“Θα δεις τι έχεις να πάθεις”. Λατρεύω να βλέπω τον τρόμο στα πρόσωπα των ανυπεράσπιστων ανθρώπων, όπως διαβάζουν αργά τις απειλές που ξεστομίζουν τα χείλη μου. Να ρουφάω ποσότητες από δύναμη μέσα από τα τρεμάμενα μάτια τους, καθώς με κοιτάνε παρακαλετά κι εύχονται κατά βάθος να μην εννοώ πραγματικά τα όσα λέω και πως κάνω τραβηγμένο χαβαλέ. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή είναι που η ευχαρίστηση μετατρέπεται αυτόματα σε ηδονή. Τότε είναι που διαπιστώνεις ότι υπάρχουν τόσα πλάσματα αδύναμα εκεί έξω, άτομα που θα κάτσουν να τους ρίξεις σφαλιάρες άπειρες, χωρίς καμιά ιδιαίτερη αντίδραση, παρά μόνο για να γυρίσουν και το άλλο τους το μάγουλο, έτσι όπως θα ταπεινώνονται μπροστά στην απόλυτη εξουσία σου. Έτοιμα θύματα που θα γίνουν το μικρό σου παιχνιδάκι για τις βαρετές ημέρες, όταν πλήττεις και θέλεις να δώσεις λιγάκι ενδιαφέρον στη ρουτινιάρικη την καθημερινότητα. Να κάθονται στα γόνατα και να νιώθεις ότι σε προσκυνάνε και προσεύχονται σε εσένα για να δείξεις έλεος, την ώρα που τα φτυσίματά σου μπλέκονται με τα δάκρυά τους και ανακαλύπτεις διαρκώς βαθύτερα ένστικτα και συναισθήματα, που μέχρι πριν αγνοούσες ότι υπήρχαν. Ναι, είναι πρωτόγονα και βίαια, όπως θα πούνε μερικοί ξερόλες επιστήμονες. Η βία δεν είναι όμως απαραίτητα λάθος. Ακόμα και στον εθνικό μας ύμνο την έχουμε για να την τραγουδάμε. Που με βια μετράει τη γη. Έτσι κι εγώ. Μετράω τους άλλους με τη βία που νιώθουν μόλις γνωρίσουν την όψη μου.
Εξάλλου, διδάχτηκα να είμαι ισχυρός και να σκληραγωγούμαι μέσα στο ίδιο μου το σπίτι, πολύ πριν κάτσω στα θρανία της ελεεινής μας εκπαίδευσης. Τότε που ο γέρος μου ερχόταν σουρωμένος και κοπάναγε τη μάνα μου στον τοίχο σαν χταπόδι κι εκείνη μούγκριζε και με κοιτούσε όταν τις έτρωγε με τον ίδιο τρόπο που με κοιτάνε όλα τα μαλακισμένα του κόσμου τόσα χρόνια. Τότε που αναποδογύριζε τα τραπέζια επειδή έπρεπε να γίνει σαφές ότι δεν μπορούσε το φαγητό να είναι μέτριο για έναν άντρα που ξεσκιζόταν όλη τη μέρα στη δουλειά και έφερνε ζεστό ψωμάκι σε αυτό το κωλόσπιτο και πως έπρεπε να πάρουμε όλοι το μάθημά μας για το καθετί εκεί μέσα. Τότε που με έβαλε να κουρέψω με το ψαλίδι τη μεγαλύτερη την αδελφή μου γιατί άργησε ένα βράδυ να γυρίσει πίσω και ξεχάστηκε σε κάποιο από εκείνα τα ξενέρωτα τα πάρτι που έκανε με τις ηλίθιες φίλες της. Τότε που εξοργισμένος, μόλις ήρθαν οι πρώτοι έλεγχοι με τις χαμηλές βαθμολογίες, πήρε όλα της τα σχολικά βιβλία και τα πέταξε από το μπαλκόνι στο δρόμο κι εκείνη έτρεχε με λυγμούς μέσα στα διερχόμενα αυτοκίνητα και τα μάζευε ένα-ένα, κλαίγοντας, καθώς βιβλία και κλάματα έπεφταν στην άσφαλτο ξανά. Μαθήματα αντοχής τα ονομάζαμε όλα αυτά. Με αυτόν τον τρόπο μαθαίναμε να αντέχουμε περισσότερο στις κακουχίες, γινόμασταν σκληροί απέναντι σε κάθε δοκιμασία. Απομακρυνθήκαμε σταδιακά από την πλευρά που βρίσκονταν τα πρόβατα, οι αμνοί και η σιωπή τους. Πήγαμε με το μέρος των λύκων. Και η δύναμή μας ακούστηκε στα πέρατα σαν ουρλιαχτό.
Τι να μου διδάξουν μετά από όλα αυτά τούτοι εδώ οι ανόητοι οι δασκαλίσκοι. Χαμπάρι δεν παίρνουν για όσα γίνονται κάτω από τη μύτη τους. Θρονιάζονται στη μικρή τους τη θεσούλα, ίσα-ίσα για να βγάλουν την ύλη και μετά εξαφανίζονται. Εμείς μένουμε όμως πίσω και επιβάλλουμε τη γνώση σαν αληθινοί ήρωες. Κρυβόμαστε μέσα στις τουαλέτες και ξάφνου εμφανιζόμαστε για μια ακόμα ένδοξη επίθεσή μας στα ανυποψίαστα παιδάκια που χασκογελάνε και στέλνουν γελοία μηνύματα στα ακριβά κινητά που τους πήρε δώρο η μαμάκα τους. Και τα παίρνουμε και τα σπάμε και τα κάνουμε χίλια κομμάτια για να καταλάβουν τα βλαμμένα ότι όλα αυτά δεν είναι τίποτα άλλο παρά μόνο ΥΛΗ και ότι οι άνθρωποι ξεπέφτουν γιατί έχουν χάσει την επαφή τους με την ουσία. Τους δείχνουμε το δρόμο προς την ελευθερία, το κάνουμε για το καλό τους, που να πάρει, θα έρθει μια μέρα που θα μας ευχαριστούν για όλες τις δοκιμασίες αυτές. Ναι, έπρεπε να διαδώσω παντού το βίντεο με την Αλεξάνδρα που έκατσε εχτές στα κρυφά και πηδήχτηκε στο γυμναστήριο του σχολείου, έπρεπε να γίνει αυτό για να νιώσει τις συνέπειες που έχουν οι λάθος επιλογές στη ζωή μας και ότι η πουτανιά πρέπει να θεραπεύεται στην αρχή της. Αυτό ήταν το σχέδιο εξαρχής, δοκιμάσαμε τη συναίνεσή της, είπε ναι σε όλα και στο πήδημα και στη βιντεοσκόπηση, έτοιμη δηλαδή για την πιάτσα αύριο, μεθαύριο. Και την ώρα που χτυπιόταν πάνω στα στήθη μου και με έγδερνε και νόμιζε ότι μπορούσε να με πονέσει, ένιωθα ότι είχα πράξει όπως ο καλύτερος πατέρας στη γη. Κλάψε, παιδί μου.
Είναι στιγμές που νιώθω ότι όλα αυτά είναι μέρος μιας επανάστασης. Ότι πάμε ενάντια σε ένα σύστημα σάπιο, σιχαμένο, που αδυνατεί να προστατέψει τα παιδιά του. Αυτοπροστατευόμαστε. Καθαρίζουμε την μπόχα. Και δεν κωλώνουμε να το διαδώσουμε παντού. Να το γράψουμε τις νύχτες στους τοίχους με συνθήματα. ΑΛΒΑΝΟΣ ΚΑΛΟΣ, ΜΟΝΟ ΝΕΚΡΟΣ. Τι κοιτάς έτσι, ρε; Ναι για τη φάρα σου μιλάω, έχετε μολύνει τον ιερό τούτο τόπο, αναπνέουμε βρώμα εξαιτίας σας, τι κι αν γεννήθηκες εδώ ρε σπασίκλα, Έλληνας γεννιέσαι δεν γίνεσαι, κι εσύ μπάσταρδος γεννήθηκες και μπάσταρδος θα μείνεις, βάλτο καλά μέσα στο βρασμένο μυαλό σου. Τι με νοιάζει που το σόι σου όλο κουβαλήθηκε εδώ και δουλεύετε δήθεν για το καλό της χώρας, άσε τις δικαιολογίες και άκου. Από εδώ και πέρα θα ακούς μόνο και δεν θα μιλάς. Οι καταστάσεις αλλάξανε. Παίρνουμε τη χώρα μας πίσω. Η αρχή γίνεται από αυτό εδώ το σχολειό. Γι’ αυτό βλέπεις και αυτά τα ωραία τατουάζ επάνω στα γυμνασμένα μπράτσα μας. Είμαστε οι στρατιώτες της Οργής, είμαστε οι σύγχρονοι 300 του Λεωνίδα, που να ξέρεις εσύ από αυτά, εσύ δεν έχεις ιστορία, εσύ ήσουν ποντίκι που κρυβόταν στις σπηλιές για αιώνες και ήρθες τώρα να φας από το τυράκι το δικό μου και των αδελφών μου. Αλλά σήμερα πιάστηκες στη φάκα, έτσι όπως σε έχουμε δέσει και σε ρίχνουμε στην κατηφόρα να κυλιέσαι, ψοφίμι ψόφιο. Πολύ γουστάρω να σε πιάσουμε όλοι έτσι και να σε πετάξουμε στη θάλασσα, να δούμε αν θα μπορέσεις να ζητήσεις ξανά πίσω τη χώρα μας. ΜΟΛΩΝ ΛΑΒΕ!
Μπαίνει, επιτέλους, μια τάξη. Ακόμα και στην ίδια την τάξη. Πόσο εκνευρίστηκα τις προάλλες με εκείνη την ηλίθια την καθηγήτρια που τόλμησε να μας πει τους στίχους εκείνου του πούστη που ούτε το όνομά του δεν θέλω να πω και που είχε για τίτλο τον Κεμάλ. Αν είναι δυνατόν, πήγε να μας διδάξει κάτι που είχε μέσα το φονιά των παππούδων μας, υποτίμησε τόσο πολύ τη δύναμή μας, μας έκανε να αισθανθούμε λαός ηττημένος. Έπρεπε να αναλάβω για μια ακόμη φορά το βάρος και την ευθύνη που μου αναλογούσε. Την περιμέναμε μετά το σχόλασμα και αφού φρακάραμε τις πόρτες, μπούκαρα στο γραφείο της και, χωρίς να το καταλάβει, της έβαλα το μαχαίρι στον ευαίσθητο λαιμουδάκο της. Ο ιδρώτας της έσταζε μέχρι κάτω κι έτρεμε γνωρίζοντας ότι δεν αστειευόμουν. Της είπα να ανοίξει το στοματάκι της κι έβαλα μέσα την κοφτερή λεπίδα για να μην μπορεί να το κλείσει και να μένει έτσι, εκεί, με την αίσθηση του φόβου μόνιμα ανάμεσα στα δόντια της. Έκανα σήμα στα υπόλοιπα αδέλφια και ξεκουμπώσανε τα παντελόνια τους. Τη γυρίσαμε μπρούμυτα και όλοι ανακουφιστήκαμε πάνω στο πρόσωπό της. Έτσι, καθώς είχε σχεδόν λιποθυμήσει έπρεπε να ολοκληρώσω την επική αυτή νίκη με το στίγμα του μαχητή. Έπρεπε να της υπενθυμίσω ποιος είμαι. Από που ερχόμουν. Από ποια οικογένεια. Με ποιες αξίες. Με ποια ιδανικά. Για να μη με ξεχάσει ποτέ. Και πήρα το μαχαίρι. Και ξέσκισα τα ρούχα της. Και χάραξα λέξεις πάνω στη γυμνή πλάτη της. Σκάλισα μέσα στο αίμα την υπογραφή μου.
Φασίστας από κούνια.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου