνης με τη φωνή του Καζαντζίδη να
αποχαιρετά ξεριζωμένους ανθρώπους που ξεκινούσαν για έναν άγνωστο τόπο
αφήνοντας πίσω την ψυχή τους.
Οι μεγαλύτεροι της οικογένειας το
έβαλαν ξανά αυτές τις μέρες στους μικρότερους: «Γλυκιά μου αγάπη έχε γεια, θα
ζούμε τώρα χώρια… Να μην ξεχάσεις μια καρδιά που σ’ αγαπά, Μανώλια. Εκεί που
πας μακριά στα έρημα τα ξένα. Να μ’ έχεις πάντα στην ψυχή, όπως κι εγώ εσένα».
Στα παιδιά φάνηκαν δραματικές οι
πρώτες νότες. Τα λόγια του Βίρβου μπόρεσαν περισσότερο να τα καταλάβουν
κοιτώντας τα μάτια του παππού τους που αποχαιρετούσε τη γυναίκα του για πάντα.
Η φωνή του Καζαντζίδη τούς φάνηκε σήμερα αλλόκοτη, απόκοσμη και παράξενα
παρηγορητική. Κι ας τον είχαν αποδομήσει σε δεκάδες κουβέντες με τους γονείς
τους, αφού εκείνα άκουγαν τραπ και καταγγελτική ραπ. Σήμερα όλα ήταν αλλιώς.
Αντεξαν να το ακούσουν μόνο μια φορά. Το ίδιο κι ο παππούς τους. Με έναν
παράξενο τρόπο από εκείνη τη στιγμή η Μανώλια έγινε και δικό τους φυλαχτό. Εδώ
πάντα, στο μέρος της καρδιάς.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου