Του Στέλιου Κούλογλου
Όπως συνήθως έτσι και σήμερα, η ουσιαστική συζήτηση για την πορεία και το μέλλον της χώρας πνίγεται μέσα στον γνώριμο ωκεανό προχειρότητας και μπουρδολογίας κάθε ιδεολογικού τύπου, κομματικών η προσωπικών υπολογισμών και φιλοδοξιών. Το θέμα είναι απλό: χωρίς επαρκή προετοιμασία, υπερεκτιμώντας τις δυνάμεις του και υποτιμώντας τον αδίστακτο αντίπαλο, το κυβερνητικό στρατόπεδο κήρυξε τον Ιανουάριο τον πόλεμο κατά της λιτότητας και των κυρίαρχων δυνάμεων στην Ευρώπη.
Δυστυχώς, η κυβέρνηση πήγε στον πόλεμο χωρίς οπισθοφυλακή και plan B. Οι ξένοι μελετητές που μας υποστήριζαν τραβάνε τα μαλλιά τους, ενώ όσα διαφορετικά εκ των υστέρων υποστηρίζει ο Γ. Βαρουφάκης είναι - αντιπολιτευτικές - ιστορίες για μικρά παιδιά. Το ίδιο ισχύει και για την στρατηγική της επιστροφής στη δραχμή: δεν υπήρξε ποτέ κανένα σοβαρό και επεξεργασμένο σχέδιο στο τραπέζι και σίγουρα καμιά προετοιμασία. Ούτε της κοινής γνώμης, ούτε οργανωτική.
Η κυβέρνηση ηττήθηκε κατά κράτος και, όπως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, συνθηκολόγησε με όρους χειρότερους από αυτούς που θα είχαν συμφωνηθεί, αν ο πόλεμος δεν είχε κηρυχθεί. Η συνθηκολόγηση με τους - ατιμωτικούς - όρους των δανειστών ήταν μονόδρομος, δίνει όμως τον χρόνο για την επιλογή ανάμεσα σε δύο σαφείς στρατηγικές για την χώρα, στις οποίες η κυβέρνηση δεν έχει καταλήξει. Το σίγουρο είναι ότι οποιαδήποτε και αν επιλεγεί θα είναι πολύ οδυνηρή.
Η πρώτη είναι να «υιοθετήσει» την συμφωνία. Να επιβάλλει ριζικές μεταρρυθμίσεις στους τομείς που οι προηγούμενες κυβερνήσεις δεν είχαν αγγίξει (καταπολέμηση διαφθοράς, αναδιάρθρωση δημοσίας διοίκησης και επιβολή αξιοκρατίας, πάταξη φοροδιαφυγής, υιοθέτηση ενός αναπτυξιακού μοντέλου με έμφαση στους νέους και την υγιή επιχειρηματικότητα, εξυγίανση των ΜΜΕ κλπ) επιδιώκοντας να περιορίσει τις επιπτώσεις της νέας λιτότητας και να μεγιστοποιήσει τα οφέλη από τα όποια επενδυτικά πακέτα, από την ομαλοποίηση της αγοράς, την σταδιακή επιστροφή των καταθέσεων στις τράπεζες κλπ. Επιτυγχάνοντας παράλληλα μια πραγματική αναδιάρθρωση του χρέους, ζήτημα το οποίο ωριμάζει λόγω του όρου που βάζει το ΔΝΤ προκειμένου να συμμετέχει στο τρίτο πρόγραμμα «διάσωσης».
Τα θετικά της λύσης είναι:
- διατηρεί την Ελλάδα στην ευρωζώνη, όπως επιθυμεί η πλειοψηφία των πολιτών
- εξασφαλίζει την ανοχή του μεγαλύτερου τμήματος της αντιπολίτευσης
- προχωρά σε μεταρρυθμίσεις που έπρεπε να είχαν γίνει, ανεξαρτήτως μνημονίων
- θα υποστηριχθεί από μεγάλες δυνάμεις όπως οι ΗΠΑ ή η Γαλλία, στην οποία ο Ολάντ έχει μετατρέψει την αποφυγή του Grexit σε βασικό σημείο της στρατηγικής για την επανεκλογή του
- κάνει βήματα για την επίλυση του κρίσιμου προβλήματος του χρέους
Τα προβλήματα όμως είναι:
- σχεδόν κανείς δεν την πιστεύει στη κυβέρνηση ή δεν είναι προετοιμασμένος να την υπερασπιστεί
- τα φαινόμενα της ύφεσης θα πολλαπλασιαστούν προκαλώντας κοινωνικούς και πολιτικούς τριγμούς
- δεν υπάρχει επεξεργασμένο σοβαρό σχέδιο μεταρρυθμίσεων
- συντηρητική και αποδιαρθρωμένη, η δημόσια διοίκηση δεν είναι σε θέση να υποστηρίξει τα όποια μεταρρυθμιστικά σχέδια.
- το κυριότερο ίσως, η κυρίαρχη δύναμη στην Ευρώπη δεν είναι πεισμένη για την βιωσιμότητα της παραπάνω λύσης, Αντίθετα, με επικεφαλής τον Β.Σόιμπλε, υπάρχουν στο εσωτερικό της Γερμανίας ισχυρές δυνάμεις υπέρ του Grexit που μάλιστα κερδίζουν έδαφος. Αν λοιπόν δεν συναφθεί μια νέα ειρήνη με την Γερμανία, η ελληνική πλευρά θα είναι έρμαιο των καθημερινών εκβιασμών της. Και θα αναγκαστεί να αποχωρήσει κακήν κακώς από την ευρωζώνη
Ιδίως αν εκτιμηθεί ότι η συμφωνία μιας νέας ειρήνης δεν είναι εφικτή, αλλά και σε κάθε περίπτωση, ώστε να μην επαναληφθεί το ολέθριο λάθος της απουσίας εναλλακτικού σχεδίου, η χώρα θα πρέπει να ετοιμάσει επειγόντως το Plan B.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου