Του Κώστα Μαμελη
Στο τραπεζάκι, τακτοποιημένα. Κατά χρώματα, μέγεθος, τιμή.
Ο ήλιος έπεσε, το μούχρωμα της δύσης σκοτεινιάζει. Κι αυτός, έτοιμος για πωλήσεις. «Λαμπάδες, καλές λαμπάδες» διαφήμιζε. «Πάρτε σας παρακαλώ από μένα», ικέτευε.
Έπιασε την καλλίτερη θέση, ελπίζει σε ξεπούλημα, στους «Χριστιανούς», αν και δεν καταλαβαίνει, μουσουλμάνος αυτός, γιατί τα ανάβουν, τί είναι «Καλή Ανάσταση»!
Σ΄αυτόν, ναι, θα χρησίμευαν. Μένουν καιρό στο ανήλιαγο υπόγειο του Ηρακλή, του κομμουνιστή, δωρεάν. Τους λυπήθηκε, βλέπεις, αυτούς τους μαυριδερούς Πακιστανούς, που 'ρθαν από το πουθενά για ένα κομμάτι ξερό ψωμί.
Ο πατέρας, μεροκάματο τρόμου. Όρθιος στο Σταθμό, εκλιπαρεί, τώρα που δεν έχει οικοδομές.
Η μάνα, στις σκάλες, με τη σφουγκαρίστρα, ολημερίς με το φόβο «του Αλλοδαπών». «Μη τυχόν και σε πιάσουν, καημένη….πέθανες», της λένε.
Κι αυτή, σφιχτά στα χέρια το δεκάευρω και τη σακούλα με ξεροκόμματα και αποφάγια, πίσω στο υπόγειο, δίπλα στο λυμφατικό στερνοπαίδι.
Γι' αυτό ο Ζουλφικάρ πρέπει να ξεπουλήσει, πάση θυσία. Έκανε το λογαριασμό, 50 ευρώ κέρδη. Παπούτσια από τα κινέζικα για πατέρα-μάνα, γάλα-φάρμακα για την άρρωστη αδελφούλα.
Κι ό,τι περισσέψει, μια σοκολάτα γι΄αυτόν (την ονειρεύονταν μέρες τώρα), τετράδια, μολύβια, για «γράμματα ελληνικά» που θα του μάθει-το υποσχέθηκε- ο καλλίτερος μαθητής-συμμαθητής, ο Μιχαλάκης.
«Διαγενομένου του Σαββάτου» πολλοί προσπέρασαν, λίγοι κοντοστάθηκαν, λιγότεροι αγόρασαν από τον Ζουλφικάρ, τον μαυριδερό δωδεκάχρονο.
Αγνόησαν το μικρό Γολγοθά του, σπεύδοντας στη μεγάλη, «επίσημη» Ανάσταση, του «κανονικού» Γολγοθά, μόνιμου άλλοθι της επιγενόμενης ευωχίας τους.
Κι άφησαν το μικρό «φτωχοδιάβολο» με την πραμάτεια απούλητη και τα σχέδια ανεκπλήρωτα.
Στο υπόγειο όταν το φως της απούλητης λαμπάδας τρεμόπαιξε, τα ματάκια του έγειραν βαριά, (θολά από βουβά δάκρυα) και το όνειρο της σοκολάτας ξανάρθε κατακόκκινο. Σα πασχαλιάτικο αυγό.
Μεγάλο
Σάββατο, απόγεμα, χωρίς ασετιλίνη, την Αριστοτέλους που περνάς, δεν
θυμάσαι τη Κουμιώτη, με «τις φλούδες μανταρίνι» που τραγούδησες, κάποτε.
Τώρα τρέχεις με το turbo, άλλα «φτηνά εγκόσμια» σ΄ απασχολούν. Όλα τα προσπερνάς με κυνισμό και ταχύτητα.
Όμως, γωνία Αγίας Σοφίας, δίπλα στη νεραντζιά που μοσχομυρίζει, ο δωδεκάχρονος (;) Ζουλφικάρ, ήδη μπροστά την πραμάτεια του. Τα κεριά. Της «Ανάστασης», του 'παν.
Τώρα τρέχεις με το turbo, άλλα «φτηνά εγκόσμια» σ΄ απασχολούν. Όλα τα προσπερνάς με κυνισμό και ταχύτητα.
Όμως, γωνία Αγίας Σοφίας, δίπλα στη νεραντζιά που μοσχομυρίζει, ο δωδεκάχρονος (;) Ζουλφικάρ, ήδη μπροστά την πραμάτεια του. Τα κεριά. Της «Ανάστασης», του 'παν.
Στο τραπεζάκι, τακτοποιημένα. Κατά χρώματα, μέγεθος, τιμή.
Ο ήλιος έπεσε, το μούχρωμα της δύσης σκοτεινιάζει. Κι αυτός, έτοιμος για πωλήσεις. «Λαμπάδες, καλές λαμπάδες» διαφήμιζε. «Πάρτε σας παρακαλώ από μένα», ικέτευε.
Έπιασε την καλλίτερη θέση, ελπίζει σε ξεπούλημα, στους «Χριστιανούς», αν και δεν καταλαβαίνει, μουσουλμάνος αυτός, γιατί τα ανάβουν, τί είναι «Καλή Ανάσταση»!
Σ΄αυτόν, ναι, θα χρησίμευαν. Μένουν καιρό στο ανήλιαγο υπόγειο του Ηρακλή, του κομμουνιστή, δωρεάν. Τους λυπήθηκε, βλέπεις, αυτούς τους μαυριδερούς Πακιστανούς, που 'ρθαν από το πουθενά για ένα κομμάτι ξερό ψωμί.
Ο πατέρας, μεροκάματο τρόμου. Όρθιος στο Σταθμό, εκλιπαρεί, τώρα που δεν έχει οικοδομές.
Η μάνα, στις σκάλες, με τη σφουγκαρίστρα, ολημερίς με το φόβο «του Αλλοδαπών». «Μη τυχόν και σε πιάσουν, καημένη….πέθανες», της λένε.
Κι αυτή, σφιχτά στα χέρια το δεκάευρω και τη σακούλα με ξεροκόμματα και αποφάγια, πίσω στο υπόγειο, δίπλα στο λυμφατικό στερνοπαίδι.
Γι' αυτό ο Ζουλφικάρ πρέπει να ξεπουλήσει, πάση θυσία. Έκανε το λογαριασμό, 50 ευρώ κέρδη. Παπούτσια από τα κινέζικα για πατέρα-μάνα, γάλα-φάρμακα για την άρρωστη αδελφούλα.
Κι ό,τι περισσέψει, μια σοκολάτα γι΄αυτόν (την ονειρεύονταν μέρες τώρα), τετράδια, μολύβια, για «γράμματα ελληνικά» που θα του μάθει-το υποσχέθηκε- ο καλλίτερος μαθητής-συμμαθητής, ο Μιχαλάκης.
«Διαγενομένου του Σαββάτου» πολλοί προσπέρασαν, λίγοι κοντοστάθηκαν, λιγότεροι αγόρασαν από τον Ζουλφικάρ, τον μαυριδερό δωδεκάχρονο.
Αγνόησαν το μικρό Γολγοθά του, σπεύδοντας στη μεγάλη, «επίσημη» Ανάσταση, του «κανονικού» Γολγοθά, μόνιμου άλλοθι της επιγενόμενης ευωχίας τους.
Κι άφησαν το μικρό «φτωχοδιάβολο» με την πραμάτεια απούλητη και τα σχέδια ανεκπλήρωτα.
Στο υπόγειο όταν το φως της απούλητης λαμπάδας τρεμόπαιξε, τα ματάκια του έγειραν βαριά, (θολά από βουβά δάκρυα) και το όνειρο της σοκολάτας ξανάρθε κατακόκκινο. Σα πασχαλιάτικο αυγό.
Δημοσιεύτηκε στον Αγγελιοφόρο, Θεσσαλονίκη, 22.4.2009
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου