Το υψηλότερο ποσοστό φτώχειας στην Ευρώπη παρουσίασε η Ελλάδα το 2012, καθώς σύμφωνα με έρευνα της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής το 23,1% του πληθυσμού ήταν σε κίνδυνο φτώχειας βάσει των εισοδημάτων του 2011. Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας είναι υψηλότερο στις γυναίκες 23,6% σε σχέση με τους άνδρες 22,5%. Παράλληλα, την κατανάλωση σχεδόν όλων των ειδών έχουν περιορίσει τα νοικοκυριά, καθώς συνεχίζεται η «ελεύθερη πτώση» του διαθέσιμου εισοδήματός τους, όπως προκύπτει από την έρευνα οικογενειακών προϋπολογισμών 2012 της ΕΛΣΤΑΤ.
Το ποσοστό του πληθυσμού που απειλείται περισσότερο από τη φτώχεια, ως προς το σύνολο του πληθυσμού, είναι:
- Μονογονεϊκά νοικοκυριά με, τουλάχιστον, ένα εξαρτώμενο παιδί (66%)
- 'Ανδρες άνεργοι (52,1%)
- Λοιποί μη οικονομικά ενεργοί (εκτός συνταξιούχων (33,3%)
- Παιδιά ηλικίας 0-17 ετών (26,9%)
- Μονοπρόσωπα νοικοκυριά με μέλος θήλυ (24,1%)
- Νοικοκυριά με έναν ενήλικα ηλικίας 65 ετών και άνω (23,5%)
Διαβάστε επίσης: Ένας στους τέσσερις στο όριο της φτώχειας
Πτώση και στις καταναλωτικές δαπάνες των νοικοκυριών
Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ η μέση μηνιαία δαπάνη των νοικοκυριών το 2012 διαμορφώθηκε στα 1.637,10 ευρώ το 2012, μειωμένη δηλαδή κατά 10,2% σε σύγκριση με το 2011.
Σε σύγκριση με το 2008, όταν η μέση μηνιαία δαπάνη ήταν 2.401,44 ευρώ (σε σταθερές τιμές 2012), προκύπτει μείωση κατά 31,8% (σε σταθερές τιμές) και κατά 22,7% σε τρέχουσες τιμές
Σε σχέση με την προηγούμενη έρευνα (2011), καταγράφεται μεγαλύτερη μείωση δαπανών, σε τρέχουσες τιμές, για ένδυση- υπόδηση (15,3%), διάφορα αγαθά και υπηρεσίες (15,3%), ξενοδοχεία, καφενεία και εστιατόρια (15,1%), αναψυχή και πολιτισμό (15%), διαρκή αγαθά (13,7%), μεταφορές (12,6%), εκπαίδευση (10%), ακόμη και υγεία (8,6%).
Μικρότερες μειώσεις παρατηρούνται στις δαπάνες για είδη διατροφής (7,5%), επικοινωνίες (7,5%), οινοπνευματώδη ποτά και καπνό (5,7%) και στέγαση (1,3%).
Στα είδη διατροφής, παρατηρείται μείωση της μηνιαίας δαπάνης για μεταλλικά νερά, αναψυκτικά και χυμούς (19,3%), ζάχαρη, μαρμελάδα, μέλι, γλυκά και ζαχαρωτά (18,4%), καφέ, τσάι και κακάο (13,9%), ψάρια (11,2%), φρούτα (8,5%), κρέας (7,6%), λαχανικά (7%), λοιπά είδη διατροφής (5,1%), αλεύρι, ψωμί, δημητριακά (4,1%), γαλακτοκομικά προϊόντα και αυγά (4%), έλαια και λίπη (0,7%).
Την περίοδο από το 2008 έως το 2012, συνεχής είναι η μείωση των δαπανών γιαείδη ένδυσης και υπόδησης, ως ποσοστό επί του οικογενειακού προϋπολογισμού (από 8,2% το 2008 σε 5,8% το 2012) και για διαρκή αγαθά (από 7,1% το 2008 σε 5,8% το 2012).
Σε σύγκριση με το 2011, παρατηρείται σημαντική αύξηση της κατανάλωσης αγαθών από ιδία παραγωγή (από 0,7% το 2011 σε 1,1% το 2012, επί του οικογενειακού προϋπολογισμού).
Η μέση μηνιαία ποσότητα υγρών καυσίμων, υγραερίου, φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας που καταναλώνεται στην κύρια κατοικία μειώθηκε κατά 14,7%, 7,9% , 2,1% και 0,5% αντίστοιχα, ενώ η μέση μηνιαία ποσότητα στερεών καυσίμων (καυσόξυλα, πελλέτες, πυρήνας κλπ.) αυξήθηκε κατά 46,4%.
Το μεγαλύτερο μερίδιο των δαπανών του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών αφορά τα είδη διατροφής (20,1%) και ακολουθούν η στέγαση (13,9%) και οι μεταφορές (12,8%), ενώ οι υπηρεσίες της εκπαίδευσης αποτελούν το μικρότερο μερίδιο των δαπανών (3,5%).
Τα νοικοκυριά που διαμένουν σε αγροτικές περιοχές δαπανούν 1.298,23 ευρώ μηνιαίως, ενώ αυτά που διαμένουν σε αστικές περιοχές 1.717,06 ευρώ.
Σε ό, τι αφορά τις συνθήκες διαβίωσης, από τα στοιχεία της έρευνας προκύπτει ότι:
α) αυξήθηκε ο αριθμός των νοικοκυριών που διαθέτουν ηλεκτρονικό υπολογιστήστην κύρια κατοικία τους (+4,2%), τουλάχιστον, ένα κινητό τηλέφωνο (+1,2%), κλειστούς χώρους στάθμευσης στην κατοικία (+1,8%),
β) μειώθηκε ο αριθμός των νοικοκυριών που χρησιμοποιούν την κεντρική θέρμανση ως κύρια πηγή θέρμανσης (μεταβολή 22,6%), κατέχουν ή νοικιάζουν δευτερεύουσες ή εξοχικές κατοικίες (-2,8%), λόγω μείωσης των ενοικιαζόμενων και των εξοχικών που έγιναν κύριες κατοικίες, διέθεταν τουλάχιστον, ένα επιβατηγό αυτοκίνητο ΙΧ (-0,6%), ενώ ο αριθμός των αυτοκινήτων μειώθηκε κατά 3,1%.
Σχετικά με την ανισότητα, το μερίδιο της διάμεσης ισοδύναμης δαπάνης (αγορές) του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού είναι 5,9 φορές μεγαλύτερο από το μερίδιο της διάμεσης ισοδύναμης δαπάνης του φτωχότερου 20% του πληθυσμού (5,5 το 2011).
Τα φτωχά νοικοκυριά δαπανούν το 33,3% του μέσου προϋπολογισμού τους σε είδη διατροφής, ενώ τα μη φτωχά το 19,2%.
Λόγω της σύνθεσης των φτωχών νοικοκυριών (ηλικιωμένοι, ανασφάλιστοι, κ.λπ.), η δαπάνη για την υγεία ανέρχεται στο 7,3% του μέσου προϋπολογισμού τους, ενώ των μη φτωχών στο 6,5%.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, τα καταναλωτικά πρότυπα έχουν ως εξής:
Στην Ελλάδα, στην Εσθονία και στη Λετονία το σχετικά μεγαλύτερο μερίδιο των δαπανών του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών αφορά στα είδη διατροφής, τα καταναλωτικά πρότυπα διαφέρουν για την Ισπανία και την Ιταλία, όπου καταγράφονται ως υψηλότερες οι δαπάνες που αφορούν στη στέγαση, οι δαπάνες για εκπαίδευση κυμαίνονται από 0,7% του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών στην Εσθονία, έως 3,5% στην Ελλάδα.
H Ελλάδα και η Λετονία καταγράφουν τη μεγαλύτερη ιδιωτική δαπάνη για την υγεία (6,4% και 5,9 % του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών, αντίστοιχα).
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου