Κοιμήσου, αγγελούδι μου. Θα βρω και θα σου πω λεξούλες, λογάκια τρυφερά, για να σε πάρει ο ύπνος. Ξέρεις, όταν ήμουν πιο μικρός, πριν γίνω ο μπαμπάς σου, δεν έβρισκα καθόλου ενδιαφέρον στα νανουρίσματα. Δεν ήταν λίγες οι φορές που με πιάνανε τα γέλια, τα θεωρούσα λιγάκι ξενέρωτα όλα αυτά. Ναι, είναι εκείνη η φάση που περνάει κάθε άνθρωπος στη ζωή του, τότε που τα αμφισβητείς όλα, καθώς μυθοποιείς κι απομυθοποιείς τους πάντες και τα πάντα μέσα σε λίγα μόλις δευτερόλεπτα. Είναι τότε που αφήνεις πίσω σου μια και καλή τη μωρουδιακή σου κατάσταση, καθώς εισβάλλεις στην κοινωνία μέσα για πρώτη φορά και θες να φωνάξεις, να σκληρύνεις, να επαναστατήσεις για έναν κόσμο καλύτερο, έναν κόσμο που πιστεύεις ακράδαντα ότι θα τον αλλάξεις εσύ μαζί με τους φίλους σου. Ναι, είναι τότε που αν πιάσεις τον εαυτό σου να μωρουδίζει, να του ξεφεύγουν μερικά χαϊδεμένα λόγια, νιώθεις ενοχές, λες μέσα σου ότι δεν γίνεται, πρέπει να πάψεις να μιλάς έτσι, πάει, μεγάλωσες πια, τέρμα οι αγκαλίτσες με τη μανούλα και τον πατερούλη, τέρμα τα κλάματα για να πετυχαίνεις τα κάθε λογής χατίρια, τέρμα η πιπίλα της αγνότητάς σου που αρνείσαι πεισματικά να σταματήσεις να τη μασουλάς, κοτζάμ άντρας. Τι κι αν λες συνέχεια για τότε που την πέταξες μπροστά στους γονείς σου για να κάνεις επίδειξη δύναμης, να υπερηφανευτείς ότι τα κατάφερες κι απεξαρτήθηκες από την πρώτη μεγάλη εξάρτηση της ζωής σου. Αφού κρύβεις απ’ όλους ότι εκείνη τη νύχτα μυξόκλαιγες κάτω από τα σκεπάσματα γιατί, παρά τη γενναία σου πράξη, σε ξενυχτούσε η έλλειψη που ένιωθες στο στόμα. Ησυχία, είπαμε! Πιπίλες, νανουρίσματα, παιδικότητα. Κοιμήσου.
Ναι, ματάκια μου, κοιμήσου, όσο εγώ μονολογώ και λέω όλα αυτά που ευτυχώς εσύ ακόμα δεν καταλαβαίνεις. Τώρα που το καλοσκέφτομαι, ίσως εκείνη η επίπονη, σχεδόν τραυματική διαδικασία ωρίμανσης να ήταν ο βασικός λόγος που δεν ήθελα για μεγάλο χρονικό διάστημα ούτε να ακούω για νανουρίσματα, παιδικά τραγουδάκια και μωρουδίλες. Είναι σαν να επιδιώκεις διαρκώς να απομακρύνεσαι από το σημείο όπου βρίσκεται η πληγή σου, από εκεί που νιώθεις ότι πονάς κάθε φορά που πλησιάζεις, χωρίς καν να το συνειδητοποιείς ότι αντιδράς έτσι, σχεδόν αντανακλαστικά. Είναι όπως όταν μιλάς για εικόνες, τοπία και βουνά σε κάποιον που έχει χάσει την όρασή του, σε έναν που δεν πρόκειται να περπατήσει ξανά να περιγράφεις βόλτες και χορούς και ιδρωμένα πέλματα από τα κυνηγητά. Θα δεις και θα διαβάσεις σε αμέτρητες περιγραφές, σε στίχους, σε βιβλία και σε αναλύσεις ότι με έναν παρόμοιο ψυχολογικό μηχανισμό ο καθένας μας πενθεί μονίμως για τη χαμένη παιδικότητά του, λες και κάποια στιγμή ξεριζώνεται οριστικά ένα κομμάτι από τον εαυτό του. Ακόμα και όταν αυτή η παιδικότητα επανέρχεται συχνά-πυκνά σε ανύποπτες στιγμές, ποτέ δεν θα ακούσεις να τη λένε πλέον έτσι, τη βαφτίζουν αλλιώτικα, τη λένε “ανωριμότητα”, “παλιμπαιδισμό” και με τόσα άλλα ονόματα ή και αργότερα, όταν σε πετύχουν να παρασύρεσαι ψάχνοντάς την, σε γελοιοποιούν και σου λένε ότι κάνεις σα μωρό παιδί. Λες και δεν μπορούμε πια να διανοηθούμε ότι υπάρχει η παραμικρή πιθανότητα το παιδί εκείνο μέσα μας να διασώθηκε, να ξέφυγε μέσα από τα σκουπίδια της μαμάς, από εκεί που βρίσκεται πεταμένη και η αγαπημένη μας, πολύχρωμη πιπίλα.
Κοιμήσου, εσύ παιδάκι μου. Υπάρχει βέβαια και η άλλη φάση, δηλαδή να μη βιώσεις απλά το θάνατο της παιδικότητάς σου, αλλά να αναγκαστείς να σκοτώσεις εσύ ο ίδιος το παιδί που κρύβεις μέσα σου και που σε ταλαιπωρεί κάθε φορά που αντιμετωπίζεις τις προκλήσεις με τις οποίες γέμισε ένα κρύο απόγευμα η άγουρη ζωή σου. Είναι τότε που, για παράδειγμα, δεν έχεις γονείς πια να σε νταντέψουν και να σου δείξουν το δρόμο το σωστό, τότε που όλα απότομα πέφτουν πάνω στις πλάτες και τους ώμους σου και πρέπει να βγεις στο πεζοδρόμιο από τόσο δα πιτσιρικάς, να μάθεις το πώς βγαίνει το μεροκάματο, να ψηθείς, όπως αρέσκονται οι Έλληνες να λένε, λες και είσαι κανένα κομμάτι από κοτόπουλο που πρέπει να ψηθεί πρώτα και ύστερα να φαγωθεί. Τότε που δεν έχεις κανέναν να σου δώσει χαρτζιλίκι και αναγκάζεσαι να παρατήσεις μέχρι και το σχολείο για να τρέχεις στις καφετέριες και να σερβίρεις ώσπου να βράσει η σπονδυλική σου στήλη από τους πολλούς δίσκους και τα ελάχιστα μπουρμπουάρ. Τότε που πρέπει μόνος σου να μάθεις να αυτοπροστατεύεσαι και να προσέχεις μη σε πάρει από κάτω και πέσεις χαμηλά και παρασυρθείς σε ουσίες και ψευδαισθήσεις ότι τάχα όλοι κατά βάθος είμαστε σκοτωμένα παιδιά μικρά, τι είμαστε μωρέ, τίποτα δεν είμαστε, και καταπίνεις τζούρες για να ξεχαστείς και φτιάχνεις καπνούς με το μυαλό και το στόμα, νομίζοντας πως βλέπεις μπροστά σου τη φιγούρα της μάνας σου, τη μανούλα σου που έχασες από τη φτώχεια και που τώρα λείπει και ρίχνεις αναθέματα για την ώρα και τη στιγμή που σε γέννησε και σ’ έφερε σ’ έναν κόσμο που μοιάζει με τραμπάλα την ώρα που κανονικά εσύ έπρεπε να κάνεις τραμπάλα στην παιδική σου τη χαρά.
Σώπα, σώπα. Κι έρχεται μια στιγμή που λες σώπα και ότι δεν μπορείς να το πιστέψεις. Θα γίνω πατέρας εγώ; Μα πως; Εγώ ακόμα είμαι μικρό παιδί. Αλλά, ναι, ξέχασα, με συγχωρείς, τα είπαμε αυτά, τα ξεκαθαρίσαμε, εκείνο το παιδί τελείωσε, πέθανε, σκοτώθηκε, όπως θες πες το, στο διάολο πήγε εκείνο το παιδί. Γονιός λοιπόν, χωρίς να το προγραμματίσεις, όπως σχεδόν όλα όσα συνέβησαν στη ζωή σου, απρογραμμάτιστα, να γίνονται τότε που δεν τα περιμένεις και εκείνα που τα περιμένεις να μη γίνονται ποτέ. Πάνω στην ορμή του έρωτός μου, στην έξαψη της έλξης, αφέθηκα, χωρίς να σκεφτώ να πάρω προφυλάξεις από το μέλλον μου κι αποκοιμήθηκα σε ύπνο γλυκό. Κι όταν ξύπνησα, έμαθα ότι έφερα στο φως μια ζωή που τώρα θέλει να νιώσει όλα εκείνα που ένιωθα κι εγώ, τις παραδεισένιες αγκαλιές, τα φιλιά στα απαλά τα μάγουλα και το ζεστό λαιμό, τα μικρά τα δαχτυλάκια που ενστικτωδώς σφίγγουν δυνατά τον μεγάλο, ενήλικό σου δείκτη, σαν να θέλουν με αυτόν τον τρόπο να σου πουν να μην τα αφήσεις ποτέ, να είσαι εκεί από την αρχή και για πάντα, μπαμπά, γιατί σε αυτό το στάδιο ο άνθρωπος νιώθει την επιθανάτια αγωνία, αισθάνεται τον αέρα ως το κενό ενός ατέλειωτου γκρεμού και έχει την αγωνία της διαρκούς πτώσης και σε περιμένει να τον πάρεις αγκαλιά χιλιάδες φορές και να έχει τη γαλήνη ότι τον σώζεις χιλιάδες φορές, μπαμπά, τι θα πει ότι νιώθεις ανέτοιμος, ότι δεν ξέρεις αν μπορείς να προσφέρεις στο παιδί σου όσα χρειάζεται, ότι ξέχασες ακόμα και τα λόγια από τα νανουρίσματα και ότι λες τα ίδια και τα ίδια στιχάκια και ότι δεν μπορείς να βρεις τρόπους για να το κάνεις να σταματήσει να κλαίει. Τι θα πει ότι νιώθεις γονιός για κλάματα.
Νάνι του να κοιμηθεί και καλά να σηκωθεί. Και προσπαθείς να μην πέσεις αλλά να σηκωθείς και να σταθείς στα πόδια σου, ειδικά σε τούτη τη χώρα της ατέλειωτης κρίσης. Είχες την εντύπωση ότι αυτός ο τόπος είχε αναπτυχθεί αρκετά, είχε μεγαλώσει, ότι είχε μείνει μακριά από τις παιδικές του τις ασθένειες. Ότι είχε τελειώσει με την παιδικότητά του, ότι είχε ωριμάσει και σου παρείχε ασφάλεια, όπως ο κάθε πατέρας θα έκανε στη θέση του πατέρα σου. Ότι δεν θα υπήρχε περίπτωση ποτέ να ζουν παιδιά σκελετωμένα εδώ, βρέφη ημιλιπόθυμα, ότι μόνο στον κινηματογράφο θα βλέπαμε γονείς να πουλάνε τα σπλάχνα τους γιατί δεν μπορούν να τα μεγαλώσουν στη σύγχρονη, ανεπτυγμένη Ελλάδα, ότι αν σου τύχει και γίνεις γονέας σε μικρή ηλικία, γονέας junior, δεν έχεις κανέναν να σε στηρίξει αλλά μόνο τα πόδια και τα χέρια σου τα ίδια. Κι εξοργίζεσαι, νιώθεις να χάνεις τον αυτοέλεγχό σου, τις στιγμές εκείνες που σε κατακλύζουν όλες αυτές οι σκέψεις και λες ότι φεύγει η ζωή μαζί με το μωρό που δεν ξέρεις ακόμα αν κρατάς σωστά στην αγκαλιά σου, αναρωτιέσαι σε τι έφταιξες και τώρα ντρέπεσαι και λυπάσαι κάθε φορά που περνάς έξω από τα παιχνιδομάγαζα και σφίγγεσαι γιατί δεν μπορείς να πάρεις δωράκια στο παιδί σου, σου λένε ότι η αγάπη κοστίζει, ότι η αγάπη εξαρτάται από πολλούς αστάθμητους παράγοντες, ότι αγάπη δεν μπορεί να παρέχει ο καθένας, ότι με την αγάπη δεν γεμίζει το στομάχι. Κι είναι κι αυτό το νανούρισμα που πρέπει κάποια στιγμή να μάθεις να το λες σωστά. Φτιάξε ένα δικό σου στην τελική. Με αισιοδοξία. Για ένα καλύτερο μέλλον. Για τη χώρα σου. Για το παιδί σου. Σώπα, καρδούλα μου. Νάνι, νάνι.
Η ανάπτυξη φτάνει.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου