Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2013

Έρωτας στα χρόνια του Πολυτεχνείου


«Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο». Μα τι έγινε; Σαν ν΄άλλαξε η κίνηση στην οθόνη. Βλέπαμε ένα έργο αργόσυρτο και ξαφνικά κάποιος, μάλλον κάποιοι πάτησαν FWD. Η ταινία τρέχει. Δεν την προλαβαίνει η λογική. Τρέχεις και συ. Σε ό,τι ηλικία και νάσαι ξαφνικά τρέχεις. Σε τραβάνε τα γεγονότα από τη μύτη. Οι σκέψεις κουμπώνουν ενώ τρέχεις. Όλα αυτά που άκουγες αποσπασματικά, στακάτα, κοφτά, όλα εκείνα που διακόπτονταν «είσαι ακόμα παιδί», «θα μάθεις κάποτε»… Κούμπωναν ξαφνικά. Ο συμμαθητής μου ο Μήνης για παράδειγμα. Ένα συνεσταλμένο, μελαγχολικό παιδί. «Λείπει ο πατέρας του» τον συνόδευε μια φράση. Ξέμπαρκα! Πού λείπει; Θα γυρίσει κάποτε; Ζει; Εξορία; Δηλαδή; Τι σημαίνει εξορία; Σσσσουτ! Ποιος μίλησε για εξορία; Ξαφνικά μετουσιώθηκε σε γιος ήρωα. Mήνης! Μουστακλής! Προφέραμε τα ονόματα τους και σκύβαμε το κεφάλι με σεβασμό. Ο σύζυγος της κυρίας που είχε το ψιλικατζίδικο στη γωνία του σπιτιού μας και που βούρκωνε όταν μιλούσε για κείνον… Έλειπε! Μα πού είναι; Γιατί δε γυρίζει αφού σας λείπει τόσο; «Ξέρεις Ρέα εμείς πιστεύουμε στον κομμουνισμό». Και λοιπόν; Και τι είναι κομμουνισμός; Και κείνη χαμογελούσε. Μόνο χαμογελούσε.
Και ο Παναγούλης… Εκείνα τα χρόνια που όλα φωτογραφίζονταν εύκολα σαν αμαρτωλά και που όλα τα παραβατικά φάνταζαν απόλυτα παραβατικά… Μια ληστεία για παράδειγμα! (έστω κι αν ο ληστής κρατούσε ανθοδέσμη με γλαδιόλες). Το να παίζεις χαρτιά. «Θανάση». To να ταξιδέψεις με παραπάνω συνάλλαγμα απ΄ότι δικαιούσουν. Ένα κέρατο! Ο Μπιθικώτσης, μέγας τραγουδιστής της εποχής, μπήκε στης φυλακής τα σίδερα για εξωγαμιαία σχέση. Δεν το συζητώ για φόνο!! Μια και μόνο ανάγνωση. Δράκος! Αιμοσταγής δολοφόνος. Κι ωστόσο, όταν μιλούσαν για έναν Παναγούλη που αποπειράθηκε να σκοτώσει τον Πρωθυπουργό, χαμογελούσαν τρυφερά. Ο Αλέκος Παναγούλης! Αυτός κι αν κούμπωσε. Απόλυτος, συγκλονιστικός, Ήρωας. Που είχε παίξει τη ζωή του κορόνα γράμματα, το πρωί της 13ης Αυγούστου του 1968 ενεργώντας σαν κομάντος αυτοκτονίας. Από τους ελάχιστους έντιμους. Αναγκαία η υπενθύμιση. Η Ελλάδα στη συνέχεια θα γεμίσει ήρωες. Ένα σωρό άνθρωποι θα κομπάζουν για ανύπαρκτες ηρωικές πράξεις. Θλιβερό ακούγεται… Ο Παναγούλης θα μιλήσει λιγότερο απ΄όλους. Η ματιά του τρυφερή ακόμα και για τους δυνάστες του. Αυτό κι αν ήταν μαγικό στα μάτια μας.
Ήρωες λοιπόν παντού. Λες και τους παρήγαγαν εργοστάσια με συνεχείς βάρδιες παραγωγής. Χρόνια παραγωγής ηρώων. Τι ασέλγεια για τους αληθινούς! Μα ποιος είχε χρόνο τότε για διαχωρισμούς και αποκαλύψεις και αναλύσεις και εμβαθύνσεις. Έτρεχε η ταινία. «Εδώ Πολυτεχνείο». Ξανά μέρες ραδιοφώνου. Κουνούσαμε τη βελόνα πέρα δώθε «Εδώ Πολυτεχνείο…Σας μιλάει…». Φωνές που καταγράφηκαν στο σκληρό μας δίσκο. Κομπάρσοι που ετοιμάζονταν για πρωταγωνιστικούς ρόλους του μέλλοντος μας. Τα τανκς έξω από το μπαλκόνι μας. Αν ήμουν ανταποκριτής θα δήλωνα «στο επίκεντρο των γεγονότων». Μπαλκόνι δευτέρου ορόφου στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας. Πού να βρεις καλλίτερη θέα; Δακρυγόνα. Κόσμος να φωνάζει «ρίξε λεμόνι και κραγιόν». Μα τι το ήθελαν το κραγιόν; Βρήκα ένα κόκκινο της μάνας μου. Το πέταξα. Έτσι κι αλλιώς όλα βάφτηκαν κόκκινα στη συνέχεια. Πήρε το κόκκινο εκδίκηση. Όπως κάθε τι που φιμώνεις. Πόσα εγκλήματα σε τούτον τον τόπο είχαν άλλοθι τον «κομμουνιστικό κίνδυνο»; Και πώς αυτή η στάση απέτρεψε ακόμα και τους κομμουνιστές από μια έντιμη αυτοκριτική στα χρόνια.
«Εδώ Πολυτεχνείο» συσκότιση, η Λεωφόρος έρημη, τανκς, κλείσε αμέσως τα ρολά. Αφήνω μια χαραμάδα. Ανεβαίνω σε καρέκλα. Παρακολουθώ. Έρημο το πάρκο. «Εδώ Πολυτεχνείο». Αύριο δεν έχουμε σχολείο! Να μου ζήσεις Πολυτεχνείο! Μακάρι να κρατήσει μέρες…Να χάσουμε κι άλλο σχολείο. Άτιμο πράγμα τα παιδιά. «Εδώ Πολυτεχνείο»…Σκότωσαν τον Μιχάλη! Θεέ μου!! Ο Μιχάλης; Τον Μιχάλη λένε ήρωα; Δηλαδή φίλησα ήρωα; Στα λέω ακατάστατα. Άκου. Μπροστά από το άγαλμα της Αθηνάς κάθε μέρα παιδιά έπαιζαν μπάλα. Διαχωρίζονταν ηλικιακά. Στο επάνω πλάτωμα οι μεγάλοι, στο κάτω οι μικροί. Το πάρκο ήταν η προέκταση του σπιτιού μου. Είχα χαρτογραφήσει κάθε του σημείο, κάθε του πέτρα και λουλούδι και άγαλμα και λιμνούλα. Είχα γευτεί παγωτό κασάτο στο κηποθέατρο του Γιώργου Οικονομίδη, είχα γελάσει μαζί με πλήθος κόσμου, είχε κοπεί η ανάσα μου σε ακροβατικά που έβλεπα στη σκηνή, είχα παραξενευτεί από ταχυδακτυλουργούς και μάγους που έβγαζαν από τα μανίκια περιστέρια, είχα τραγουδήσει. Η παιδική ζωή μου ήταν το πάρκο.
Ένα παλικάρι λοιπόν ανάμεσα στα άλλα που έπαιζαν μπάλα… Ξεχωριστό στα μάτια μου. Ξεχωριστή και γω στα δικά του μάτια. Γιατί; Ανεξιχνίαστο πώς κερδίζει κάποιος στο casting του έρωτα. Ένα παλικάρι με μακριά μαλλιά. Μα το πιο ντροπαλό παλικάρι που μου μίλησε ποτέ. Ονομάζονταν Μιχάλης. Τα γνωστά… «Πόσο χρονών είσαι;», «16». Ψέματα. Η Ρέα ήταν ανεπτυγμένη. Μιλούσαμε συχνά. Μέχρι που κλείσαμε ραντεβού. Έλειπαν και οι γονείς μου Ιαπωνία. Όλο «να πάρω μια γομολάστιχα γιαγιά από το ψιλικατζίδικο» έλεγα και τον συναντούσα. Φιλιά και φιλιά και δώστου φιλιά. Σε όλα τα στενά των Εξαρχείων. Φιλιά! Κάποιος με είδε. «Η κόρη του Κώστα φιλιόταν με έναν «μαλλιά»! Που φορούσε και παντελόνι καμπάνα!» Ακόμα χειρότερα. Γύρισαν οι γονείς μου από την Ιαπωνία. Ήταν αξημέρωτα όταν με φώναξε ο πατέρας μου. Θυμάμαι μόνο το στόμα του ν΄ανοιγοκλείνει…Μέχρι εκεί έφτανε το βλέμμα. Αδύνατον ν΄ανέβουν τα μάτια μου παραπάνω. Σκάλωναν. «Κάποιος μου είπε ότι σε είδε….», «Ένα καλό παιδί βρε μπαμπά…Πήγαμε μια βόλτα. Τίποτα άλλο. Μου αγόρασε και μια σοκολάτα MELO. Τίποτα άλλο», «Δεν είσαι πια κόρη μου!». Καλλίτερα να με μαχαίρωνε. Ξέσπασα σε λυγμούς «Κλαις κι από πάνω!», «Δεν κλαίω που μου φωνάζεις. Κλαίω γιατί θα πεθάνει ο Μιχάλης»…Τι κουφό ήταν αυτό; Ποιός το είπε; Ποιος καθοδήγησε μια φωνή μέσα μου να βγει να το πει αυτό; Τα ανεξήγητα της ζωής! Το μυαλό πίσω από το μυαλό.
Λίγες μέρες μετά «εδώ Πολυτεχνείο». Ήμουν στο μπαλκόνι. Κόσμος, φωνές, ένα πλήθος χαρούμενο, ξαναμμένο. Ανάμεσά τους εκείνος. Χτυπάει η καρδιά μου ταμπούρλο. Κοιτάζω δεξιά αριστερά. Μόνη στο μπαλκόνι. Άρα μπορώ να τον χαιρετήσω. Γυρίζει με κοιτάζει. Χαμογελάει μου κλείνει το μάτι. Τι όμορφη σκηνή. Τι γλυκό χαμόγελο! Του στέλνω ένα φιλί. Ακούω την καρδιά μου. «Να του τηλεφωνήσω να μείνει σπίτι του γιατί θα πεθάνει»…Το λέω απλά όπως λέει κάποιος καλημέρα. Ποια φωνή; Ποιος μιλάει μέσα μου; Τι διάολο μου συμβαίνει; Το απόγευμα κάνω μάθημα στο σπίτι. Ο δάσκαλος λέει «Μα δεν ντρέπονται; Χτυπάνε πια στο ψαχνό. Σκότωσαν ένα παλικάρι εδώ δίπλα στο σπίτι σας». Ο Μιχάλης! 18.11.1973. Ετών 19.  Ήρωα τον λένε. Πώς είναι να φιλάς ήρωα; Απλά σαν να λες καλημέρα… Μπορεί και καληνύχτα… Για μια αξημέρωτη νύχτα. Πονάει πάντως! Mιχάλης 19 ετών… Εδώ Πολυτεχνείο. Μιχάλη ήμουν 12 ετών.

*Απόσπασμα από το βιβλίο της Ρέας Βιτάλη ΚΑΠΟΤΕ ΘΑ ΓΡΑΨΩ ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ εκδόσεις Ποταμός

0 comments :

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *