Του Νίκου Σαραντάκου
Κατά την παρθενική συνεδρίαση του νέου υπουργικού συμβουλίου της δικομματικής πλέον κυβέρνησης, ο πρωθυπουργός κ. Αντώνης Σαμαράς είπε, σύμφωνα με τα ρεπορτάζ, ότι η κυβέρνησή του θα δώσει προτεραιότητα στις “μεγάλες αλλαγές που θα κάνουν την Ελλάδα όπως τη θέλουμε, αγνώριστη”. Η διατύπωση αυτή είναι ελαφρώς παρεξηγήσιμη, και θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί αν πρόκειται για υπόσχεση ή για απειλή, όπως με εκείνον τον αμφίσημο χρησμό που είχε δώσει του Μαντείου των Δελφών στον Κροίσο της Λυδίας, ότι αν διαβεί τον ποταμό Άλυ θα καταλύσει ένα μεγάλο βασίλειο. Έσπευσε κι αυτός να κηρύξει τον πόλεμο στον Κύρο της Περσίας και ο χρησμός βγήκε αληθινός -μόνο που το μεγάλο βασίλειο που καταστράφηκε ήταν το δικό του. Κάπως παρόμοιο είναι και το ανέκδοτο με εκείνον που, κάνοντας τον απολογισμό από έναν χρόνο εντατικού παιχνιδιού στο χρηματιστήριο, διαπίστωσε ότι βρέθηκε με μια μικρή περιουσία. Ακούγεται καλό -μέχρι να διευκρινιστεί πως όταν ξεκίνησε να παίζει είχε μια μεγάλη περιουσία.
Έτσι και με την αγνώριστη Ελλάδα. Αγνώριστη προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο; (Ας αφήσουμε κατά μέρος ότι και το καλύτερο δεν είναι απόλυτο, αυτό που είναι καλό για τους μεν είναι φριχτό για τους δε). Είναι περίεργο, αλλά από τις φράσεις που έχουμε για τη ριζική, θεαματική αλλαγή, κάποιες χρησιμοποιούνται περισσότερο για θετική μεταβολή και κάποιες άλλες περισσότερο για αρνητική. Κι έτσι, όταν λέμε ότι κάποιος “έγινε αγνώριστος” συνήθως υπονοούμε αλλαγή προς το χειρότερο, όπως θα σας πείσει μια αναζήτηση στα σώματα κειμένων. Λέγεται φυσικά και για αλλαγή προς το καλύτερο, αλλά κυρίως για επιδείνωση το χρησιμοποιούμε, είτε παροδική είτε μόνιμη.
Όταν, ας πούμε, ο εκφωνητής που περιγράφει τον ποδοσφαιρικό αγώνα πει ότι ο τάδε παίχτης “είναι αγνώριστος σήμερα”, στο 90% των περιπτώσεων εννοεί ότι παίζει πολύ χειρότερα από το επίπεδο που μας έχει συνηθίσει, πολύ σπάνια να το πει για έναν παίχτη που κάνει το παιχνίδι της ζωής του. (Πιο σαφώς βέβαια αυτό δηλώνεται, ειδικά σε αθλητικά συμφραζόμενα, με το “είναι σκιά του εαυτού του”).
Παρόμοια, όταν όμως λέμε στον συνομιλητή μας “Δεν σε αναγνωρίζω!” εκφράζουμε τη δυσαρέσκεια και την κατάπληξή μας για την ασυνήθιστη και αλλαγμένη προς το χειρότερο συμπεριφορά του, σχεδόν ποτέ δεν το λέμε με θετική απόχρωση.
Από την άλλη πλευρά, όταν λέμε ότι κάποιος “έγινε άλλος άνθρωπος” ή “γίνεται άλλος άνθρωπος”, συνήθως υπονοούμε μεταβολή προς το (πολύ) καλύτερο, παρόλο που η διατύπωση καθαυτή (ή: καθαυτήν αν είστε πουρίστας) δεν δίνει κάποια νύξη.Κάπως ανάλογο και το βιβλικό “απεκδυσάμενοι τον παλαιόν άνθρωπον”: βελτίωση υπονοεί παρόλο που δεν το λέει καθαρά.
Είχε και άλλες δύο παρόμοιες διατυπώσεις η ομιλία του πρωθυπουργού, που επιδέχονται δύο ερμηνείες. “Αυτό που κάνουμε δεν έχει ξαναγίνει στην Ελλάδα”, ήταν η πρώτη από αυτές. Εννοεί τάχα το 27% της ανεργίας, τα πέντε ή έξι χρόνια ύφεσης, την κατακόρυφη πτώση του βιοτικού επιπέδου ή τις μεταρρυθμίσεις που υπόσχεται; Και, παρομοίως: “να δώσουμε προοπτικές στη νέα γενιά, τέτοιες που δεν τις είχε ποτέ”. Είχε όμως καλύτερες ή χειρότερες;
Φυσικά, όταν ένας πολιτικός παρουσιάζει το πρόγραμμά του πάντα υπόσχεται το καλύτερο για όλους (όσο κι αν αυτό είναι ανέφικτο), οπότε ξέρουμε πως ο κ. Σαμαράς για υπόσχεση το εννοούσε ότι θα κάνει την Ελλάδα αγνώριστη. Αν ένας πολιτικός είχε σκοπό να κάνει τη χώρα αγνώριστη προς το χειρότερο, δεν θα το έλεγε μπροστά στις κάμερες –το άρθρο απλώς επισημαίνει τις ασάφειες, τις αμφισημίες και τα πολλαπλά νοήματα, που μπορεί κανείς να τα εκμεταλλευτεί για χαριτολογήματα, ανέκδοτα κτλ. (ας πούμε, αν σας τύχει το τζίνι με τις τρεις ευχές πρέπει να είστε πολύ προσεχτικοί: αν ζητήσετε να γίνει π.χ. το σπίτι σας αγνώριστο, υπάρχει φόβος να το μετανιώσετε).
Όσο για τη σύνθεση της νέας κυβέρνησης, τα είπαμε και σε συζητήσεις άλλων θεμάτων χτες και προχτές. Δεν θα σταθώ σε πρόσωπα, παρόλο που ο πειρασμός είναι μεγάλος, αλλά θα επισημάνω δυο στοιχεία που μου έκαναν αλγεινή εντύπωση.
Λέμε ότι η κυβέρνηση αυτή θα κάνει πρωτοφανή πράγματα, θα ξεκόψει μια και καλή από τις κακές συνήθειες του παρελθόντος, και άλλα τέτοια ηχηρά, κι όμως, από τα 42 συνολικά μέλη της (αν μέτρησα καλά) βρίσκω τουλάχιστον δέκα που είναι γόνοι βουλευτών και υπουργών -όχι και το καλύτερο μήνυμα για μια κυβέρνηση που υπόσχεται αξιοκρατία και πάταξη της οικογενειοκρατίας! Θα μου πείτε ότι ζητάω πολλά όταν στην πολύ πρόσφατη ιστορία της η χώρα μας φορτώθηκε πρωθυπουργούς που το βασικό τους προσόν ήταν το επώνυμό τους, αλλά όταν κάποιος επαγγέλλεται μια νέα αρχή πρέπει να το δείχνει και έμπρακτα.
Το χειρότερο: και πάλι, η νέα κυβέρνηση Σαμαρά συνεχίζει το άθλιο παράδειγμα της προηγούμενης και περιλαμβάνει ελάχιστες γυναίκες: 4 στις 42, αν μέτρησα καλά. Θα μου πείτε ότι υπάρχει βελτίωση ως προς την προηγούμενη (όπου είχαμε μόλις 2 γυναίκες), αλλά θα σας απαντήσω ότι αν μετρήσουμε μόνο τους υπουργούς (δηλαδή όχι υφυπουργούς και αναπληρωτές) έχουμε επιδείνωση, αφού πριν είχαμε 1 γυναίκα σε σύνολο 17 υπουργών ενώ τώρα έχουμε 1 σε 19, δηλαδή το ποσοστό μειώθηκε, από 5.9% σε 5.3%, που είναι ντροπιαστικά χαμηλό (για να μην πούμε και για τη βαρύτητα των υπουργείων).
Αν κάνουμε μια σύγκριση με άλλες χώρες της Νότιας Ευρώπης (γιατί με τη βόρεια Ευρώπη υπάρχει φόβος να πάθουμε κατάθλιψη), βρίσκουμε τα εξής:
* Η Πορτογαλία έχει 12 υπουργούς, από τους οποίους 2 γυναίκες. 2 στους 12 είναι 16.7%, πολύ πάνω από το θλιβερό 5.3% το δικό μας.
* Η Ισπανία έχει 14 υπουργούς, από τους οποίους 4 γυναίκες. Ποσοστό 28,6% περίπου. Μία από τις υπουργούς είναι και αντιπρόεδρος της κυβέρνησης.
* Η Ιταλία έχει 23 υπουργούς, από τους οποίους 7 γυναίκες. Ποσοστό 30,4%, λίγο καλύτερο από των Ισπανών και απείρως καλύτερο από το απαράδεκτο δικό μας.
Προσέξτε ότι διάλεξα χώρες μεσογειακές, που επίσης αντιμετωπίζουν πολλαπλά προβλήματα και έχουν μπει σε μνημόνιο ή άλλα έκτακτα προγράμματα. Κι όμως, εκεί οι γυναίκες έχουν τριπλάσια ως πενταπλάσια και εξαπλάσια (αναλογικά) συμμετοχή απ’ ό,τι σε μας. Είναι να νιώθεις ντροπή.
Κρίνοντας την προηγούμενη κυβέρνηση Σαμαρά είχα γράψει ότι “κανονικά, κάτι τέτοιο” (δηλαδή η ντροπιαστική υποεκπροσώπηση των γυναικών) “θα έπρεπε να απαγορεύεται από το Σύνταγμα”. Ξέρω ότι υπάρχουν και αντίθετες απόψεις στις ιδέες για καθιέρωση ποσόστωσης, τα έχουμε ξανασυζητήσει άλλωστε. Και ξέρω κι ότι ακόμα κι αν υπήρχε ποσόστωση, θα βρίσκονταν τρόποι καταστρατήγησής της (π.χ. αν έπρεπε το 1/3 των υπουργών να είναι γυναίκες, μπορεί να βλέπαμε διακοσμητικά Υπουργεία για να συμπληρωθεί η ποσόστωση). Όμως, εξακολουθώ να είμαι πεπεισμένος ότι μόνο θετικά μπορεί να έχει η καθιέρωση ποσόστωσης για τις γυναίκες στα αιρετά αξιώματα. Και εξακολουθώ να λυπάμαι βαθύτατα που η νέα κυβέρνηση εξακολουθεί το ιδιότυπο απαρτχάιντ κατά των γυναικών.
Τουλάχιστον, αν καθιερωνόταν η ίση εκπροσώπηση ανδρών και γυναικών μπορεί να μην γινόταν η Ελλάδα αγνώριστη, αλλά η πολιτική μας ζωή θα μεταμορφωνόταν -προς το καλύτερο, σίγουρα!
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου