Το Πάσχα επέστρεψε στη παλιότερη "κανονικότητά" του, ωστόσο ανέδειξε την αβεβαιότητα του "μετά". Που είναι εδώ και καίει, μέσα από λογαριασμούς ρεύματος, αδιέξοδα και ενεργειακές κρίσεις.
γράφει ο Χρήστος Δεμέτης
Πάσχα σημαίνει πέρασμα.
Από τη ντροπή, στην αξιοπρέπεια. Από τον αποκλεισμό, στο μοίρασμα.
Από την ατομική βολή, στη συλλογική Ανάταση. Και Ανάσταση.
Πάσχα λοιπόν, μετά από δύο χρόνια πανδημίας. Πάσχα με κόσμο στις εκκλησίες, με Ανάσταση στις 12 το βράδυ, με οικογενειακά τραπέζια, με τσούγκρισμα αυγών από κοντά, με επιφυλακτικές μεν, αγκαλιές δε. Με βόλτες, με ανθρώπους να σμίγουν στις αυλές, με ευχές σε κοινούς χώρους και γιορτές, όχι από τα μπαλκόνια.
Το φετινό Πάσχα θύμιζε κάτι από τα παλιά. Δεν ήταν ακριβώς όπως παλιά, αλλά μας θύμισε πως η ζωή σιγά σιγά βρίσκει το δρόμο της. Πως αργά αλλά σταθερά, θα επανέλθουμε.
Σε τι κόσμο όμως επανερχόμαστε; Οι συζητήσεις στο οικογενειακό τραπέζι γυρνούσαν γύρω από αυτό το θέμα ακριβώς. Δεν κυριάρχησε η ακρίβεια, δεν κυριάρχησε η πολιτική συνέχεια στη χώρα, δεν κυριάρχησε ο πόλεμος. Κυριάρχησαν όλα μαζί γύρω από τον ίδιο γνώμονα: Το τι έρχεται μετά. Το τι θα βρούμε μπροστά μας. Το τι ζούμε ήδη, ως επόμενη μέρα.
Ήταν και οι γαλλικές εκλογές τη Κυριακή του Πάσχα και το αποτέλεσμά τους, η επικράτηση του “μη χείρον βέλτιστον”, το σάστισμα από το 44% της Λεπέν που δεν το λες καθόλου ευκαταφρόνητο, φωτογραφίζοντας την ακροδεξιά που ανεβαίνει ξανά στην Ευρώπη, συνοδευόμενη από μια απουσία εναλλακτικής πρότασης, ως ζήτημα συνολικής ηγεσίας στην ΕΕ.
Ήταν και η εκμυστήρευση των συναισθημάτων που μαζεύτηκαν αυτά τα δύο χρόνια. Η αγωνία της απαρχής της πανδημίας που έδωσε το θέση της στις παγιωμένες φοβίες, και στη συνέχεια στην κούραση και τώρα, στο μούδιασμα.
Η συσσωρευμένη οργή, σε συνδυασμό με την απογοήτευση έναντι των αντιπροτάσεων, η κατανόηση της γενικευμένης στασιμότητας απέναντι στο “άγνωστο”.
Η συνειδητοποίηση όμως, πως μπροστά μας έρχεται μια καταιγίδα που κανείς δεν ξέρει πώς θα εξωτερικευτεί.
Από το φετινό τραπέζι, τουλάχιστον το δικό μας οικογενειακό τραπέζι, έλειψαν οι ευθείες πολιτικές αντιπαραθέσεις, οι κομματικές κόντρες, οι βαθιά χρωματισμένες διαμάχες. Δεν ξέρω αν είναι αντιπροσωπευτικό, ίσως όμως να είναι σημείο των καιρών. Ως τάση και διαφαινόμενη κατάσταση, κάπως έτσι διαμορφώνεται μια μέση συζήτηση σε ένα μέσο τραπέζι καφετέριας τους τελευταίους μήνες. Μαζεμένη οργή, απουσία του αισθήματος της έκπληξης, και μούδιασμα. “Δεξιοί” να απογοητεύονται από τη Δεξιά, αλλά και κεντροαριστεροί χωρίς σαφή διέξοδα.
Οριακά πράγματα δηλαδή.
Το φετινό Πάσχα ήταν αρκετά παράδοξο λοιπόν. Μας έδειξε τον δρόμο της μεταπανδημικής εποχής, μας έπεισε πως θα βρεθούμε ξανά και θα βρισκόμαστε ξανά μαζί για να γιορτάζουμε, αλλά μας έκανε να σκεφτόμαστε και τη βενζίνη για τα ταξίδια που θα έρθουν και δεν θα έρθουν, τους λογαριασμούς ρεύματος του καλοκαιριού και του επόμενου χειμώνα, το πόσο εύθραυστη είναι η περιβόητη “παγκόσμια ειρήνη” και το πόσο μακριά είμαστε από μια εναλλακτική πολιτική πρόταση που θα μπορούσε να συγκεράσει αντιθέσεις, να εμπνεύσει, να συμπαρασύρει, να κάμψει τις αντιστάσεις και να κερδίσει τον μέσο πολίτη έναντι των παγιωμένων – και διαχρονικών – ιδεοληψιών, που πάντοτε θα βρίσκουν τον δικό τους λόγο ύπαρξης.
Το φετινό Πάσχα μας έδειξε στο τώρα, ότι βρισκόμαστε ήδη στο “μετά”. Στο αβέβαιο και το θολό, μετά. Μας θύμισε ακόμη πως ο κορονοϊός δεν έληξε ακόμη, πως η υγεία θα παραμείνει στο επίκεντρο, μαζί με τις διεκδικήσεις για καλύτερη δημόσια υγεία.
Δεν τελειώσαμε με αυτά, μονάχα στην αρχή είμαστε.
Αν υπάρχει ευχή λοιπόν, ως εορταστική κατακλείδα, ή ως απολογισμός, η ευχή είναι αυτό το “μαζί” που ξαναβρήκαμε γύρω από τα γιορτινά τραπέζια, να γίνει ένα πιο διευρυμένο Μαζί στους αγώνες για κοινωνικές κατακτήσεις, για καλύτερες συνθήκες ζωής, μέσα στην όλη αβεβαιότητα.
Ίσως τελικά αυτή η σιγοβράζουσα απορία, αυτή η κούραση και η διάθεση για ουσιαστική “Ανάσταση”, να προκαλέσει υπερβάσεις στα εσκαμμένα της μεσοαστικής μας ζωής. Ίσως κάνει τους πολλούς, να προκαλέσουν εκουσίως ή ακουσίως νέες πολιτικές ανακατατάξεις, αναταράξεις, ανασχηματισμούς.
Θα πάρει χρόνο η αλλαγή. Αλλά θα είναι ηχηρή, σαν το δυνατό “Μακάρι” που έβγαινε από τα χείλη ακολουθώντας το “Καλή Ανάσταση”, που φέτος θύμισε μια άλλη, “καλή Λευτεριά”.
Από τα δεσμά των φόβων.
Από τα δεσμά της διαρκούς αγωνίας και της ανέχειας.
Λευτεριά από το να σου λένε πως “υπάρχουν και χειρότερα”.
Γιατί ο μεγαλύτερος εχθρός της στασιμότητας, είναι η ανάγκη για ζωή. Όχι επιβίωση. Και η συλλογική μας, αισιοδοξία.