γράφει η Αρχοντία Κάτσουρα
Η πρώτη πραγματικά κρύα νύχτα του
Νοέμβρη ήρθε με έναν αέρα που φυσούσε λυσσασμένα έπειτα από ένα πρωτόγνωρο
καλοκαιράκι, με 25 βαθμούς, δυνατό ήλιο και σκόνη από την Αφρική. Από νωρίς
εκείνη την ημέρα φαινόταν ότι ο καιρός -επιτέλους- άλλαζε. Δεν της άρεσαν οι
παράταιρες κλιματικές συνθήκες.
Το φθινόπωρο ήθελε να είναι
φθινόπωρο, ο χειμώνας χειμώνας και ούτω καθ’ εξής. Αλλά τα τελευταία χρόνια ο
όρος κανονικότητα -πολύ του συρμού το τελευταίο διάστημα- δεν ταίριαζε με το
κλίμα. Είχαν μαλώσει και είχαν χωρίσει τα τσανάκια τους. Με ευθύνη τρίτων, όπως
γίνεται συνήθως. Των ανθρώπων, που στην προσπάθεια να το παίξουν θεοί, άλλαξαν
τα φώτα στον πλανήτη: αχόρταγοι, αμετροεπείς, άπληστοι.
Οταν έκλεισε τα παράθυρα το
βράδυ, πριν πάει για ύπνο, ο ουρανός ήταν γκρίζος. Ολη μέρα είχε συννεφιά. Ο
ήλιος ίσα που διακρινόταν το μεσημέρι σαν θολή φωτεινή σφαίρα πίσω από μια
κουρτίνα. «Μπορεί να βρέξει», σκέφτηκε και η ιδέα αυτή της φάνηκε ωραία. Ισως
έτσι να καθάριζε ο ουρανός, να ξεπλενόταν ο τόπος από τη σκόνη.
Δεν έβρεξε τελικά… Αργά μέσα στη
νύχτα την ξύπνησε ένας κρότος. Η πλαστική πολυθρόνα που είχε αφήσει στο
μπαλκόνι για να κάθεται πότε πότε έπεσε από τον αέρα που τράνταζε την τέντα,
ενώ ακούστηκε και κάτι να σπάει.
Τρόμαξε και πετάχτηκε πάνω. Οταν
συνειδητοποίησε, μετά την πρώτη αντίδραση, τι συνέβαινε σκέφτηκε να βγει έξω.
Το μετάνιωσε όμως. Εκανε και κρύο… «Ηρθε ο βοριάς» σκέφτηκε. «Ποιος ξέρει τι θα
βρω το πρωί…».
Προσπάθησε να αποκοιμηθεί ξανά,
αλλά δυσκολευόταν. Εβαλε το ραδιόφωνο, με ακουστικά για να μην ενοχλεί, και
έκλεισε τα μάτια. Ο σταθμός έπαιζε ένα μείγμα ελληνικής και ξένης μουσικής,
λίγο από σινεμά, λίγο από Ευρώπη, λίγο από Λατινική Αμερική. Κι έτσι αργά που
ήταν, με σβηστά τα φώτα, χαλάρωσε τόσο που ξέχασε τι ώρα ήταν και τι ώρα έπρεπε
να ξυπνήσει το πρωί. Το ξυπνητήρι θα την έκανε τη δουλειά του…
Είχε σχεδόν αποκοιμηθεί όταν την
επανέφεραν οι νότες μιας κιθάρας και ο γνωστός ρυθμός ενός τραγουδιού που την
είχε κάνει να ριγήσει πολλά χρόνια πριν καταλάβει τα λόγια του. Και βέβαια, η
μνήμη μιας ταινίας μαγικής - της πρώτης που ήταν αφιερωμένη στις πολύχρωμες
γυναίκες αυτού του κόσμου. «Ψηλά τακούνια» και η φωνή της Λουθ Κασάλ να
σπαράζει όταν τραγουδά «Piensa en mí».
Ανθρωποι, κυρίως γυναίκες,
γεμάτοι πάθη, που εκπέμπονται στο χρώμα των ρούχων τους, στην υπερβολή του
μακιγιάζ τους, στην ψευδαίσθηση και στο μυστήριο των ζωών τους. Τόσο ξένες (;)
και τόσο μακρινές (;) από τις δικές μας. Αποκοιμήθηκε τελικά με ένα ελληνικό
τάνγκο, κι αυτό από ταινία, ελληνική αυτήν τη φορά.
Το κατάλαβε το πρωί, γιατί ξύπνησε
με τους στίχους του στο μυαλό της. Κρύωνε πάλι, αλλά το ξυπνητήρι δεν άφηνε
περιθώρια για τεμπελιά.
Οταν άνοιξε τα παράθυρα, στο
μπαλκόνι επικρατούσε το χάος. Δυο μεγάλες γλάστρες είχαν πέσει και το χώμα είχε
σκορπίσει παντού. Μια τρίτη είχε ραγίσει, ενώ όλος ο τόπος είχε γεμίσει από
κιτρινισμένα φύλλα. Με τόσο αέρα, δεν μπόρεσαν να κλέψουν λίγη ζωή ακόμη από
τις ακακίες.
Ενιωσε μια ξαφνική κούραση, μόνο
στην ιδέα ότι έπρεπε να τα μαζέψει όλα αυτά, με τόσες άλλες δουλειές να
τρέχουν. Εδωσε στον εαυτό της ένα τεταρτάκι για να πιει έναν καφέ. Και άνοιξε
πάλι το ραδιόφωνο. Και τι ωραίο θαύμα ήταν αυτό. Μόλις ξεκινούσε μια ονειρική
εκτέλεση του «La Llorona» που την έκανε να χαμογελάσει. Εντάξει, η μέρα δεν
ξεκινούσε και τόσο άσχημα. Θα είχε λίγο από το χρώμα των ανθρώπων του Αλμοδόβαρ
και λίγο από το κλάμα της Llorona, της γυναίκας που κλαίει υπό τον ήχο μιας
ακουστικής κιθάρας.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου