Δευτέρα 31 Ιανουαρίου 2022

128 νεκροί (ανακοίνωσαν 119) τις τελευταίες 24 ώρες από κορωνοϊό - Η γεωγραφική κατανομή των κρουσμάτων.!

 


Στους 128 ανέρχονται οι νεκροί από τις τελευταίες 24 ώρες από κορωνοϊό, ωστόσο κυβέρνηση και ΕΟΔΥ συνεχίζοντας  τις «μαϊουδιές» στην καταμέτρηση ανακοίνωσαν 119 νεκρούς. Ωστόσο την Κυριακή (30/1) στην επίσημη ανακοίνωση του, ο ΕΟΔΥ έκανε λόγο για συνολικά 23.372 θανάτους και σήμερα Δευτέρα (31/1) για 23.500 νεκρούς, αλλά στην επίσημη ανακοίνωση του δίνει 119 θύματα και όχι 128 όπως προκύπτει από τα δικά του επίσημα στοιχεία.

 

Σε κάθε περίπτωση τα εφιαλτικά στοιχεία για τους νεκρούς της πανδημίας αποτυπώνουν ότι βρίσκεται σε εξέλιξη ένα διαρκές έγκλημα σε βάρος της υγείας του λαού από μια κυβέρνηση που αδιαφορεί πλήρως για τις ανθρώπινες απώλειες και σχεδιάζει το πέρασμα στην …«κανονικότητα» όπως προκλητικά δήλωσε σήμερα ο υπουργός Υγείας Θάνος Πλεύρης.  

 

 

Ο ελληνικό λαός γίνεται καθημερινός μάρτυρας μιας δολοφονικής διαχείρισης της πανδημίας από την κυβέρνηση Μητσοτάκη, η οποία έχει δημιουργήσει εκατόμβη νεκρών.

 

Την ίδια στιγμή σύμφωνα πάντα με τα στοιχεία που δημοσιοποιεί ο ΕΟΔΥ καταγράφηκαν 19.731 νέα κρούσματα το τελευταίο 24ωρο  ενώοι διασωληνωμένοι με κορωνοϊό στις μονάδες εντατικής θεραπείας είναι 576.

 

Υπενθυμίζεται, ότι χθες (30/1) καταγράφηκαν στη χώρα 11.124 κρούσματα, ενώ 571 ήταν οι διασωληνωμένοι και 97 οι ημερήσιες απώλειες.

 

Η ανακοίνωση του ΕΟΔΥ

 

 

«Τα νέα εργαστηριακά επιβεβαιωμένα κρούσματα της νόσου που καταγράφηκαν τις τελευταίες 24 ώρες είναι 19.731 , εκ των οποίων 58 εντοπίστηκαν κατόπιν ελέγχων στις πύλες εισόδου της χώρας. Ο συνολικός αριθμός των κρουσμάτων ανέρχεται σε 1.940.723 (ημερήσια μεταβολή +1.0%), εκ των οποίων 49.8% άνδρες. Με βάση τα επιβεβαιωμένα κρούσματα των τελευταίων 7 ημερών, 431 θεωρούνται σχετιζόμενα με ταξίδι από το εξωτερικό και 1.856 είναι σχετιζόμενα με ήδη γνωστό κρούσμα.

 

Οι νέοι θάνατοι ασθενών με COVID-19 είναι 119, ενώ από την έναρξη της επιδημίας έχουν καταγραφεί συνολικά 23.500 θάνατοι. Το 95.0% είχε υποκείμενο νόσημα ή/και ηλικία 70 ετών και άνω.

 

Ο αριθμός των ασθενών που νοσηλεύονται διασωληνωμένοι είναι 576 (60.8% άνδρες). Η διάμεση ηλικία τους είναι 66 έτη. To 83.9% έχει υποκείμενο νόσημα ή/και ηλικία 70 ετών και άνω. Μεταξύ των ασθενών που νοσηλεύονται διασωληνωμένοι, 452 (78.47%) είναι ανεμβολίαστοι ή μερικώς εμβολιασμένοι και 124 (21.53%) είναι πλήρως εμβολιασμένοι. Από την αρχή της πανδημίας έχουν εξέλθει από τις ΜΕΘ 4.035 ασθενείς. Οι εισαγωγές νέων ασθενών Covid-19 στα νοσοκομεία της επικράτειας είναι 398 (ημερήσια μεταβολή -18.78%). Ο μέσος όρος εισαγωγών του επταημέρου είναι 433 ασθενείς. Η διάμεση ηλικία των κρουσμάτων είναι 35 έτη (εύρος 0.2 έως 106 έτη), ενώ η διάμεση ηλικία των θανόντων είναι 78 έτη (εύρος 0.2 έως 106 έτη).».

 

Η κατανομή των κρουσμάτων κορωνοϊού σε όλη τη χώρα:

ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ 355

 

 

ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ 735

 

 

ΑΝΔΡΟΥ 6

 

ΑΡΓΟΛΙΔΑΣ 179

 

ΑΡΚΑΔΙΑΣ 145

 

 

ΑΡΤΑΣ 186

 

ΑΧΑΪΑΣ 697

 

ΒΟΙΩΤΙΑΣ 149

 

ΒΟΡΕΙΟΥ ΤΟΜΕΑ ΑΘΗΝΩΝ 725

 

ΓΡΕΒΕΝΩΝ 54

 

ΔΡΑΜΑΣ 146

 

ΔΥΤΙΚΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ 346

 

ΔΥΤΙΚΟΥ ΤΟΜΕΑ ΑΘΗΝΩΝ 727

 

ΕΒΡΟΥ 492

 

ΕΥΒΟΙΑΣ 298

 

ΕΥΡΥΤΑΝΙΑΣ 17

 

ΖΑΚΥΝΘΟΥ 117

 

ΗΛΕΙΑΣ 209

 

ΗΜΑΘΙΑΣ 239

 

ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ 765

 

ΘΑΣΟΥ 25

 

ΘΕΣΠΡΩΤΙΑΣ 108

 

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 2.133

 

ΘΗΡΑΣ 72

 

ΙΚΑΡΙΑΣ 1

 

ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ 343

 

ΚΑΒΑΛΑΣ 204

 

ΚΑΛΥΜΝΟΥ 97

 

ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ 117

 

ΚΑΡΠΑΘΟΥ 14

 

ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ 100

 

ΚΕΑΣ – ΚΥΘΝΟΥ 5

 

ΚΕΝΤΡΙΚΟΥ ΤΟΜΕΑ ΑΘΗΝΩΝ 1.528

 

ΚΕΡΚΥΡΑΣ 318

 

ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑΣ 85

 

ΚΙΛΚΙΣ 88

 

ΚΟΖΑΝΗΣ 176

 

ΚΟΡΙΝΘΙΑΣ 291

 

ΚΩ 104

 

ΛΑΚΩΝΙΑΣ 111

 

ΛΑΡΙΣΑΣ 403

 

ΛΑΣΙΘΙΟΥ 169

 

ΛΕΣΒΟΥ 313

 

ΛΕΥΚΑΔΑΣ 77

 

ΛΗΜΝΟΥ 51

 

ΜΑΓΝΗΣΙΑΣ 283

 

ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ 302

 

ΜΗΛΟΥ 19

 

ΜΥΚΟΝΟΥ 38

 

ΝΑΞΟΥ 46

 

ΝΗΣΩΝ 104

 

ΝΟΤΙΟΥ ΤΟΜΕΑ ΑΘΗΝΩΝ 648

 

ΞΑΝΘΗΣ 232

 

ΠΑΡΟΥ 16

 

ΠΕΙΡΑΙΩΣ 935

 

ΠΕΛΛΑΣ 185

 

ΠΙΕΡΙΑΣ 305

 

ΠΡΕΒΕΖΑΣ 128

 

ΡΕΘΥΜΝΟΥ 221

 

ΡΟΔΟΠΗΣ 382

 

ΡΟΔΟΥ 377

 

ΣΑΜΟΥ 98

 

ΣΕΡΡΩΝ 164

 

ΣΠΟΡΑΔΩΝ 11

 

ΣΥΡΟΥ 11

 

ΤΗΝΟΥ 2

 

ΤΡΙΚΑΛΩΝ 182

 

ΦΘΙΩΤΙΔΑΣ 115

 

ΦΛΩΡΙΝΑΣ 66

 

ΦΩΚΙΔΑΣ 33

 

ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ 246

 

ΧΑΝΙΩΝ 465

 

ΧΙΟΥ 134

 

ΥΠΟ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ 402

 

Ο πίνακας του ΕΟΔΥ με τα κρούσματα ανά περιοχή:

 




πηγή

Μετεωρολόγος (στον ΣΚΑΪ) ενημερώνει: «Χιονίζει και μέρα. Συμβαίνει κι αυτό»!

 


«Μπορώ να πω δύο πράγματα γιατί κοντεύω να ξεχάσω κι αυτά που έχω μάθει. Βρέχει και χιονίζει όταν έρχεται ένα βαρομετρικό χαμηλό. Δεν θα του πω εγώ πότε θα έρθει, όποτε θέλει έρχεται. Το τελευταίο ήρθε μέρα. Χιονίζει και μέρα. Συμβαίνει και αυτό», ενημέρωσε  σήμερα η μετεωρολόγος (στον ΣΚΑΪ), Χριστίνα Σούζη.

 

Να υπενθυμίσουμε ότι ο πρωθυπουργός της χώρας, Κυριάκος Μητσοτάκης, ισχυρίστηκε από τη Βουλή πως «το χιόνι έπεσε μέρα μεσημέρι, συνήθως πέφτει βράδυ»! Μάλλον πρέπει να τον αφορούν αυτά που είπε η κ. Σούζη. Ας δει το βίντεο.   





 πηγή

Μάνος Χατζιδάκις: Το ρεμπέτικο, θεμέλιος λίθος της λαϊκής μουσικής

 


Στις 31 Ιανουαρίου 1949 δόθηκε από τον Μάνο Χατζιδάκι στο Θέατρο Τέχνης η ιστορική διάλεξη για το ρεμπέτικο. Στη διάλεξη αυτή, που θεωρείται ορόσημο για την αναγνώριση του ρεμπέτικου, ο 24χρονος τότε συνθέτης μέσα στη δίνη του εμφυλίου, μίλησε με τόλμη και σαφήνεια για την ιδεολογία και την αισθητική αυτών των «περιφρονημένων» τραγουδιών, προβάλλοντάς τα ως «μια τέχνη γνησίως και μοναδικά ελληνική».

 

Ήταν η εποχή που το ρεμπέτικο εξαπλωνόταν στις λαϊκές γειτονιές, αλλά οι αστοί το χλεύαζαν και η πολιτική εξουσία της δεξιάς το κυνηγούσε.

 

Ο Μάνος Χατζιδάκις τόλμησε να χαρακτηρίσει το ρεμπέτικο ως θεμέλιο λίθο της σύγχρονης ελληνικής λαϊκής μουσικής. Παρουσίασε, μάλιστα, τον Μάρκο Βαμβακάρη και τη Σωτηρία Μπέλλου, που τραγούδησαν μπροστά στο έκπληκτο κοινό του Θεάτρου Τέχνης. Η διάλεξη αυτή προκάλεσε αντιδράσεις από το πνευματικό και πολιτικό κατεστημένο. Η αστυνομία ειδοποίησε τη μητέρα του Χατζιδάκι να προσέχει για λίγο καιρό ο γιος της όταν κυκλοφορεί στη γειτονιά τους, στο Παγκράτι.

 

Η ομιλία

 

«Θα ήθελα προκαταβολικά να σας πληροφορήσω, πως μ’ όλη μου την καλή διάθεση, δεν είμαι σε θέση να πω, ούτε καινούργια πράγματα, ούτε κι όσα μιλήσω απόψε να τα δώσω με σοφία. Θα προσπαθήσω όμως, κι όσο μπορώ πιο καλά, να σας μεταδώσω αυτό που με κάνει να ζω και να βλέπω την αξία του μέχρι σήμερα περιφερόμενου λαϊκού σκοπού της πόλης.

 

Τώρα, αν τούτη η πανηγυριώτικη ομιλία για το ρεμπέτικο, γινόταν πριν δυο χρόνια, ίσως να ΄χε κάπως διαφορετικό χαρακτήρα, δηλαδή να ΄ταν, πιο μεροληπτική –μπορούμε να πούμε – και συγχρόνως πιο ενθουσιαστική για το θησαυρό που κλείνουν οι ρυθμοί του ζεϊμπέκικου και του χασάπικου. Δεν θα μπορούσαμε ίσως να ξεφύγουμε από τη γοητεία του γυαλένιου ήχου ενός μπουζουκιού για να κοιτάξουμε το θέμα μας στη ρίζα του κι ακόμη να μείνουμε όσο χρειάζεται ψυχροί κι αντικειμενικοί για μια τέτοια δουλειά. Αυτό -θα πείτε- μπορεί να γίνει σήμερα; Είναι κάτι που δεν μπορώ να προεξοφλήσω με βεβαιότητα. Όσο νά ΄ναι όμως, η μεγάλη διάδοση που πήρε τα δύο τελευταία χρόνια το ρεμπέτικο, μας αφήνει περιθώριο για μια τέτοια, επικίνδυνα πρώιμη, ομολογώ εργασία.

 

Το ρεμπέτικο, κι αυτό είναι γεγονός αναμφισβήτητο, έχει πια επιβάλλει τη δύναμή του, λίγο - πολύ σ΄ όλους μας, είτε θετικά, είτε αρνητικά, είτε δηλαδή γιατί το παραδεχόμαστε, είτε όχι, ενώ συγχρόνως βλέπουμε να έχει δημιουργηθεί γύρω του μια επιπόλαιη κατάσταση μόδας, που μας κάνει ν’ αντιδρούμε δικαιολογημένα σ’ αυτήν και ν’ αμφιβάλλουμε για τη μελλοντική και ποιοτική εξέλιξη του είδους. (Εδώ πέρα βέβαια παίρνω σαν δεδομένο την ποιοτική του αξία). Και στον τόπο μας καθώς κι έξω, όλα περνούν απ’ αυτήν την περίοδο που ονομάζουμε μόδα. Μήπως απέφυγε κάτι τέτοιο το δημοτικό μας τραγούδι πριν 50 χρόνια, σαν φούντωνε το κίνημα των δημοτικιστών; Κι ακόμη πριν δύο χρόνια, το ίδιο δεν είχε συμβεί με τις λαϊκές εικαστικές τέχνες, όπου ο Θεόφιλος και ο Παναγής Ζωγράφος προβάλλονται στο ίδιο πλάνο με τον Χατζηκυριάκο-Γκίκα;

 

Ποιος μπορεί να σταματήσει μια τέτοια κατάσταση, κι ακόμη ποιος μπορεί να μην παραδεχτεί ίσως την αναγκαιότητα αυτήν της περιόδου μόδας -ας την πούμε- ωσότου τα πράγματα κατασταλάξουν κι έλθουν στη φυσική τους θέση; Το ίδιο πρέπει -νομίζω- να περιμένουμε και με τα ρεμπέτικα. Γιατί θά ΄ναι κάπως ανόητο αν νομίσουμε, ότι ο χασάπικος μπορεί ή πάει ν΄ αντικαταστήσει το ταγκό. Οι λαϊκοί τούτοι ρυθμοί έχουν κάτι πολύ, περισσότερο απ’ όσο χρειάζεται για να καλυφθούν οι βραδινές μας διασκεδαστικές ώρες - άσχετα αν αυτός ο χαρακτήρας επιβάλλεται κι επικρατεί στις λαϊκές τάξεις. Ύστερα για μας θά ΄ναι μεγάλο ψέμα αν ισχυρισθούμε ότι είναι δυνατόν να εκδηλωθούμε μ’ αυτούς τους τόσο γυμνούς κι απέριττους ρυθμούς. Κάτι τέτοιο μόνο για αυτούς, που με κρασί ή με άλλα μέσα, στέλνουν στο διάβολο - που λεν- κάθε κοινωνικό φραγμό και κάθε σύμβαση, έστω και για μια ώρα.

 

Παρατηρώντας όμως μια ιδιότητα αυτών των ρυθμών, ήδη δημιουργείται μέσα μας ένας θαυμασμός για τη δύναμη που περιέχουν και που μας κινεί το ενδιαφέρον να γνωρίσουμε από κοντά τούτη τη δύναμη που από ΄δω και πέρα λες και σαν μαγεία μας φέρνει σ΄ άμεση επαφή με το μελωδικό της στοιχείο. Αυτά όμως όλα κουράζουν σαν δεν τα δεις έξω απ' την καθημερινότητά τους. Κάθε απόπειρα που θα κινήσει να φέρει το ρεμπέτικο τραγούδι σε καθημερινή χρήση, και επιπόλαια και καταδικασμένη είναι.

 

Αλλά το ίδιο μήπως δεν συμβαίνει και με την άλλη μουσική, αυτήν που ονομάζουμε σοβαρή; Μπορεί κανείς να φανταστεί ποτές, πως μια βραδιά κεφιού του, είναι δυνατόν να την καλύψει με την Σονάτα 110 του Mπετόβεν; (Δικαιολογημένα τώρα ίσως να σας γεννηθεί απορία για τη σχέση που μπορεί να έχει το ρεμπέτικο με τον Μπετόβεν. Παρ΄ όλο που και αργότερα θα επανέλθω σε παρόμοιους παραλληλισμούς σας προειδοποιώ πως δεν υπάρχει απολύτως καμία σχέση).

 

Λοιπόν δεν νομίζω, πως ο σνομπισμός αυτός γύρω από το ρεμπέτικο τραγούδι είναι δυνατό να μας σταθεί εμπόδιο, για να κοιτάξουμε προσεκτικά την αξία του και ν΄αγαπήσουμε την αλήθεια και τη δύναμη που περιέχει. Αυτά τα τραγούδια είναι τόσο κοντινά σε μας και σε τέτοιο σημείο δικά μας, που δεν έχoμε νομίζω σήμερα τίποτ΄ άλλο για να ισχυριστούμε το ίδιο.

 

Μα πριν μπούμε σ' ένα αναλυτικότερο κοίταγμα του είδους αυτών των τραγουδιών, ας επιστρέψουμε για χατίρι μου σε μια κοντινή μα περασμένη πια εποχή και να δούμε μαζί εξελικτικά όλη την ποιητική ατμόσφαιρα, που συνθέτουν και δημιουργούν τα ρεμπέτικα, μέσα στην αυστηρή και δικιά τους περιοχή.

 

Κατοχή. Πάνω σε μια γυμνή και παγωμένη άσφαλτο με μοναδικό φωτισμό την ψυχρή όψη ενός φεγγαριού, προχωράμε μ' ένα φίλο. Ένας λεπτός μα διαπεραστικός ήχος μπουζουκιού καθρεφτίζεται -λες- μες στην άσφαλτο και μας ακολουθεί βήμα προς βήμα. Ο φίλος μου προσπαθεί να μου εξηγήσει τη διάθεση φυγής και την έντονη εμμονή σ΄αυτή τη διάθεση που κρατούν οι τέσσερις νότες του περιφερόμενου τότες τραγουδιού «Θα πάω εκεί στην αραπιά». Μάταια προσπαθούσε να μου μεταδώσει τη συγκίνησή του και να μου δείξει μαζί αυτό το αντίκρισμα που υπήρχε αυτής της «διάθεσης φυγής» - καθώς την ονόμαζε στην όλη δημιουργημένη ατμόσφαιρα της πολιτείας των Αθηνών. Του λόγου μου -κάπως δικαιολογημένα βλέπετε με τη μικρή μου τότες ηλικία- του έφερνα όλες μου τις αντιρρήσεις, κουβαλώντας γνωστά επιχειρήματα που ιδιαίτερα σήμερα χρησιμοποιούνται πάρα πολύ από Αθηναίους της ώριμης ηλικίας. Δηλαδή περί αγοραίου, φτηνού και χυδαίου είδους καθώς κι άλλα παρόμοια. Αυτός όμως επέμενε τονίζοντας την κάθε λέξη του σύμφωνα με το ρυθμό «Θα πάω εκεί στην αραπιά», θέλοντας ίσως να μου δώσει και μια ρυθμική επαλήθευση των όσων έλεγε πάνω στο τραγούδι.

 

Αργότερα ο ίδιος φίλος, στον ίδιο δρόμο, μου μιλούσε για κάτι καινούργιο. Μα τώρα ήταν καλοκαίρι και η άσφαλτος μύριζε. Το ίδιο σκοτάδι, μα η κάψα έλιωνε τις φωνές και τις έφτιαχνε μόνιμους ίσκιους στα σπίτια. Υπήρχε γύρω μας κάτι ρευστό. Μια καινούργια ρεμπέτικη κραυγή -καινούργια για μένα βέβαια- κυλούσε μ’ ένταση ανάμεσα στα στενά και βρώμικα πεζοδρόμια του Πειραιά και της Αθήνας. Ακούγαμε την πρώτη στροφή που έλεγε «Κουράστηκα για να σ΄ αποκτήσω αρχόντισσά μου μάγισσα τρανή». Κι ο φίλος μου εξηγούσε θίγοντας όλο τον ανικανοποίητο ερωτισμό που έπνιγε την ατμόσφαιρα. Ακόμα, προσπαθούσε να μου εξηγήσει το τραγικό στοιχείο του τραγουδιού που ερχόταν αντιμέτωπο σε μια εποχή που μόνο συνθήματα κυκλοφορούσαν τρέχοντας. Αργότερα πολύ, θά ΄βλεπα πόσην αλήθεια είχαν τα λόγια του, γιατί τότες ακόμη έπαιζα με τις πραγματικές αξίες ανυποψίαστος.

 

Περνούν μερικά χρόνια, πού η πυκνότητα της έντασης που περιείχαν τα έκαμε απέραντα. Πολλά συνέβησαν και συμβαίνουν στο μεταξύ. Έρχεται η απελευθέρωση και τινάζομε από πάνω μας τους Γερμανούς με την κατοχή τους. Παράλληλα η γενιά μου μεγαλώνει κατά πολλά χρόνια, έχοντας ξωπίσω της μια πολύ ισχυρή δοκιμασία. Και το ρεμπέτικο, αφού παίζει με πολύ και πηγαίο χιούμορ, σε ορισμένα διαλείμματα, γύρω από δραματικές περιπτώσεις μπαίνει με μεγαλύτερο άγχος μες στα βασικά και μεγάλα του θέματα: του έρωτα και της φυγής. Ένας ανικανοποίητος έρωτας που ξεκινάει από την πιο κυνική στάση και φτάνει με μια πρωτόγονη ένταση μέχρι τα πλατιά χριστιανικά όρια της αγάπης και μια φυγή που επιβάλλεται νοσηρά - θά ΄λεγα- από αδυναμία, μια που οι συνθήκες παραμένουν το ίδιο σκληρές σα μέταλλο στον άνθρωπο που κινάει για ν΄ αγαπήσει μ’ όλη του τη δύναμη κι όσο μπορεί περισσότερο.

 

Αυτή παραμένει βασικά η θεματολογία του ρεμπέτικου μέχρι τα σήμερα. Κι όσο αφελείς κι αν μας φαίνονται οι καταστάσεις αυτές καθ΄ εαυτές, δεν μπορούμε να αρνηθούμε στους εαυτούς μας τουλάχιστον, πως ο νοσηρός ερωτισμός που σκορπίζεται απ΄ τους ήχους ενός μακρόσυρτου ζεϊμπέκικου, δεν κυκλοφορεί κι ανάμεσά μας έστω και με διάφορα πολύπλοκα σχήματα, έστω ακόμα κι αν ξεκινάει από χίλιες διάφορες αιτίες.

 

Κι ερχόμαστε σε μια από τις πιο βασικές κατηγορίες που προβάλλουν «οι υγιείς ηθικολόγοι» για το ρεμπέτικο. «Είναι αρρωστημένο» λεν μ’ αυστηρότητα, «ενώ το δημοτικό τραγούδι, γεμάτο υγεία και λεβεντιά» και κινούν το κεφάλι με σημασία, ενώ είμαι βέβαιος πως το δημοτικό μας τραγούδι τους είναι το ίδιο οχληρό όπως και το ρεμπέτικο, με τη διαφορά πως δεν τολμούν να ομολογήσουν ότι δεν τους αρέσει. Είναι σαν να βγουν και να πουν ότι δεν τους αρέσει ο Σαίξπηρ -για παράδειγμα- ή κάτι παρόμοιο. Ανέχονται το δημοτικό όχι όμως και το ρεμπέτικο. Το τελευταίο είναι κάτι που κυκλοφορεί ανάμεσά τους και μπορούν να το πετάξουν -έτσι φαντάζονται- επειδή δεν έχει κρεμαστεί ακόμη με χρυσές κορνίζες. Ίσως ξεχνάν ότι τα χρόνια μας δεν έχουν τίποτε κοινό με τα χρόνια της κλεφτουριάς, άσχετα αν οι ηρωικές πράξεις του στρατού μας τοποθετούνται δίκαια από την ιστορία πλάι στους Καραϊσκάκηδες και τους Κολοκοτρωναίους. Οι κύριοι αυτοί αγνοούν την εποχή μας καθώς και το ότι ένα λαϊκό τραγούδι καθρεφτίζει με μοναδική ένταση όχι μόνο μια τάξη ή μια κατηγορία ανθρώπων μα τις επιδράσεις μιας ολάκερης εποχής σε μια φυλή, σ' ένα έθνος μαζί με τις διαμορφωμένες τοπικές συνθήκες.

 

Η εποχή μας δεν είναι ούτε ηρωική ούτε επική και το τελείωμα του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου άφησε σχεδόν όλα τα προβλήματα άλυτα και μετέωρα. Τα μετέωρα αυτά προβλήματα δημιουργούν περιφερόμενα ερωτηματικά, που δεν περιορίζονται φυσικά μόνο στον τομέα της πολιτικής και της κοινωνιολογίας, μα εξαπλώνονται με την ίδια δύναμη και στη φιλοσοφία και την τέχνη, ακόμη και στην πιο καθημερινή στιγμή τ΄ ανθρώπου. Ο τόπος μας επιπλέον εξακολουθεί, σχεδόν δίχως διακοπή, ένα πόλεμο με επιμονή και με πίστη για την τελική νίκη, μα πάντα και ιδιαίτερα σήμερα, κοπιαστικό και οδυνηρό. Σκεφθείτε τώρα κάτω απ΄ αυτές τις αδυσώπητες συνθήκες την παρθενική ψυχικότητα του λαού μας. Παρθενική, γιατί τα εκατό χρόνια μόνον ελεύθερης ζωής δεν ήσαν ικανά ούτε να την ωριμάσουν ούτε και ν΄ αφήσουν περιθώριο για να ριζωθούν τα τελευταία ευρωπαϊκά ρεύματα.

 

Φανταστείτε λοιπόν αυτή τη στοιβαγμένη ζωτικότητα και ωραιότητα συνάμα ενός λαού σαν του δικού μας, να ζητά διέξοδο, έκφραση, επαφή με τον έξω κόσμο και να αντιμετωπίζει όλα αυτά που αναφέραμε πιο πάνω σαν κύρια γνωρίσματα της εποχής, κι ακόμη τις ιδιαίτερα σκληρές συνθήκες του τόπου μας. Η ζωτικότητα καίγεται, η ψυχικότητα αρρωσταίνει, η ωραιότητα παραμένει. Αυτό είναι το ρεμπέτικο. Κι από ΄δω πηγάζει η θεματολογία του.

 

Eπαναλαμβάνω - ένας ανικανοποίητος μα έντονος ερωτισμός που ακριβώς η ένταση του αυτή του προσδίδει έναν πανανθρώπινο χαρακτήρα και μια επιτακτική διάθεση φυγής από την πραγματικότητα με οιονδήποτε τεχνικόν μέσον, όπως είναι το χασίσι και τ΄ άλλα ναρκωτικά, που η χρησιμοποίησή του δείχνει την παθητικότητα της τάξης που το μεταχειρίζεται.

 

Καταλαβαίνετε βέβαια τώρα πως το αρρωστημένο στοιχείο του σημερινού μας λαϊκού τραγουδιού, δεν έχει σαν αιτία ένα υπερβολικό ωρίμασμα ζωής - καθώς η μεσοπολεμική ντεκαντέντσα με κέντρο τη Γαλλία -και γι ΄αυτό δεν αποτελεί κάτι το σάπιο, μα προέρχεται καθαρά από μια στοιβαγμένη ζωική δύναμη που ασφυκτιά δίχως διέξοδο, δίχως επαφή, από μιαν υπερβολική υγεία- θά λεγε κανείς. Πάντως το αποτέλεσμα και στις δύο περιπτώσεις είναι μια παρακμή. Σημαντική όμως η διαφορά ανάμεσά τους. Η μια κινά απ’ τη ζωή, η άλλη από το θάνατο. Το να θέλει λοιπόν κανείς ν΄ αγνοήσει την πραγματικότητα και μάλιστα του τόπου του, μόνον κακό του κεφαλιού του μπορεί να κάμει. Τα χρόνια μας είναι δύσκολα και το λαϊκό μας τραγούδι, που δεν φτιάχνεται από ανθρώπους της φούγκας και του κοντραπούντο ώστε να νοιάζεται για εξυγιάνσεις και για πρόχειρα φτιασιδώματα υγείας τραγουδάει την αλήθεια και μόνον την αλήθεια.

 

Τώρα πολλοί μπορούν να πουν αυτά περίπου: «Καλά. Όσα είπες είναι σωστά και τα παραδεχόμαστε. Μα τι μας πείθει ότι το ρεμπέτικο είναι η σημερινή μας λαϊκή έκφραση καθώς λες και που σαν τέτοια βέβαια πρέπει να συνδέεται με την παράδοση του δημοτικού τραγουδιού και του βυζαντινού μέλους, κι όχι ένα τραγούδι μιας ορισμένης κατηγορίας ανθρώπων που εκφράζει την προσωπικήν της κατάσταση;»

 

Το ερώτημα τούτο ασφαλώς σε πολλούς θα γεννηθεί, αν και προηγουμένως μίλησα όσο μπορούσα σαφέστερα, για την άμεση σχέση του ρεμπέτικου με το πλατύ μάλιστα σήμερα, και του τόπου και της εποχής μας. Aυτόματα επίσης καταρρέει και το επιχείρημα, ότι αποτελεί έκφραση προσωπικών καταστάσεων. Μένει λοιπόν να εξετάσουμε το ελληνικόν του είδος. Αν και κατά πόσον συνδέεται με τη λαϊκή μας παράδοση και ποια είναι τα στοιχεία που αντλεί απ΄ αυτήν. Για να προχωρήσουμε και να μπορέσουμε να δούμε μαζί ό,τι συνδετικό στοιχείο υπάρχει, θα το εξετάσουμε από δυο ξεχωριστές πλευρές, πρώτα από τη μορφική του πλευρά κι ύστερα απ΄ το ύφος του. Το ρεμπέτικο κατορθώνει με μια θαυμαστή ενότητα, να συνδυάζει το λόγο, τη μουσική και την κίνηση. Απ΄ τη σύνθεση μέχρι την εκτέλεση, μ’ ένστικτο δημιoυργούνται οι προϋποθέσεις για την τριπλή αυτή εκφραστική συνύπαρξη, που ορισμένες φορές σαν φτάνει τα όρια της τελειότητας θυμίζει μορφολογικά την αρχαία τραγωδία. Ο συνθέτης της μουσικής είναι συγχρόνως και ο ποιητής καθώς και ο εκτελεστής. Βασικά του όργανα είναι τα μπουζούκια -μεγάλο μαντολίνο τουρκικής μάλλον προελεύσεως- κι ο μπαγλαμάς -παραλλαγή της κρητικής λύρας και της συγγενικής νησιώτικης, πιο μικροσκοπικής απ΄ αυτήν και κρουστές με πέννα. Η σύνθεση του τραγουδιού βασίζεται βέβαια πάνω στη χορευτική κίνηση, με τρεις χαρακτηριστικούς ρυθμούς, τον ζεϊμπέκικο, τον χασάπικο και τον σέρβικο (ο τελευταίος έχει ολιγότερη χρήση).

 

Ο ζεϊμπέκικος σε ρυθμό 9/8 είναι ο βασικότερος ρυθμός της ρεμπέτικης μουσικής. Προήλθε ασφαλώς απ΄ τα χορευτικά 9/8 των Κυκλάδων και του Πόντου, πού εδώ όμως έχει χάσει ολότελα τη ρυθμική του αγωγή κι έχει γίνει αργός, βαρύς, μακρόσυρτος και περιεκτικότερος. Χορεύεται από έναν μόνο χορευτή και επιδέχεται αφάνταστη ποικιλία αυτοσχεδιασμού με μόνο δεδομένο την αίσθηση του ρυθμού. Ο καλός χορευτής στο ζεϊμπέκικο θα ΄ναι εκείνος που θα διαθέτει τη μεγαλύτερη φαντασία και την κατάλληλη πλαστικότητα ώστε να μην αφήσει ούτε μια νότα μπουζουκιού που να μην τη δώσει με μια αντίστοιχη κίνηση του σώματός του. Σα χορός είναι ο δυσκoλότερoς και ο δραματικότερος σε περιεχόμενο.

 

Ο χασάπικος βασίζεται πάνω στο ρυθμό 4/4 κι ο τρόπος που χορεύεται -δυο χορευτές συνήθως, αλλά και τρεις και τέσσερις πολλές φορές- έρχεται σα μια προέκταση του δημοτικού χορευτικού τρόπου, με μια κάποια ευρωπαϊκή επίδραση. Δεν ξέρω γιατί, μα πολλές φορές μου θυμίζει -πολύ μακριά όμως- τη γαλλική java!

 

 

 

Ο σέρβικος που κι η ονομασία του δείχνει την προέλευσή του, είναι ένας γρήγορος ρυθμός και παρουσιάζει ελάχιστο ενδιαφέρoν κι αυτό απ’ τη μεριά της δεξιοτεχνίας και μόνο των εκτελεστών και του χορευτή. Χρησιμοποιείται πάρα πολύ λίγο, παραμένει μ’ ένα ματαιόδοξο περιεχόμενo να φαντάξει, μια που ικανοποιεί μόνoν το επιδεικτικό μέρoς των ποδιών κάποιου χορευτή.  Ο ζεϊμπέκικος είναι ο πιο καθαρός, συγχρόνως ελληνικός ρυθμός. Ο δε χασάπικος έχει αφομοιώσει μιά καθαρή ελληνική ιδιομορφία.

 

Πάνω σ' αυτούς τους ρυθμούς χτίζεται το ρεμπέτικο τραγούδι, του οποίου παρατηρώντας τη μελωδική γραμμή, διακρίνομε καθαρά απάνω την επίδραση ή καλύτερα την προέκταση του βυζαντινού μέλους. Όχι μόνο εξετάζοντας τις κλίμακες που από το ένστιχτο των λαϊκών μουσικών διατηρούνται αναλλοίωτες, μ’ ακόμη, παρατηρώντας τις πτώσεις, τα διαστήματα και τον τρόπο εκτέλεσης. Όλα φανερώνουν την πηγή, πού δεν είναι άλλη απ΄ την αυστηρή κι απέριττη εκκλησιαστική υμνωδία.

 

Όχι πως το δημοτικό τραγούδι δεν έχει κι αυτό στοιχεία διοχετευμένα στο ρεμπέτικο. Μα πολύ λιγότερα. H παρουσία του είναι έντονη, ιδιαίτερα στο ελαφρότερο είδος που περισσότερο το χαρακτηρίζει μια χάρη και μια νησιώτικη ελαφράδα. Παράδειγμα φέρνω, αν θυμάστε, κάπως παλιότερα το «Πάρτη βάρκα στο λιμάνι , κάτω στο Πασαλιμάνι» καθώς και το γνωστότατο «Ανδρέα Zέππo». Και τα δυο έχουν πολύ έντονα πάνω τους τη σφραγίδα του δημοτικού μας τραγουδιού.

 

Μα για να εξηγήσουμε τη βασική αυτή προέκταση του βυζαντινoύ μέλους στο ρεμπέτικο, αρκεί να δούμε πόσο κοινή ατμόσφαιρα δημιουργούσε η παρακμή του Βυζαντίου με τη δικιά μας σήμερα. Ατμόσφαιρα το ίδιο καταπιεστική, το ίδιο ασαφής, άσχετα αν στα χρόνια εκείνα προερχόταν από ένα λαθεμένο ξόδεμα θρησκευτικού συναισθήματος. Έτσι τα εκφραστικά στοιχεία του ετoιμόρρoπoυ Βυζαντίου με την άμεση παθητικότητά τους βρίσκουν οικεία ατμόσφαιρα μες στο ρεμπέτικο -το σύγχρονο λαϊκό μέλος- για ν’ αναπτυχθούν και να συνθέσουν τη σημερινή εκφραστική μορφή μιας το ίδιο έντονης παθητικότητας.

Το δημοτικό τραγούδι και τα υγιή του εκφραστικά στοιχεία έχουν τη θέση μόνον μιας πιο άμεσης κληρονομιάς. Για τα 80% της ρεμπέτικης μουσικής, τίποτες παραπάνω.

 

 Εξετάζοντας τώρα το ύφος του τραγουδιού βρίσκομε ευθύς εξ΄ αρχής το βασικό εκείνο χαρακτήρα του συγκρατημένoυ, που μόνο επειδή είναι γνήσια ελληνικό, μπορεί και το κρατεί με τόση συνέπεια. Και στη μελωδία και στα λόγια και στο χορό, δεν υπάρχει κανένα ξέσπασμα, καμιά σπασμωδικότητα, καμιά νευρικότητα. Δεν υπάρχει πάθος. Υπάρχει ή ζωή με την πιο πλατιά έννοια. Όλα δίνονται λιτά, απέριττα με μια εσωτερική δύναμη που πολλές φορές συγκλονίζει.

 

Μήπως αυτό δεν είναι το κύριο και μεγάλο στοιχείο που χαρακτηρίζει την ελληνική φυλή; Και ακόμα ολάκερο το λαμπρό μεγαλείο της αρχαίας τραγωδίας και όλων των αρχαίων μνημείων, δεν βασίζεται πάνω στην καθαρότητα, στη λιτή γραμμή και προπαντός στο απέραντο αυτό sostenuto που, προϋποθέτει δύναμη, συνείδηση και πραγματικό περιεχόμενo;

 

Ποια από τις καλές τέχνες στον τόπο μας σήμερα μπορεί να περηφανευτεί ότι κράτησε τη βασική αυτή ελληνικότητα -τη μοναδική άξια κληρoνoμιά που έχουμε πραγματικά στα χέρια μας- για τη σύνθεσή της. Ποιά μουσική μας μπορεί να ισχυριστεί σήμερα ότι βρίσκεται πέρα απ΄ το βυζαντινό μέλος, πέρα απ΄ το δημοτικό τραγούδι και στη χειρότερη περίπτωση πέρ’ απ΄τις σπασμένες αρχαίες κολώνες του Παρθενώνος και του Ερεχθείου, ότι βρίσκεται εκεί που όλα αυτά βρεθήκανε στην εποχή τους; Το ρεμπέτικο τραγούδι είναι γνήσια ελληνικό, μοναδικά ελληνικό.

 

Eπιτρέψατέ μου τώρα να σάς παρουσιάσω δυό από τους πιο γνήσιους και πιο δημοφιλείς εκπροσώπους της σύγχρονης έλληνικης λαϊκής μουσικής, τον Μάρκο Bαμβακάρη και τη Σωτηρία Μπέλλου με το συγκρότημά της. (Είσοδος)

 

Οι λαμπροί αυτοί μουσικοί στο είδος τους προσεφέρθηκαν ευγενώς να παίξουν απόψε πέντε χαρακτηριστικά ρεμπέτικα τραγούδια για να μπορέσουμε έτσι να πάρουμε μια συγκεκριμένη ιδέα όλων αυτών που είπαμε πιο πάνω. Θ’ αρχίσουν μ’ ένα τραγούδι που έχει συνθέσει ο Μάρκος Bαμβακάρης πάνω στο ρυθμό του χασάπικου και με τον τίτλο «Φραγκοσυριανή κυρά μου» (τραγούδι).

 

Το δεύτερο τραγούδι που θα ακούσετε είναι πάλι σύνθεση του Μάρκου Βαμβακάρη σε ρυθμό ζεϊμπέκικου «Εγώ είμαι το θύμα σου» (τραγούδι).

 

Το τρίτο είναι σύνθεση της Σωτηρίας Μπέλλου (ζεϊμπέκικo) «Σταμάτησε μανούλα μου να δέρνεσαι για μένα». Από τα πιο χαρακτηριστικά στο είδος του. (τραγούδι)

 

Το τέταρτο, σύνθεση Tσιτσάνη, σε ρυθμό χασάπικου «Πάμε τσάρκα στο Μπαξέ τσιφλίκι».

 

Με την ευκαιρία τώρα που θ΄ ακούσουμε το γνωστότατο «Άνοιξε - άνοιξε» του Παπαϊωάννου θα ΄θελα να ΄λεγα λίγα λόγια για τη σημασία του και το σταθμό που φέρνει στη ρεμπέτικη φιλολογία του τραγουδιού, ζητώντας βέβαια πρώτα συγγνώμη απ΄ τους αγαπητούς μουσικούς για τη μικρή αυτή παρεμβολή.

 

Λίγο πριν απ΄ τον πόλεμο του ’40 ο Tσιτσάνης τραγούδησε για πρώτη φορά το «Αρχόντισσα μου μάγισσα τρανή, κουράστηκα  να σ’ αποκτήσω». Ήταν ένας μεγαλοφυής σχεδιασμός -μπορώ να πω- πάνω στο ερωτικό θέμα, που η δύναμή του και η αλήθεια του μας φέρνει κοντά στον «Ερωτόκριτο» του Κορνάρου και μετά από εκατοντάδες χρόνια κοντά στο «Ματωμέvο Γάμο» του Λόρκα. Η μελωδική του γραμμή αφάνταστη σε περιεκτικότητα και σε λιτότητα πλησιάζει τον Μπαχ. Αυτό το τραγούδι ορθώθηκε για να αντιμετωπίσει μια τυραννισμένη και δύσκολη εποχή και στάθηκε η πρώτη δυνατή φωνή μιας γενιάς.

 

Πριν δυο χρόνια ο ίδιος ο Τσιτσάνης τραγούδησε για πρώτη φορά πάλι αυτούς τους στίχους «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι / το σκοτάδι είναι βαθύ / κι όμως ένα παλικάρι / δεν μπορεί να κοιμηθεί», ο ερωτισμός προχωράει και θίγει ακέραια το ανικανοποίητο, δίδοντας μια τόσο λεπτή μα τόσο έντονη αίσθηση μιας βαριάς ατμόσφαιρας, λες και προμηνούσε ένα άγχος, μια καταιγίδα. Φέτος -ο Παπαϊωάννου αυτή τη φορά- μας δίνει ολάκερο αυτό το άγχος με μια δυνατή κραυγή πια- η μοναδική μες στα ρεμπέτικα, και γι΄ αυτό τόσο αληθινή με το «Άνοιξε – άνοιξε». Δεν ξέρω, αλλά σ΄ αυτά τα τρία τραγούδια υπάρχει ένας συνδετικός κρίκος που δίνει ξεκάθαρα και μοναδικά το τραγικό στην ερωτική μας περιοχή (τραγούδι).

 

Θα μπορούσα ακόμα να μιλήσω για τις ταβέρνες και το κέντρον διασκεδάσεως «Ο Μάριος» καθώς και για τον «Παναγάκη» κοντά στον Αϊ-Παντελεήμονα, όπου κάθε βράδυ ο Bαμβακάρης και η Μπέλλου λειτουργούν πάνω στην τέχνη τους. Θα μπορούσα να μιλήσω και για βροχερές νύχτες όπου με λάμπες του πετρόλαδου φωτίζονταν οι σκιές ενός πλήθους που όλοι μαζί τραγουδούσαν ήρεμα, λες και πιστεύανε στην αιωνιότητα. Ακόμη θα μιλoύσα για το χορό του κομπολογιού όπου ένα παλικάρι μ΄ ένα γαρύφαλo στο στόμα γίνεται ένα μικρό κουβάρι γύρω απ΄ το κεχριμπαρένιο λαμπρό κομπολόι - θα μπορούσα να ΄λεγα τόσα πολλά που να μην έφταναν ώρες ολάκερες να μιλάω λες κι είμαι μoναχός μου. Μα όλα αυτά είναι μια γοητεία.

 

Ακούσατε με τι ψυχρότητα και αυστηρότητα ειπώθηκαν αυτά τα πέντε τραγούδια. Ο ρυθμός δεν ξέφυγε ούτε πιθαμή για να τονίσει κάτι πιο έντονα, οι φωνές ίσιες, μονοκόμματες λες και τα λόγια δεν είχαν συγκίνηση. Έτσι είναι. Τίποτες που να σε προκαλέσει να τα προσέξεις, να τα ξεχωρίσεις. Πρέπει να ξελαφρώσεις μέσα σου για να δεχτείς τη δύναμή τους. Αλλιώς τα χάνεις γιατί αυτά δεν σε περιμένουν. Έτσι κι εμείς. Κάποτες θα κοπάσει η φασαρία γύρω τους κι αυτά θα συνεχίσουν ανενόχλητα το δρόμο τους. Ποιος ξέρει τι καινούργια ζωή μας επιφυλάσσουν τα νωχελικά  κι απαισιόδοξα 9/8 για το μέλλον. Όμως εμείς θα ’χουμε πια για καλά νοιώσει στο μεταξύ τη δύναμή τους.

 

Και θα τα βλέπουμε πολύ φυσικά και σωστά να υψώνoυν τη φωνή τους στον άμεσο περίγυρό μας και να ζουν πότε για να μας ερμηνεύουν και πότε για να μας συνειδητοποιούν το βαθύτερο εαυτό μας.».     








πηγή

 

 

Μητσοτάκης – Τσίπρας: Από τον Φουρθιώτη στο Ρασπούτιν και από τη «νύχτα» στον υπόκοσμο…

 


Η τριήμερη συζήτηση στην διαδικασία για την πρόταση μομφής εξελίχθηκε όπως όλοι περίμεναν: Ποιος είναι ο λιγότερος χειρότερος

 

Σε μια αντιπαράθεση εντυπώσεων με βαρύγδουπους χαρακτηρισμούς και σκληρές κατηγορίες που ταυτόχρονα όμως έφερε στην επιφάνεια όλη τη «σαπίλα» του συστήματος και την αδιαφορία του απέναντι στις λαϊκές ανάγκες και την ανθρώπινη ζωή, επιδόθηκαν οι Κυριάκος Μητσοτάκης και Αλέξης Τσίπρας  κατά τη διάρκεια της συζήτησης για την πρόταση μομφής που κατέθεσε ο ΣΥΡΙΖΑ εναντίον της κυβέρνησης.

 

 

Ο πρωθυπουργός και ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης επιδόθηκαν σε αλληλοκατηγορίες για τα θύματα και τις καταστροφές που έχουν προκαλέσει οι εγκληματικές πολιτικές τους (από το Μάτι και την Μάνδρα μέχρι τις πυρκαγιές τους καλοκαιριού και το τελευταίο χιονιά, αλλά και τους νεκρούς πανδημίας) και διαγωνίστηκαν υποκριτικά για το ποιος έχει δώσει την πιο …«ειλικρινή συγνώμη» και ποιος είναι ο λιγότερο χειρότερος διαχειριστής.

 

Και την όταν με συνοπτικές διαδικασίες ολοκλήρωσαν προκλητικά την μακάβρια «καταμέτρηση» τους ρίχτηκαν στον «βούρκο»… Στους Φουρθιώτιδες και τα σκάνδαλο Novartis (χωρίς να θίξουν τον πυρήνα του), αλλά και τις κατηγορίες για επαφές με τη νύχτα και τον υπόκοσμο.  Με τον Α. Τσίπρα να καταγγέλλει ότι «είναι η πρώτη φορά που στη μεταπολιτευτική ιστορία του τόπου που η νύχτα διεισδύει στο Μέγαρο Μαξίμου» και τον Κυρ. Μητσοτάκη να ανταπαντά, κάνοντας λόγο για την «πιο άθλια σκευωρία που έγινε ποτέ, τη Novartis», στην οποία o ΣΥΡΙΖΑ είναι αγκαλιά με τον υπόκοσμο.

 

Την ίδια ώρα παρουσίασαν «νούμερα». Με τον Μητσοτάκη εκτός πραγματικότητας να μιλάει για «ανάπτυξη» και επενδυτικές ευκαιρίες (προβάλλοντας τις στοχεύσεις των αφεντικών), νέες θέσεις εργασίας, ενίσχυση των νοικοκυριών για να αντιμετωπίσει  την ακρίβεια, όταν στη χώρα χιλιάδες εργαζόμενοι καλούνται να «ζήσουν» με μισθούς πείνας, χωρίς να μπορούν να καλύψουν βασικές ανάγκες διατροφής, μέσα σε κρύα σπίτια και με σε μόνιμο καθεστώς ανέχειας και ανασφάλειας.

 

Ο πρωθυπουργός επίσης αναφέρθηκε στη διαχείριση της πανδημίας, λέγοντας ότι το σύστημα υγείας «ανταποκρίνεται στην πίεση» και ότι «οι όποιες αστοχίες δεν μηδενίζουν το έργο που έχει γίνει». Παρέλειψε πάντως να ομολογήσει πως δεν υπήρξε ουσιαστική ενίσχυση του ΕΣΥ με προσωπικό και μέσα, πως ο αριθμός των ημερήσιων θανάτων είναι από τους υψηλότερους στον κόσμο, πως η κυβέρνηση έχει αφήσει εκπαιδευτικούς και μαθητές να συνωστίζονται σε σχολικές τάξεις και πολίτες στα μέσα μαζικής μεταφοράς. Πως έχει οδηγήσει χιλιάδες ανθρώπους να πληρώνουν από την τσέπη τους για να καλύπτουν τις απαιτήσεις της …«ατομικής ευθύνης» που τους έχει φορτώσει η κυβέρνηση στην πλάτη.

 

 

Όταν αυτοί που μας πνίγουν, μας καίνε και μας εγκλωβίζουν συγκρούονται ως καλύτεροι διαχειριστές

Η συζήτηση τους για τον πρόσφατο χιονιά και τα μεγάλα προβλήματα που δημιούργησε, επικεντρώθηκε σε πρόσωπα και χειρισμούς,  «αδυναμίες» και λάθους συντονισμούς αλλά και σε κενού περιεχομένου αναζήτηση «ευθυνών» και έμεινε στο απυρόβλητο το αστικό κράτος. Αυτό που με την υπογραφή των κυβερνήσεων αυτού του τόπου και αυτών των Μητσοτάκη και Τσίπρα παραχώρησε τον πιο σύγχρονο αυτοκινητόδρομο της χώρας στους ιδιώτες προσφέροντας σίγουρα κέρδη και είναι ανίκανες να προστατεύσουν τις λαϊκές ανάγκες και την ανθρώπινη ζωή, όταν αυτές κινδυνεύουν από την αδιαφορία των επιχειρηματικών ομίλων.

 

Αναφορικά με την αντιμετώπιση της κακοκαιρίας ο πρωθυπουργός εμφανίστηκε και πάλι προκλητικός. Από τη μια πλευρά και μέσα στο κλίμα της λαϊκής οργής επέκτεινε τη …συγνώμη εκτός από τους οδηγούς της Αττικής Οδού και σε αυτούς των υπόλοιπων κεντρικών δρόμων της Αττικής που έμειναν κλειστοί, στους επιβάτες της ΤΡΑΙΝΟΣΕ αλλά και σε όσους έμειναν χωρίς ρεύμα, λέγοντας ότι «τέτοια όμως γεγονότα δεν πρέπει να επαναληφθούν».  Ωστόσο υποστήριξε και πάλι προκλητικά ότι «επανήλθε πολύ πιο γρήγορα  απ’ ότι στη Μήδεια η ηλεκτροδότηση»  αλλά και ότι δεκάδες χιλιάδες Σουηδοί, Δανοί έμειναν χωρίς ρεύμα τις προηγούμενες ημέρες «αλλά δεν άκουσα κανένα πολιτικό κόμμα να το καταγγέλλει»!!! Μάλιστα ο πρωθυπουργός δείχνοντας την αδυναμία του κρατικού μηχανισμού να παρέμβει ουσιαστικά στην αντιμετώπιση των λαϊκών προβλημάτων προανήγγειλε την ανάγκη γρηγορότερης εμπλοκής του στρατού στην αντιμετώπιση των κρίσεων!

 

Από την πλευρά του ο Αλέξης Τσίπρας με αφορμή τις επιδόσεις του κρατικού μηχανισμού στην πρόσφατη κακοκαιρία, αλλά και στις πυρκαγιές του καλοκαιριού, επέκρινε την κυβέρνηση και τον Κυρ. Μητσοτάκη ότι «υποσχεθήκατε επιτελικό κράτος και έχετε φτιάξει επιτελικό χάος». Απέδωσε δε αυτή την κατάσταση στις «νεοφιλελεύθερες ιδεοληψίες», στην «αλλεργία» που έχει η ΝΔ «στο ίδιο το κράτος». «Δεν έχετε καμιά διάθεση να καταλάβετε τα λάθη σας» είπε. «Ήρθατε χθες και αντί να απολογηθείτε στον λαό, γιατί αντί για επιτελικό κράτος φτιάξατε επιτελικό χάος, και αντί να πείτε αποτύχαμε, είχατε το θράσος για άλλη μια φορά να μας κουνήσετε το δάχτυλο και πάλι ως ασπίδα σας το Μάτι» είπε στη συνέχεια και τόνισε ότι «το Μάτι αποτελεί συλλογικό τραύμα» και «δεν είναι για μικροπολιτικά παιχνίδια για να κρύψετε τις δικές σας ευθύνες».

 

Ανάλογη κριτική άσκησε για τα πεπραγμένα της κυβέρνησης στη διαχείριση της πανδημίας και στην ακρίβεια, αποδίδοντάς τα στην «απέχθεια» που διακατέχει τη ΝΔ «σε κάθε τι δημόσιο, σε κάθε τι κοινωνικό». Σύμφωνα με τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ, η «μεγάλη και αδυσώπητη διαφορά» του κόμματός του με τη ΝΔ είναι ότι «πιστεύουμε σε ένα αποτελεσματικό και ανθρώπινο κράτος». Βέβαια ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ έκρυψε επιμελώς το γεγονός ότι επί των κυβερνητικών ημερών του ΣΥΡΙΖΑ συνεχίστηκε με ξέφρενους ρυθμούς το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας και ενεργειακών υποδομών της χώρας που σήμερα οδηγούν με την συνέχιση αυτής της πολιτικής από τη ΝΔ στην ενεργειακή φτώχεια του λαού και στη λεηλασία του λαϊκού εισοδήματος από τους επιχειρηματικούς ομίλους.

 

 

Από τον Φουρθιώτη στο Ρασπούτιν και από την «νύχτα» στον υπόκοσμο… 

 

Η δεύτερη «μεγάλη διαφορά» ανάμεσα στη ΝΔ και στον ΣΥΡΙΖΑ είναι «στο πεδίο της ηθικής», υποστήριξε ο Αλ. Τσίπρας, αφιερώνοντας μεγάλο μέρος της ομιλίας του στις σχέσεις κυβερνητικών στελεχών με τον υπόδικο Μ. Φουρθιώτη. Ο Αλ. Τσίπρας ισχυρίστηκε πως είναι η πρώτη φορά στα μεταπολιτευτικά χρονικά που «η νύχτα διείσδυσε στο Μαξίμου», επιμένοντας να εμφανίζει τέτοια φαινόμενα ως «απόκλιση» από ένα «κράτος δικαίου», ενώ στην πραγματικότητα είναι σύμφυτα με ένα σύστημα που έχει στο επίκεντρο του το κέρδος και την εξυπηρέτηση των συμφερόντων μια δράκας ολιγαρχών, είτε με νόμιμους είτε με αθέμιτους τρόπους.

 

Απαντώντας στο ίδιο πνεύμα ο Κ. Μητσοτάκης για το θέμα Φουρθιώτη επέκρινε τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ γιατί, όπως είπε, αφιέρωσε το 1/3 της ομιλίας του στον Φουρθιώτη, ο οποίος «μεγαλούργησε επί δικών σας ημερών και παραπέμφθηκε στη Δικαιοσύνη επί δικών μας.  Κάνατε αυτή την πρόταση για τον κύριο Φουρθιώτη», πρόσθεσε ο Κυρ. Μητσοτάκης, επισημαίνοντας ότι «είναι τόσο σοβαρό το θέμα που κανένας άλλος πολιτικός αρχηγός δεν έκανε καμία αναφορά στον Φουρθιώτη. Πόσο πιο χαμηλά θα πέσετε Πόσο πιο απελπισμένος θα γίνετε», επισήμανε.

 

Αντέτεινε, δε, ότι ο ίδιος ο Α. Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ είναι αγκαλιά με τον υπόκοσμο, επικαλούμενος την «πιο άθλια σκευωρία που έγινε ποτέ, τη Novartis» με υπουργούς όπως ο Ρασπούτιν και δημοσιογράφους που δημοσίευαν ψέματα και λειτουργούσαν ως συμμορία και τώρα διώκονται.

Τέλος, αναφορικά με τα 5 δισ. των απευθείας αναθέσεων που κατήγγειλε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, ο πρωθυπουργός απάντησε με ειρωνεία ότι προφανώς σε αυτά περιλαμβάνει και την προμήθεια των Rafale, για την αγορά των οποίων φυσικά ο Αλέξης Τσίπρας δεν άρθρωσε κουβέντα…   









πηγή   

Μπροστά στο λευκό χαρτί

 


γράφει η Αρχοντία Κάτσουρα

 

 

Μερικές φορές όσοι γράφουν δεν ξέρουν πώς να γεμίσουν το χαρτί που στέκεται λευκό μπροστά τους. Ειδικά κάτι μέρες σαν αυτές που δεν ξέρουν πώς να πορευτούν στο μέλλον, ποιον δρόμο να επιλέξουν και τι πρέπει να κρατήσουν και τι να αφήσουν πίσω. Και ξέρουν ότι δεν υπάρχει τρόπος να προβλέψουν το μέλλον, αφού οι εκπλήξεις είναι η μοίρα των ανθρώπων.

 

Ετσι, παρατηρούν τον κόσμο δίπλα τους και προσπαθούν να βρουν τι είναι αυτό που τον κάνει να γυρίζει και να συνεχίζει, ακόμη κι αν όλα είναι δύσκολα και φως ανοιχτό δεν υπάρχει. Ακόμη κι αν οι νύχτες είναι πολύ φωτεινές από το χιόνι που έπεφτε για μέρες ή ακόμη κι αν φέγγει ένα φεγγάρι πιο μεγάλο κι απ’ αυτό του Αυγούστου.

 

Τι βλέπουν λοιπόν; Ανθρώπους να κάνουν σχέδια και να ονειρεύονται κάτι σημαντικό, που δεν σκέφτονται με οδηγό τον φόβο. Το σχέδιό τους δεν είναι απαραίτητα μεγάλο: μπορεί να είναι ένα ταξίδι σε μια πόλη μακρινή, που ο μύθος της είναι μεγαλύτερος ίσως από την ομορφιά της, και η λαχτάρα να την επισκεφθείς τη στολίζει ακόμη περισσότερο. Ή μια δουλειά που να γεμίζει την καρδιά τους: ένα μαγαζί ή ένα μικρό ξενοδοχείο, μια μικρή επιχείρηση που θα φτιάχνει και θα πουλάει τα καλύτερα, κι οι άνθρωποι θα φεύγουν χαμογελαστοί.

 

Γυναίκες που πλέκουν πόντο πόντο σκουφιά και κασκόλ και πουλόβερ για τους αγαπημένους τους, να τους κρατούν ζεστούς τις κρύες μέρες, όταν αγωνίζονται για όσα ονειρεύονται.

 

Ανθρωποι που βλέπουν τον πόνο και την ασχήμια γύρω τους και αποφασίζουν να κάνουν κάτι γι’ αυτό. Βοηθούν όσους το έχουν ανάγκη, όσους χρειάζονται ένα στήριγμα για να σταθούν στα πόδια τους και μετά να βρουν τη δύναμη να κάνουν κι εκείνοι όνειρα – μικρότερα ή μεγαλύτερα.

 

Κάποιοι που βουτάνε στα βιβλία για να πάρουν τις απαντήσεις που δεν βρίσκουν γύρω τους ή μέσα τους. Και γίνονται έτσι σοφοί και ανεκτικοί και αποκτούν το βλέμμα αυτού που ξέρει τι σημαίνει η ζωή, γιατί έμαθαν κάτι από τις ζωές των άλλων.

 

Μια γιαγιά κάποτε, που σχολειό ποτέ δεν πήγε, αλλά ποτέ δεν καθόταν κάτω –μαγείρευε, έπλενε, φρόντιζε παιδιά και εγγόνια–, όταν το βράδυ πήγαινε να ξαποστάσει και πριν πάει να κοιμηθεί έπαιρνε το κέντημα. Αριστουργήματα έβγαιναν από τα χέρια της. Κι αν τη ρωτούσαν γιατί δεν ξεκουράζεται λίγο, κουνούσε το κεφάλι κι έλεγε: «Μα έτσι ξεκουράζομαι»…

 

Ενας πατέρας που φεύγει άρον άρον για το κτήμα, να προλάβει να σκεπάσει τα δέντρα του, να τα προστατέψει από τον χιονιά. Γιατί πρέπει να σώσει τα πορτοκάλια τους και τα λεμόνια τους. Για τα εγγόνια του: να έχουν καλά φρούτα, να πίνουν φρέσκους χυμούς και να παίρνουν βιταμίνες.

 

Και κάπως έτσι οι λέξεις γεμίζουν το χαρτί και γεμίζουν και οι καρδιές των ανθρώπων με αισιοδοξία. Και το πιο μικρό ή μεγάλο πρόβλημα αποκτά ρωγμές και μια λύση αρχίζει να αχνοφαίνεται. Γιατί μερικές φορές όταν οι άνθρωποι δεν βρίσκουν μέσα τους τις απαντήσεις που ζητούν, βοηθά να ρίξουν το βλέμμα γύρω τους. Ή να μιλήσουν με τους άλλους ανθρώπους γύρω τους. Τους φίλους τους, τους αγαπημένους τους.

 

Και εκτός από τη σελίδα που γεμίζει με λέξεις και ιδέες, κι αυτοί που γράφουν –ή που ψάχνουν να βρουν μια λύση– αρχίζουν να εκτιμούν αυτά που έχουν, αλλά και αυτά που τους λείπουν. Και ίσως να παίρνουν και μια απόφαση για το μέλλον – κι ας ξέρουν ότι καμία πρόβλεψη δεν είναι ασφαλής, κανένας δρόμος εύκολος.    

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *