Του Κωνσταντίνου Τσουκαλά
Από καταβολής, οι άνθρωποι ζουν εν όψει του επικείμενου τέλους τους. Οπως έλεγε ο Κέινς, «μακροπρόθεσμα, είμαστε όλοι νεκροί». Η ανθρώπινη κατάσταση σφραγίζεται από τη ριζική αυτή αβεβαιότητα. Και η ιστορία του πολιτισμού είναι αναπόσπαστη από την ιστορία των μηχανισμών που επιχειρούν να αμβλύνουν την αγωνιώδη ενατένιση του άγνωστου μέλλοντος. Ετσι, τα σύμβολα, οι λέξεις, οι βεβαιότητες και οι αξίες, που αγκιστρώνουν τους ανθρώπους στη φαντασιακή ασφάλεια του παρελθόντος και του παρόντος, εμπεριέχουν πάντα μια διάσταση ψυχολογικής παραμυθίας. Ο ψυχαναγκασμός στην προβλέψιμη επανάληψη θωρακίζει ενάντια στο άγχος της απροσδιοριστίας.
Από καταβολής, οι άνθρωποι ζουν εν όψει του επικείμενου τέλους τους. Οπως έλεγε ο Κέινς, «μακροπρόθεσμα, είμαστε όλοι νεκροί». Η ανθρώπινη κατάσταση σφραγίζεται από τη ριζική αυτή αβεβαιότητα. Και η ιστορία του πολιτισμού είναι αναπόσπαστη από την ιστορία των μηχανισμών που επιχειρούν να αμβλύνουν την αγωνιώδη ενατένιση του άγνωστου μέλλοντος. Ετσι, τα σύμβολα, οι λέξεις, οι βεβαιότητες και οι αξίες, που αγκιστρώνουν τους ανθρώπους στη φαντασιακή ασφάλεια του παρελθόντος και του παρόντος, εμπεριέχουν πάντα μια διάσταση ψυχολογικής παραμυθίας. Ο ψυχαναγκασμός στην προβλέψιμη επανάληψη θωρακίζει ενάντια στο άγχος της απροσδιοριστίας.
Και αυτό ισχύει κατ’ εξοχήν σε ό,τι αφορά τους τρόπους ενσωμάτωσης
των ανθρώπων στην ευρύτερη κοινότητα. Η επ’
αόριστον συντήρηση της
«θέσης» του καθένα στα εμπεδωμένα συστήματα του καταμερισμού της
εργασίας και των ιεραρχιών του πλούτου, της ισχύος, του γοήτρου και της
γνώσης, η δημιουργία των «ονομάτων», η αποκρυστάλλωση των ατομικών
«ταυτοτήτων», η θέσπιση ονοματισμένων «επαγγελμάτων» (ανοιχτών και
«κλειστών»!,) η προστασία της αναπαλλοτρίωτης ατομικής «ιδιοκτησίας» και
η διαιώνιση των υλικών συνθηκών επιβίωσης του καθένα συμβάλλουν
αποφασιστικά στην ανακουφιστική οριοθέτηση της πορείας των ανθρώπων προς
το άδηλο αύριο.
Πράγματι, η -μερική έστω- άρση της αβεβαιότητας οδηγεί σε οικονομία
ψυχικής ενέργειας, άρα και σε μείωση του άγχους. Η εμμονή στην παράδοση
και στα κατεστημένα νοήματα έχει, λοιπόν, πάντα και μια τέτοια διάσταση.
Δεν είναι ίσως τυχαίο ότι στις περισσότερες παλιότερες κοινωνίες
γινόταν σχεδόν καθολικά αποδεκτό πως ο κόσμος δεν μπορεί να λειτουργεί
αρμονικά παρά μόνο όταν ο κάθε άνθρωπος γνωρίζει και αποδέχεται τη
«φυσική» θέση που ήδη του προδιέγραψε η μοίρα. Αν οι θεοί ευδοκιμούν με
τη σταθερότητα, το ίδιο οφείλει να ισχύει και για τους ανθρώπους.
Ο φιλελεύθερος ατομοκεντρικός καπιταλισμός ανέτρεψε άρδην αυτή τη
φαντασιακή σταθερότητα του κόσμου. Ενάντια στους θεούς, ο αυτόνομος και
αυτοπροσδιοριζόμενος άνθρωπος καλείται πια να πάρει τη μοίρα του στα
χέρια του. Ετσι, στο νέο απομαγεμένο και καταστατικά πλέον ανταγωνιστικό
κόσμο, η κοινωνική θέση, το επάγγελμα, η μόρφωση και οι δεξιότητες, άρα
και η πορεία του κάθε ατόμου στη ζωή, εμφανίζονται πια ως ανοιχτά πεδία
ατομικής διεκδίκησης και κατάκτησης. Και ως υπεύθυνος για η ζωή του, ο
κάθε άνθρωπος χωριστά είναι και ο αρχιτέκτονας των προσδοκιών του, άρα
και των όρων της αγωνίας του. Οταν όλες οι ιεραρχίες είναι ρευστές, η
μοίρα αναδεικνύεται σε ατομική υπόθεση.
Υπό τις συνθήκες αυτές όμως και για πρώτη φορά στην Ιστορία έπρεπε να
διατυπωθούν ρητά «δίκαιοι» κανονισμοί ενός ανισοποιητικού και
ανταγωνιστικού παιγνίου, που οφείλει να παραμένει ανοιχτό. Στο μέτρο που
όλοι εμφανίζονται ελεύθεροι και υπεύθυνοι για τη μοίρα τους, ο αγώνας
της ζωής πρέπει να φαίνεται πως διεξάγεται επί ίσοις όροις.
Η ελευθερία θα ήταν δώρο άδωρο αν η πορεία των ανθρώπων ήταν απολύτως
υποταγμένη σε υπέρτερες εξωγενείς δυνάμεις που τους υπερβαίνουν. Στο
μέτρο λοιπόν που το κυρίαρχο αγοραίο σύστημα δεν μπορεί να υπάρξει
αλλιώς παρά ως ανισοποιητικό, η ανισότητα ανάμεσα στους ελεύθερους και
υπεύθυνους ανθρώπους θα πρέπει να μπορεί να ορίζεται ως φυσική, έλλογη
και εύλογη.
Ο φιλελεύθερος νομιμοποιητικός λόγος έλυνε το ζήτημα παραπέμποντας
απλώς στην αδέκαστη λογική της ελεύθερης αγοράς. Οπως και όλες οι
«σωστές τιμές», έτσι και οι «σωστοί μισθοί» όφειλαν να απορρέουν από την
τυφλή κίνηση των «ουδέτερων» αγοραίων μηχανισμών. Από τη στιγμή όμως
που τα εργατικά κινήματα κατόρθωσαν να επιβάλουν στην ημερήσια διάταξη
της πολιτικής ζωής το ζήτημα της «προστασίας» των εργαζομένων από τους
αυτοματισμούς της ελεύθερης αγοράς, οι ιδεολογικοί όροι της αγοραίας
εκλογίκευσης μετατοπίστηκαν. Οι ύστερες καπιταλιστικές εξουσίες
αναγκάστηκαν να αμβλύνουν την αγριότητα των αγοραίων ετυμηγοριών
αναζητώντας και θεσπίζοντας «χρυσές τομές» ανάμεσα στα αντίθετα
συμφέροντα των αντιμέτωπων κοινωνικών τάξεων. Στο πλαίσιο ενός πάντα
άνισου και ανισοποιητικού ελεύθερου κόσμου, ο κοινωνικός καταμερισμός
του πλούτου και των επιβιωτικών δυνατοτήτων έπρεπε πια να μπορεί να
μοιάζει επιεικής και «δίκαιος».
Σε αυτό ακριβώς συνοψίζεται η πεμπτουσία του ιστορικού
σοσιαλδημοκρατικού συμβιβασμού. Η οργάνωση του αγοραίου συστήματος
φαίνεται πια να είναι δυνατόν να αντιστοιχεί στο γενικό συμφέρον όλων
των ενεχομένων. Πράγματι, ακόμα και αν είναι αδύνατον όλοι να νικούν,
όλοι μπορούν να νιώθουν προστατευμένοι από την αβεβαιότητα. Και ενώ όλο
και περισσότεροι μπορούν να απολαύσουν τους καρπούς της ατομικής τους
ικανότητας, ή έστω της τύχης, οι ηττημένοι δεν καταδικάζονται στην
εξαθλίωση.
Η ανοιχτή φιλελεύθερη κοινωνία υποσχόταν θώκους, προνόμια και
παραδείσους στους ικανούς και εγγυόταν στοιχειώδη σταθερότητα διαβίωσης
για τους ανίκανους και άτυχους. Οπως στο αλήστου μνήμης Εθνικό Λαχείο,
την ώρα που ένας στους δύο (ή έστω στους δέκα) φαινόταν να κερδίζει, οι
χαμένοι δεν έχαναν παρά τη φαντασίωση της άμεσης βελτίωσης μιας μοίρας
που παρέμενε εν τούτοις πάντα ανοιχτή. Το μέλλον μπορούσε να εμφανίζεται
ευοίωνο για όλους.
Αυτό άλλωστε υπήρξε το κοσμοϊστορικό επίτευγμα της κοινωνίας της
μαζικής κατανάλωσης. Επιτρέποντας εκτεταμένες δυνατότητες ανοδικής
κινητικότητας στο πλαίσιο μιας γενικής σταθερότητας των βιοτικών
προοπτικών, θεμελίωνε μια διάχυτη κοινωνική συναίνεση.
Το «σύστημα» αποδεικνυόταν ωφέλιμο για τους εκλεκτούς αλλά και
ταυτόχρονα ανακουφιστικό για τα υπόλοιπα μέλη του ποιμνίου. Και έτσι,
για πρώτη φορά, το ανταγωνιστικό παίγνιο της κοινωνικής διαφοροποίησης
έμοιαζε να διεξάγεται με όρους «θετικού αθροίσματος».
Στο μέτρο που κανείς δεν έχανε, το κέρδος των ολίγων θεωρούνταν
κέρδος του «όλου». Αν όλοι μπορούσαν να ονειρεύονται ότι θα γίνουν
ανθύπατοι ή εκατομμυριούχοι, κανείς δεν ήταν αντιμέτωπος με τη ριζική
ανασφάλεια. Ετσι, εκείνοι που δεν κατόρθωναν να υπερβαίνουν την αγωνία
τους κατακτώντας το μέλλον τους μπορούσαν πάντα να παρηγορούνται
περιοριζόμενοι στην επανάληψη του οικείου μέσα στο πλαίσιο ενός αέναου
και ατέρμονος εμπορίου ελπίδας. Ακόμα λοιπόν και ως άνισα κατανεμόμενη
και επιλεκτική, η προσδοκία της ευμάρειας μπορούσε να εμφανίζεται
ανοιχτή σε όλους.
Ακριβώς στο σημείο αυτό εμφανίζεται η σημαντικότερη ίσως ιδεολογική
παρενέργεια της τρέχουσας συστημικής κρίσης. Από τη στιγμή που η αύξουσα
ευμάρεια των λίγων δεν συνοδεύεται από την προστασία των πολλών, το
ανταγωνιστικό παίγνιο παίζεται πλέον με νέους όρους. Πριν καν αρχίσει να
παίζει, η πλειονότητα των ανθρώπων μοιάζει χαμένη από χέρι. Στο εξής, ο
αγοραίος ανταγωνισμός έχει πάψει να μπορεί να λειτουργεί ως παίγνιο
«θετικού αθροίσματος». Από ένα σημείο και πέρα μάλιστα μοιάζει να
παίζεται με όρους «αρνητικού αθροίσματος». Η συντήρηση και επέκταση της
ισχύος των προνομιούχων εμφανίζεται πλέον ως εφικτή μόνο υπό την
προϋπόθεση της προϊούσας κατολίσθησης των πολλών. Αυτήν ακριβώς την
εξέλιξη σηματοδοτεί η προσήλωση στο δόγμα της μονόπλευρης λιτότητας.
Ετσι, όμως, ολόκληρο το σύστημα των κοινωνικών εκλογικεύσεων
φαίνεταικαι πάλι να ανατρέπεται. Οι ελεύθεροι και υπεύθυνοι πολίτες
σύρονται πλέον υποχρεωτικά σε ένα παιχνίδι που γνωρίζουν όχι μόνο ότι θα
χάσουν αλλά και ότι οφείλουν να χάσουν. Προσαρμοζόμενες στις νέες
συνθήκες του παγκοσμιοποιημένου αγοραίου ανταγωνισμού, οι μάζες των
ανθρώπων που επιζούν μόνο μέσα από την εργασία τους καλούνται να
απεμπολήσουν ακόμα και την ελπίδα.
Από τη στιγμή που οι κλητοί έχουν αναλάβει όχι μόνο να ομιλούν και να
προτάσσουν, αλλά και να σωτηριολογούν για λογαριασμό τους, οι μάζες
μοιάζουν αποστερημένες ακόμα και από τη δυνατότητα να εξορκίζουν τη
θνητότητά τους κυνηγώντας τη φαντασίωση της ατομικής προκοπής. Αντίθετα
με τους πατεράδες τους, δεν μπορούν να προσβλέπουν σε ένα καλύτερο
μέλλον. Και αντίθετα με τους παππούδες τους, δεν μπορεί να
ανακουφίζονται μέσα από την ψυχαναγκαστική επανάληψη ενός «ίδιου» που
δεν μπορεί πια να υπάρξει αλλιώς παρά ως νοσταλγικός αντικατοπτρισμός
μιας ανεπίστρεπτα παρωχημένης εποχής. Μαζί με την ελπίδα του καλύτερου,
τους άρπαξαν και την παραμυθία του οικείου.
http://www.efsyn.gr/
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου