ΟΤΑΝ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΗΣΑ
Όταν αποχαιρέτησα τους φίλους
Σ’ αυτή τη γη ξεχάστηκεν η μέρα
Κι οι νύχτες εναλλάσσονταν με νύχτες.
Πώς να μιλήσω; Το πλήθος δάμαζε
Τους δημεγέρτες και τους πλάνους. Με στιλέτα
Κάρφωναν τα δικά μου λόγια. Πώς να μιλήσω
Όταν στηνόνταν μυστικές αγχόνες
Σε κάθε πόρτα ενεδρεύοντας τον ύπνο
Και τόσα που να στοιβαχτούνε γεγονότα
Τόσες μορφές να ξαναγίνουν αριθμοί
Πώς να εξηγήσω πιο απλά τι ήταν ο Ηλίας
Η Κλαίρη, ο Ραούλ, η οδός Αιγύπτου
Η 3η Μαϊου, το τραμ 8, η «Αλκινόη»
Το σπίτι του Γιώργου, το αναρρωτήριο.
Θα σου μιλήσω πάλι ακόμη με σημάδια
Με σκοτεινές παραβολές, με παραμύθια
Γιατί τα σύμβολα είναι πιο πολλά από τις λέξεις
Ξεχείλισαν οι περιπέτειες οι ιδιωτικές
Το άψογο πρόσωπο της Ιστορίας θολώνει
Αρχίζει μια καινούρια μέρα που κανείς δεν την βλέπει
Και δεν την υποψιάζεται ακόμη
Όμως έχει τρυπώσει μες στις ραφές της καρδιάς
Στα καφενεία και τα χρηματιστήρια
Στις βροχερές ώρες, στα άδεια πάρκα, στα μουσεία
Μέσα στα σπουδαστήρια και τα μαγαζιά
Αλλάζει τη σύνθεση της ατμόσφαιρας
Τη γεύση του φιλιού, την πολυτέλεια της αμαρτίας
Τον χυμισμό του κυττάρου, την ορμή της μπόρας.
Έχει στηθεί η σκηνή μα δεν φωτίζουν οι προβολείς
Κι όλα τα πρόσωπα είναι εδώ – αντάξια του δράματος
Γενεές γενεών υποκριτές: η θλιβερά ερωμένη
Ο άνθρωπος με το χαμόγελο, ο επίορκος
Τα κουδουνάκια του τρελλού, κάθε κατώτερη ράτσα
Άρχοντες και πληβείοι και αυτοτιμωρούμενοι.
Πώς τόσα πρόσωπα να γίνουν αριθμοί
Και τόσα γεγονότα απλά βιβλία
Χωρίς την επινόηση μιας νέας διάταξης στοιχείων
Χωρίς μια νέα μύηση που θα σαρώσει την αυλαία
Σκίζοντας βίαια το σάπιο μήλο
Να επιστρέψουν τα άγια στους σκύλους, τα βρέφη στις μήτρες.
Κι όρθια η Πράξη σαν αλεξικέραυνο.
9η Θερμιδώρ 1955
«Πιστεύω ότι η ποίηση δεν είναι ούτε επάγγελμα ούτε κάτι το μόνιμο στην ανθρώπινη ζωή.»
Μανόλης Αναγνωστάκης. «Μία σπουδαία προσωπικότητα, ένας χαρισματικός ποιητής που πέτυχε να εκφράσει τον εαυτό του και την εποχή του, αλλά και να διαχειριστεί την ήττα της γενιάς του μέσα από μία σπαρακτική ειλικρίνεια, με πλήρη συνείδηση της ευθύνης απέναντι στην Ιστορία, μακριά από τους συνήθεις εύκολους συναισθηματισμούς.»
Γεννήθηκε σαν σήμερα, το 1925. Ασκησε την ιατρική ως επάγγελμα, και την ποίηση ως έργο, με αφοσίωση και αγάπη. Είτε με το όνομά το, είτε ως «Μανούσος Φάσσης», είτε συγκεντρώνοντας υπέροχα ποιήματα τρίτων, σε μια εξαιρετική ανθολογία με τον τίτλο «Χαμηλή φωνή».
Πήρε μέρος στην Αντίσταση ως στέλεχος της ΕΠΟΝ στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Για την πολιτική του δράση στο φοιτητικό κίνημα φυλακίστηκε στο διάστημα 1948-1951, ενώ το 1949 καταδικάστηκε σε θάνατο από έκτακτο στρατοδικείο.
Εμφανίστηκε στη λογοτεχνία το 1942 από το περιοδικό «Πειραϊκά Γράμματα». Εκτελώντας χρέη και αρχισυντάκτη, το 1944 συνεργάστηκε με το φοιτητικό περιοδικό «Ξεκίνημα» (1944), πόλο συσπείρωσης των προοδευτικών νέων λογοτεχνών της πόλης, και το 1945 εξέδωσε με δικά του έξοδα την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Εποχές». Αν και προχώρησε στην έκδοση μιας σειράς ποιητικών συλλογών τις επόμενες δεκαετίες, θα έπρεπε να περιμένει ως το 1979, σχεδόν 35 χρόνια μετά την πρώτη έκδοση του βιβλίου του, ώστε να δει να τυπώνεται η συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του χωρίς δικά του έξοδα.
Δημοσίευσε ποιήματα και κριτικά σημειώματα σε πολλά περιοδικά, ενώ είχε και πυκνή παρουσία στην εφημερίδα «Αυγή», με κείμενα για θέματα λογοτεχνικά και πολιτικά. Εξέδωσε το περιοδικό «Κριτική» (Θεσσαλονίκη, 1959-1961), υπήρξε μέλος της εκδοτικής ομάδας των «Δεκαοκτώ κειμένων» (1970), των «Νέων Κειμένων» και του περιοδικού «Η Συνέχεια» (1973).
Τα ποιήματα που ο Μανώλης Αναγνωστάκης άφησε πίσω του δημοσιευμένα είναι 88 και γράφτηκαν από το 1941 έως το 1971. Από το 1979 που κυκλοφόρησε ο συγκεντρωτικός τόμος των ποιημάτων του, και από το 1983 που κυκλοφόρησε ιδιωτικά το αυτοβιογραφικό σχόλιο «Y.Γ.» δεν υπήρξε καμία δημόσια παρέμβασή του.
«Στο αλλοιωμένο τοπίο της εποχής μας δεν θα ξαναγράψω», είχε ξεκαθαρίσει, γιατί «το έργο μου το ολοκλήρωσα. Επιλέγω τη σιωπή». Ίσως επειδή, όπως είχε πει σε μία από τις σπάνιες συνεντεύξεις του, «η ποίηση είναι έργο της νεότητας. Χρειάζεται ενθουσιασμό, αυταπάτες, ψευδαισθήσεις. Αυτά τα έχουν οι νέοι. Όσο μεγαλώνεις, κατέχεις καλύτερα τα μέσα σου. Γίνεσαι τεχνίτης, αλλά ένα ποίημα δεν χρειάζεται να είναι τέλειο για να είναι καλό».
Θεωρούσε ότι η ποίησή του ήταν δεμένη με ορισμένα βιώματα, τα οποία εξέφρασε και δεν είχε την επιθυμία ή την ανάγκη να τα εκφράσει πάλι. « Ήταν όπως ένας ισχυρός ερωτικός δεσμός ο οποίος λήγει.» έλεγε. Και: «Νομίζω ότι για να εκφρασθεί κανείς με ένα στίχο που να ξεπερνάει αυτά τα οποία έχει γράψει ως τώρα είναι μεγάλη δουλειά. Εάν θέλω αυτή τη στιγμή μπορώ να σου βγάλω πέντε συλλογές.»
Σε όλη του την πορεία αγωνιζόταν να συμφιλιώσει τις ανάγκες της ποίησης με τις προσταγές της συνείδησής του, να παραμερίσει την κομματική πειθαρχία της επίσημης Αριστεράς προς όφελος μιας αδέσμευτης κριτικής, αλλά και μιας έκφρασης αποκαθαρμένης από ρητορείες και εύκολους εντυπωσιασμούς. Και τώρα, στις αρχές του ’80 αισθανόταν ότι έπρεπε να σταματήσει να γράφει, ότι οι λέξεις εξαντλήθηκαν και το μόνο που απέμενε ήταν η επιλογή της σιωπής. «Η ποίηση είναι μια δυνατότητα έκφρασης. Θα μείνει κανείς μόνος με αυτήν τη δυνατότητα ή θα φτάσει κάποτε σε ένα σημείο που δεν θα αισθανθεί την ανάγκη της έκφρασης; Και αυτό όχι από αδιαφορία ή από παραίτηση. Εντελώς το αντίθετο: Από την οδυνηρή διαπίστωση της φτώχειας των εκφραστικών του δυνατοτήτων, της φτώχειας δηλαδή των λέξεων να αποδώσουν την ουσία της ζωής» εξηγεί για να καταλήξει: «Τότε σταματά, τότε επιλέγει τη σιωπή, που και η σιωπή σε ορισμένες περιπτώσεις, είναι και αυτή μια έκφραση».
Σε μια συνέντευξή του στον Χρήστο Μαυρή, που δημοσιεύθηκε στα «Νέα της Λευκωσίας» έλεγε:
«Κανείς δεν μπορεί να του επιτάσσει ή να του υποβάλλει ότι πρέπει και την Τέχνη του να τη θέσει στην υπηρεσία, στην άμεση υπηρεσία του λαού του. Στην υπηρεσία υπάρχει, αλλά δεν τη βάζεις άμεσα. Όπως είπε – δεν θυμάμαι τώρα ποιος το είπε – ένας σοβιετικός, νομίζω, το είπε γύρω στο 1920: Ο πολιτικός (ο αγκιτάτορας) έχει σαν στόχο να μιλάει μια γλώσσα κατανοητή στη μάζα, για να μπορέσει να την προωθήσει λίγο πιο μπροστά. Αυτή την υποχρέωση δεν την έχει ο καλλιτέχνης. Αντίθετα, πρέπει να κάνει τη μάζα αυτή να ξεχάσει τη γλώσσα που ήξερε. Να της μάθει μια καινούργια γλώσσα η οποία στην αρχή μπορεί να φαίνεται τελείως ακατανόητη. Να μην συμμορφώνεται με τα γούστα ή με τη διαμορφωμένη αντίληψη πάνω στο καλλιτεχνικό φαινόμενο της μάζας. Γιατί, αυτό, μπορεί να είναι διαμόρφωση η οποία ανήκει σε άλλο κόσμο και άλλο χώρο. Πρέπει οπωσδήποτε να της μάθει μια καινούργια γλώσσα. Θα αντιδράσει στην αρχή αλλιώς, το αντίθετο, είναι ο περίφημος λαϊκισμός.
Όμως ο πολιτικός πρέπει να είναι ως ένα σημείο λαϊκιστής. Αναγκαστικά πρέπει να μιλήσει τη γλώσσα που ξέρει για να προωθηθεί. Επειδή ο καλλιτέχνης δεν έχει τη δυνατότητα αυτή, δηλαδή τη δυνατότητα της άμεσης επαφής, της συζήτησης και της διαλεχτικής, αλλά έχει απλώς το έργο του, δεν μπορεί να κολακεύει το αισθητικό επίπεδο της μάζας σε κάθε στιγμή. Πρέπει να έρχεται και σε κόντρα με το δοσμένο αισθητικό επίπεδο της μάζας για να το προωθήσει σε κάτι καινούργιο.»http://logotexnikesmikrografies.blogspot.gr/2012/03/blog-post_12.html
Και εκεί που όλοι πίστευαν πως είχε σιωπήσει στ’ αλήθεια, ένας ακόμα πιο απελευθερωμένος Μανόλης Αναγνωστάκης έκανε την εμφάνισή, του, ως Μανούσος Φάσσης. Δήθεν παιδικός φίλος και συμμαθητής του ποιητή. Στην πραγματικότητα, ήταν η περσόνα του, το διαβατήριό του για τον σαρκασμό- και τον αυτοσαρκασμό, το χιούμορ, το λυτρωτικό αστείο.
« Νομίζω ότι για την έκδοση του ‘Μανούσου Φάσση’ είμαι κατά μέγα μέρος υπεύθυνη, γιατί όλη αυτή η σατιρική πλευρά του Μανόλη ήτανε μία πλευρά εντελώς κρυφή.» σημείωσε σε μια συζήτηση η σύζυγός του σπουδαία κριτικός λογοτεχνίας Νόρα Αναγνωστάκη. «Την ήξερε μόνο ο στενός κύκλος των φίλων, κι ήταν σα να απέκρυπτε ένα κομμάτι της προσωπικότητάς του, ένα κομμάτι από την πραγματική του υπόσταση, η οποία ήταν εντελώς συναφής με τα υποτιθέμενα σοβαρά ποιήματα. Εγώ δεν νομίζω πώς ο Μανούσος Φάσσης είναι λιγότερο σοβαρός από τα άλλα. Επιφανειακά δείχνει ότι είναι μια ελαφρά όψις, μια σατιρική πλευρά της ζωής, ή και αυτοσαρκασμός, αλλά βασικά πιστεύω ότι είναι εντελώς σύμφυτη με τον ‘σοβαρό’ Αναγνωστάκη ο Μανούσος Φάσσης… Ήταν λοιπόν ένα δικό μου σπρώξιμο, συνεχές, όπου του έλεγα ότι δεν είναι δυνατό να αποκρύπτεις από τον κόσμο το αληθινό σου πρόσωπο… Και όχι μόνο δεν αισθάνομαι … ένοχη, αλλά αισθάνομαι και υπερήφανη γι’ αυτό. […] Όσοι όμως ζούσαμε καθημερινά, βλέπαμε ότι αυτό είναι σύμφυτο, γιατί ο Μανόλης δεν ήταν ποτέ ακραιφνώς δραματικός. Είναι ένας άνθρωπος, που έχει συναίσθηση και της αρνητικής, ας το πως έτσι, πλευράς της σοβαροφάνειας, που είναι και το πιο ισχυρό σημείο, διότι έτσι κρατάς τις ισορροπίες σου, σ’ όλα τα πράγματα…»
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου