Του Κωνσταντίνου Ζαγάρα
«Δεν ξεχνώ τον φασισμό», μας ενημέρωσε το «Πρώτο Θέμα» από την πρώτη σελίδα  του πρόσφατα, όταν επέλεξε να κυκλοφορήσει με την φωτογραφία του Παύλου Φύσσα να ξεψυχάει, από το δολοφονικό χτύπημα των νεοναζί της Χρυσής Αυγής, στην αγκαλιά της κοπέλας του. Μια εικόνα -που τσακίζει πραγματικά κόκκαλα- συνοδευόμενη από μια λεζάντα τεσσάρων λέξεων, ήταν ικανές να ξεσηκώσουν θύελλα αντιδράσεων και βίαιων ενεργειών.
Και πώς να μην ξεσηκώσει άραγε θύελλα αντιδράσεων, όταν με προφανή στόχο να χτυπήσει το συναίσθημα του αναγνώστη ώστε να πουλήσει περισσότερα φύλλα, η φρίκη μιας εν ψυχρώ δολοφονίας αποτυπώνεται ως «love story» και το τρομακτικό πρόσωπο του φασισμού ως ρομάντζο στις θήκες των περιπτέρων. Όταν τη θέση της αποκαλυπτικής δημοσιογραφίας για την «παρακρατική» δράση των νεοναζί, παίρνει ο ρηχός και επιφανειακός συναισθηματισμός και οι διαφημιστές της Χ.Α. μετατρέπονται σε ένα βράδυ κατήγοροί της.
Δεν λησμονεί, λοιπόν, τον φασισμό η διευθυντική ομάδα της μεγαλύτερης σε κυκλοφορία εφημερίδα της χώρας και το βροντοφωνάζει τις τελευταίες εβδομάδες, θέλοντας να μας πει προφανώς ότι δεν παύει να θυμάται τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και τους φούρνους, τα SS, τον Χίτλερ, τους αγκυλωτούς σταυρούς και τα αμέτρητα πτώματα ανθρώπων που προκάλεσε η κτηνωδία του φασιστικού φαινομένου.
Στο ίδιο κλίμα, η πλειοψηφία των ΜΜΕ της χώρας, εξορκίζουν και καταδικάζουν τις τελευταίες εβδομάδες τον νεοναζισμό, ακολουθώντας μια αβαθή και ιεροτελεστική αντιμετώπιση του ζητήματος, που εκτός από μια άχαρη αυτοϊκανοποίηση που προσφέρει, διατηρεί μια διάσταση που πηγαίνει από τον απροποσανατολισμό στην επανάπαυση.
Παράλληλα, ακολουθώντας την πολιτική αντίληψη που κινείται μεταξύ παρελθόντος και παρόντος, αναβιώνουν μια παλιά θεωρία του φόβου απέναντι στη φασιστική δημαγωγία, κατά την οποία οι άνθρωποι εκλαμβάνονται ως πρόβατα που ο οποιοσδήποτε δημαγωγός μπορεί να τα καθοδηγήσει και να τα κλείσει στο μαντρί του.   
Η ευκολία αυτή, αφήνει ανέπαφες τις πραγματικές αιτίες, τις ιδεολογικές και πολιτισμικές διαδικασίες που ενυπάρχουν στην ψυχή των ανθρώπων. Εκεί που  βρήκε χώρο και φώλιασε ο καθημερινός φασισμός. Ένας ύπουλος φασισμός που διαπερνά την ανθρώπινη ψυχή αθόρυβα, αλλά το ίδιο επικίνδυνα. Ένας φασισμός που δεν μοιάζει με αυτόν του Άουσβιτς, αλλά μπορεί ανά πάσα στιγμή να συναντηθεί μαζί του, κάτω από συνθήκες όπως αυτές που ζούμε σήμερα, οικονομικής κρίσης, απογοήτευσης, αντίδρασης και ανέχειας.  Μπορεί οι εγκληματίες της Χ.Α. να είναι άλλοι στον Κορυδαλλό κι άλλοι να σουλατσέρνουν με τα μαχαίρια τους τα βράδια, αλλά υπάρχει κι ένα κομμάτι που δεν έχει σχέση με τις γραφικότητες των παρελάσεων των ταγμάτων εφόδων, τις δολοφονίες μεταναστών και της συλλογής άχρηστων ναζιστικών αντικειμένων. Ένα σημαντικό κομμάτι πληθυσμού, με συντηρητικά αντανακλαστικά, γαλουχημένο με σειρά στερεοτύπων και άφθονων δόσεων τηλεοπτικής βαρβαρότητας, έχει κατασκηνώσει στο ακραίο κομμάτι της Δεξιάς.
Για χρόνια ολόκληρα εξάλλου, η κοινωνία μας είχε εθιστεί επικίνδυνα στις ρατσιστικές επιθέσεις και τον σεξισμό, στην χαλαρότητα και την ατονία της απολιτικότητας. Στο πεδίο αυτό έριξε τη σπορά της και άνθισε κι ένα είδος δημοσιογραφίας, έντυπης και ηλεκτρονικής, που με ευκολία κανάκευε την ευκολία της ευτέλειας σε βάρος του αδυνάτου. Ένα είδος δημοσιογραφίας που μετατράπηκε σε ένα γιγαντιαίο χωνί που μετέφερε τις κρυφές διαθέσεις της κοινωνίας, που πάντρεψε την παραπολιτική με τον χαβαλέ, τον ωχαδερφισμό και την ευδαιμονία του συγκυριακού με το σοφτ πορνό, τον σαδομαζοχισμό και τη βία με την καλοπέραση της στιγμής. Την αγάπη για την ευμάρεια των υλικών αγαθών με την λατρεία της εξουσίας. Τον φόβο, με τον τρόμο και το αίμα. Την κυριαρχία του ελαφρού με την καψούρα και το life style, την «ομαδάρα» και τα «αρχίδια» του προέδρου με την λαμογιά και το αντριλίκι.
Στο κλίμα αυτό, το «φαινόμενο Θέμος» άνθισε. Από την εποχή της «Μαύρης Τρύπας» έως τα σημερινά του εγχειρήματα βασίστηκε σε μια –πετυχημένη- συνταγή. Μια συνταγή, που καλυπτόμενη κάτω από την ασυλία και την υπερβολή του χιούμορ και της σάτιρας, στοχεύει , υποτιμά και τελικά εξοντώνει, με τα μέσα και τον τρόπο της, αυτούς που επιθυμεί. Τις γυναίκες, τους μετανάστες, τους αριστερούς, τους  διανοούμενους, τους ομοφυλόφιλους, τα άτομα με ψυχικές διαταραχές.
Ένα είδος δημοσιογραφίας που είναι συνώνυμο πάντα της εξουσίας, του Άντρα, του Έλληνα, του Μάγκα, του Τρέντυ, του «Μυκονιάτη» και του απολίτικου, ηγεμόνευσε και παρέλυσε κάθε έννοια δημοσιογραφικής δεοντολογίας και έρευνας.   
Είναι βέβαιο πως τα ΜΜΕ, συνέβαλαν καθοριστικά στον εκπεσμό της δημοκρατίας στη χώρα μας. Προώθησαν στο προσκήνιο πρόσωπα κενόδοξα, που κύριο μέλημά τους ήταν να τους δει ο κόσμος και να γίνουν γνωστοί.
Στο πλαίσιο αυτό, τα αριστερά Μέσα γνώρισαν την περιθωριοποίηση ακόμα και την χλεύη. Σήμερα όμως; Ο κόσμος φαίνεται να αναζητά άλλους τρόπους ενημέρωσης και πληροφόρησης. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης βρίσκονται στην πρώτη γραμμή και υπόγειες διεργασίες συντελούνται στο διαδίκτυο προς άγνωστη κατεύθυνση.
Από την άλλη πλευρά, κάποια από τα αριστερά Μέσα μοιάζουν απρόσιτα  και ασήκωτα, άλλα επιβιώνουν υπό το ιστορικό τους βάρος και άλλα μιμούμενα τη ρηχότητα του ύφους άλλων ΜΜΕ, προσπαθούν να σταθούν. Η συζήτηση για τον ρόλο των αριστερών ΜΜΕ είναι πονεμένη ιστορία. «Ιστορία» που αν δεν ανοίξει συλλογικά και συμμετοχικά από τα κάτω θα παραμένουμε απλά ηδονοβλεψίες των «σκουπιδιών» του «Πρώτου Θέματος» και του κάθε «Θέματος»…