Ως σανίδα (πολιτικής) σωτηρίας
αντιμετωπίζει η κυβέρνηση την ένταξη στο πρόγραμμα της ποσοτικής χαλάρωσης
μέσα στο πρώτο τρίμηνο του 2017 (ξορκίζοντας στο μεταξύ τα σενάρια εκλογών),
καθώς η εξέλιξη αυτή θα επιτρέψει φθηνότερο δανεισμό και θα ανοίξει τον δρόμο
για την έξοδο στις αγορές απομακρύνοντας τον κίνδυνο ενός νέου πακέτου
χρηματοδότησης συνοδεία επώδυνων μέτρων.
Προς το παρόν, έναν τόνο
αισιοδοξίας ότι η συζήτηση προς αυτήν την κατεύθυνση προχωράει βήμα-βήμα έδωσε
η απόφαση του Eurogroup για την άμεση υλοποίηση των βραχυπρόθεσμων μέτρων
διαχείρισης του χρέους, που υπολογίζεται ότι θα επιφέρουν σε βάθος χρόνου (ώς
το 2060) απομείωση χρέους κατά 20% (σύμφωνα με τον Κλάους Ρέγκλινγκ) και
κυρίως μετατρέπουν τα επιτόκια από κυμαινόμενα σε σταθερά (1,5% του ΑΕΠ) σε
μια στιγμή που αναμένεται η άνοδός τους.
Τα βραχυπρόθεσμα μέτρα και το
κλείσιμο της β’ αξιολόγησης αποτελούν την προϋπόθεση για την ένταξη στο
πρόγραμμα της ποσοτικής χαλάρωσης, εξέλιξη την οποία χρονικά η κυβέρνηση
τοποθετεί κάπου στον Μάρτιο ή τον Απρίλιο.
Μόνο που μέχρι να έρθει η ώρα της
ένταξης στο περιβόητο QE φαίνεται να είναι μακρύς ο δρόμος για την ελληνική
κυβέρνηση, καθώς το Eurogroup της Δευτέρας άφησε σε εκκρεμότητα το κλείσιμο
της β’ αξιολόγησης καθώς και το ζήτημα των πλεονασμάτων για τα έτη που
ακολουθούν τη λήξη του προγράμματος, και κατ’ επέκταση το θέμα της συμμετοχής
ή μη του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα.
Υπενθυμίζεται ότι η Γερμανία, και
πιο συγκεκριμένα ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, πιέζει
για την παραμονή του Ταμείου στο ελληνικό πρόγραμμα, αλλά το Ταμείο διαφωνεί με
τις εκτιμήσεις των ευρωπαϊκών θεσμών για την επίτευξη πρωτογενούς
πλεονάσματος 3,5% από το 2018 και μετά. Σύμφωνα με το σκηνικό συμβιβασμού που
φαίνεται να έχει διαμορφωθεί ανάμεσα στο ΔΝΤ και τη Γερμανία, το Ταμείο συζητά
την παραμονή του στο πρόγραμμα με δεδομένα τα υψηλά πλεονάσματα εφόσον η
ελληνική κυβέρνηση συμφωνήσει σε νέα μέτρα ύψους 4,2 δισ. ευρώ για να καλυφθεί
το κενό ανάμεσα στη δική του εκτίμηση (1,5%) και αυτήν των Ευρωπαίων (3,5%).
Κοινό μέτωπο Τόμσεν - Σόιμπλε
Η κυβέρνηση διαμηνύει σε όλους
τους τόνους ότι δεν υπάρχει περίπτωση να δεχτεί νέα μέτρα που θα δεσμεύουν τη
χώρα και πέρα από τη θητεία της, πολλώ δε μάλλον που το 2019 αναμένεται να
είναι μια εκλογική χρονιά. Την ίδια ώρα θεωρεί ότι είναι ορατός ο κίνδυνος του
συμβιβασμού που περιγράφηκε παραπάνω, κι έτσι χθες επιχείρησε να τον
τορπιλίσει διά του κυβερνητικού εκπροσώπου Δημήτρη Τζανακόπουλου.
Ο τελευταίος, κατά την ενημέρωση
των πολιτικών συντακτών, αποκάλυψε ότι, ασχέτως των δημόσιων τοποθετήσεων του
ΔΝΤ υπέρ της μείωσης των πρωτογενών πλεονασμάτων – το Ταμείο μάλιστα μέσω
διαρροών εξέφρασε ενόχληση για πληροφορίες που το ήθελαν να έχει εισηγηθεί
σκληρή λιτότητα κατά τη συνεδρίαση του Eurogroup –, ο επικεφαλής του ευρωπαϊκού
τμήματός του Πολ Τόμσεν κράτησε άλλη στάση. Συγκεκριμένα, ο κυβερνητικός
εκπρόσωπος ανέφερε εν είδει καταγγελίας ότι ο Τόμσεν κατά την παρέμβασή του στο
άτυπο όργανο των ΥΠΟΙΚ της ευρωζώνης «αντί να πιέσει στην κατεύθυνση μείωσης
των πλεονασμάτων, φάνηκε να αποδέχεται τις ακραίες θέσεις για 10ετή συνέχιση
του στόχου για 3,5% πρωτογενές πλεόνασμα και να πιέζει μόνο προς τη μεριά της
ελληνικής κυβέρνησης για τη λήψη νέων μέτρων».
Αν και επισήμως δεν τοποθετείται
σχετικώς, ανεπισήμως η κυβέρνηση δείχνει την προτίμησή της στην έξοδο του
Ταμείου από το ελληνικό πρόγραμμα, εναλλακτικά συζητά το ενδεχόμενο της
παράτασης του «κόφτη» (ή ενός ανάλογου «μηχανισμού» για τον οποίο γίνεται
λόγος στο ανακοινωθέν) και μετά το 2018 και απορρίπτει μετά βδελυγμίας τα νέα
μέτρα.
Ανοιχτή συζήτηση
Την ίδια ώρα δεν αποδέχεται ότι
συμφώνησε σε υψηλά πλεονάσματα (3,5%) για το 2019, 2020 κ.ο.κ – στο
ανακοινωθέν αναφέρεται ότι «τo Εurogroup υπενθύμισε ότι ο στόχος για
πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ που θα επιτευχθεί το 2018 πρέπει να
διατηρηθεί σε μεσοπρόθεσμο διάστημα».
Αντιθέτως, υποστηρίζει ότι το
ζήτημα παραμένει σε εκκρεμότητα και η συζήτηση είναι ανοιχτή. Σύμφωνα με τον
κυβερνητικό εκπρόσωπο, η καταγραφή αυτής της αναφοράς στο ανακοινωθέν
αποτυπώνει έναν συμβιβασμό, κι από ’κεί και πέρα «τα ανακοινωθέντα αυτά δεν
εμποδίζουν τη συζήτηση για την περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους, η οποία θα
συμπαρασύρει προς τα κάτω και τα πρωτογενή πλεονάσματα, μετά το 2018». Με
άλλα λόγια, η κυβέρνηση δείχνει να εκτιμά ότι η ευρωπαϊκή πλευρά για πολιτικούς
λόγους εμμένει στο θέμα των υψηλών πλεονασμάτων, αλλά η συζήτηση αυτή μπορεί να
αλλάξει όταν θα πλησιάζει η λήξη του προγράμματος και με την προϋπόθεση ότι θα
έχει ξετυλιχτεί κατά τον σχεδιασμό ο οδικός χάρτης της ένταξης στην ποσοτική
χαλάρωση και της εξόδου στις αγορές που θεωρείται πως θα δώσει ώθηση στην
ανάκαμψη της οικονομίας.
Προς το παρόν, με βάση τα
παραπάνω, διαμορφώνεται ένα συγκρουσιακό σκηνικό με το Ταμείο στο πλαίσιο της
διαπραγμάτευσης. Σημειώνεται ότι και ο Ευκλείδης Τσακαλώτος στη δήλωσή του
απευθύνθηκε προς το ΔΝΤ ζητώντας να ληφθεί υπόψη η κοινωνική και πολιτική
πραγματικότητα στην Ελλάδα και κάλεσε «να μη διακυβευθεί η πρόοδος με αύξηση
της αβεβαιότητας», ενώ χθες και ο Γιώργος Χουλιαράκης δήλωσε πως το ταμείο
υπονομεύει το ομαλό και γρήγορο κλείσιμο της β’ αξιολόγησης στη βάση μιας
«ιδεολογικής» εμμονής.
Από εδώ και πέρα και ώς το τέλος
Δεκεμβρίου η κυβέρνηση επικεντρώνεται στο κλείσιμο της β’ αξιολόγησης με
επόμενο σταθμό της πολιτικής διαπραγμάτευσης τις επαφές που θα έχει ο
πρωθυπουργός με Ευρωπαίους ηγέτες και άλλους αξιωματούχους στο περιθώριο της
Συνόδου Κορυφής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στις 15 Δεκεμβρίου στις Βρυξέλλες. Η
κυβέρνηση επιμένει ότι οι προσπάθειες επικεντρώνονται στο κλείσιμο της
αξιολόγησης ώς το τέλος του χρόνου, αν και κυβερνητικές πηγές παραδέχονται
κατ’ ιδίαν ότι μπορεί αυτό να γίνει και τον Ιανουάριο. Ο πρόεδρος του Eurogroup
Γερούν Ντάισελμπλουμ πάντως εκτίμησε ότι δεν είναι ρεαλιστικός στόχος το
κλείσιμο της αξιολόγησης νωρίτερα από τις αρχές του 2017.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου