Κυριακή 14 Νοεμβρίου 2021

Εποχιακός εφιάλτης

 


γράφει ο Θωμάς Τσαλαπάτης

 

 

Ο εφιάλτης απέκτησε περιοδικότητα και έγινε οικείος. Μας καλωσορίζει καθώς τον πλησιάζουμε και ξέρει τα πρόσωπά μας.

Συναντάς γνωστούς που έχεις καιρό να συναντήσεις. Φίλους, οικείους ή απλά ανθρώπους που είχες ξεχάσει και σε είχανε ξεχάσει. Και μιλάς μαζί τους με την έκπληξη του απρόσμενου, την ένταση αυτή που επιβεβαιώνει πως ο συνομιλητής σου όντως υπάρχει και ταυτόχρονα πως και εσύ όντως υπάρχεις για αυτόν. Και ύστερα και οι δυο θυμάστε. Πώς γνωριστήκατε πρώτη φορά, πότε ήταν η τελευταία φορά που συναντηθήκατε.

 

Και στο σημείο αυτό κάνετε και οι δυο μια αβέβαιη πρόσθεση. Και όλους αυτούς τους τελευταίους μήνες το αποτέλεσμα της πρόσθεσης σας ξαφνιάζει εξίσου: «Πότε πέρασε τόσος καιρός; Είναι όντως τόσο πολύ;». Και στη συνέχεια κάπως καθησυχάζει ο ένας τον άλλο: «Ελα μωρέ, τα δυο τελευταία χρόνια δεν μετράνε».

 

Τα δυο τελευταία χρόνια. Σαν μια τρύπα από τσιγάρο που ξεχάστηκε στις σελίδες του ημερολογίου. Η ανάμνηση ως αποτέλεσμα πυρκαγιάς που άφησε ελάχιστα πίσω. Η ανία και το κοινότοπο ως καθημερινή άσκηση στο ελάχιστο. Χωρίς γεγονότα για να αγκιστρωθείς, χωρίς περιστατικά για να ανακαλέσεις. Κλεισούρα, ματαιότητα και ένας υγειονομικός εφιάλτης να πολιορκεί αυτό που ονομάζαμε ζωή.

Και η κουβέντα πάντοτε προχωρά: «Ρε γαμώτο, πώς ζούμε έτσι…» και στη συνέχεια με μαθηματική ακρίβεια φτάνετε στο σημείο των προβλέψεων για το μέλλον που πλησιάζει. Γιατί το ίδιο απεύχεστε και το ίδιο φοβάστε. Και λίγο ή πολύ είστε και οι δυο βέβαιοι για το κοινό αποτέλεσμα. Γι' αυτή την επανάληψη που κοντοζυγώνει και διαρκώς αρπάζει. Για την καραντίνα, τον εγκλεισμό και την αριθμητική της απώλειας.

 

Και ακόμη και αν δεν είστε σίγουροι πως οι συνθήκες θα είναι ίδιες και οι δυο πιστεύετε πως αυτό που θα έρθει θα είναι κάποια παραλλαγή τους. Γιατί ο εφιάλτης απέκτησε περιοδικότητα και έγινε οικείος. Μας καλωσορίζει καθώς τον πλησιάζουμε και ξέρει τα πρόσωπά μας. Μυρίζει την εξάντληση όπως τα σκυλιά τον φόβο και διαρκώς γαβγίζει ώστε να διώξει μακριά τα σχέδιά μας.

 

Και σε κάποιο σημείο αποχωρίζεστε ευχόμενοι στους άλλους αυτό που στην πραγματικότητα εύχεστε για τον εαυτό σας. Να περάσει αυτό το πράγμα. Να μην είναι και φέτος όμοια με τα δυο χρόνια που μας έκλεψαν από τα ημερολόγια. Και ύστερα καμιά φορά σκέφτεσαι πότε θα τους ξαναδείς τυχαία. Πόσος χρόνος θα έχει περάσει και τι πυκνότητα θα έχει ο χρόνος αυτός. Και πόσο οι συνομιλητές σου έχουνε αλλάξει. Οχι από τα χρόνια που πέρασαν χωρίς συνάντηση. Αλλά από τα χρόνια που έπονται. Από τις ακυρωμένες αυριανές συναντήσεις μέσα σε μια αμφίβολη εποχή.

 

Οι άνθρωποι γερνούν -όχι πραγματικά αλλά δυνητικά- μέσα σε μια τέτοια συνθήκη. Οταν τους κοιτάς κουβαλούνε πάνω τους τα χρόνια αυτά που θα κάνεις να τους ξαναδείς σε ένα μέλλον γεμάτο απαγορεύσεις, περιορισμούς και απογοητεύσεις. Χανόμαστε. Και χάνουμε διαρκώς.

 

Να περάσει αυτό το πράγμα. Να μην είναι και φέτος όμοια με τα δυο χρόνια που πέρασαν. Και ύστερα βλέπεις τις ίδιες μαλακίες. Καμία κουβέντα για ενίσχυση του συστήματος υγείας, καμία κουβέντα για τα μέσα μεταφοράς, κανένας περιορισμός στις εκκλησίες. Η ίδια κοροϊδία, τα ίδια λάθη. Αλλά τα λάθη που επαναλαμβάνονται δεν είναι λάθη. Είναι εγκλήματα. Γιατί το αποτέλεσμα είναι γνωστό και το επιτρέπουν. Γιατί όλοι ξέρουν πως ξέρουμε και μεις ξέρουμε πως ξέρουν, μα τίποτα δεν αλλάζει.

 

Και ύστερα καταλαβαίνεις πως ο εφιάλτης δεν προκύπτει από τις αντικειμενικές συνθήκες αλλά από τις δύο παραμέτρους που τον ορίζουν. Από τη μία η πηχτή αντιεμβολιαστική βλακεία και η έλλειψη ενσυναίσθησης και κοινωνικής αλληλεγγύης. Και από την άλλη ο αυταρχισμός, η υποκρισία και ο κοινωνικός κανιβαλισμός όπου ο υπεύθυνος επιλέγει φταίχτες να δείξει και να κατηγορήσει. Και μαζί με αυτά η εξάντληση, η έλλειψη αντίδρασης, τα ατροφικά κοινωνικά αντανακλαστικά της διεκδίκησης. Η στασιμότητα ενώ η ροή του χρόνου αρχίζει και πάλι να χάνεται και τα πραγματικά περιστατικά που ορίζουν τις ζωές μας αρχίζουν και πάλι να εκλείπουν. Ξεφυσάς. Και το μόνο που σε παρηγορεί είναι αυτή η πεποίθηση πως στις κοινωνίες πάντοτε η απόστασή μας από την πυρκαγιά αντιστοιχεί σε μία σπίθα.

   

0 comments :

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *