«Αλίμονο
στον αφτόδουλο πολίτη, που φτασμένος στα έσχατα της απελπισιάς, παραδίνεται για
να σωθεί, στο έλεος του Θεού και στους νόμους των κλεφτών» Κώστας Βάρναλης
Μες στην υπόγεια την ταβέρνα,
μες σε καπνούς και σε βρισιές
(απάνω στρίγκλιζε η λατέρνα)
όλ’ η παρέα πίναμ’ εψές·
εψές, σαν όλα τα βραδάκια,
να πάνε κάτου τα φαρμάκια.
Έτσι στη σκότεινη ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί.
Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα,
όπου μας εύρει, μας πατεί.
Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι
αντάμα,
προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!»
Αυτές είναι η πρώτη και η
τελευταία στροφή απο το γνωστό ποίημα του Κώστα Βάρναλη, με τίτλο «Οι
μοιραίοι», που μελοποιήθηκε από τον Μίκη Θεοδωράκη και ερμηνεύτηκε από αρκετούς
τραγουδιστές, με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση να ξεχωρίζει.
Σαν σήμερα, στις 16 Δεκεμβρίου
του 1974, πέθανε ο ποιητής Κώστας Βάρναλης. Γεννήθηκε στον Πύργο της Ανατολικής
Ρωμυλίας, το σημερινό Μπουργκάς της Βουλγαρίας, το 1884. Το επίθετό του,
δηλώνει καταγωγή από τη Βάρνα όπου έμεναν πολλοί Έλληνες — ο πατέρας του
λεγόταν Μπουμπούς.
Ο Κώστας Βάρναλης στα τέλη του
19ου αιώνα ήλθε στην Αθήνα για να σπουδάσει φιλολογία, εντασσόμενος ενεργά με
το μέρος των τότε δημοτικιστών – άλλωστε όλο το ποιητικό του έργο
χαρακτηρίζεται από τον ιδιαίτερα κομψό και αρμονικό χειρισμό της δημοτικής, της λαϊκής γλώσσας. Το 1908 πήρε το πτυχίο του από το Πανεπιστήμιο Αθηνών και
άρχισε να εργάζεται στη δημόσια εκπαίδευση. Αρχικά στο ελληνικό διδασκαλείο του
Μπουργκάς, και στη συνέχεια στην Ελλάδα, στην πόλη της Αμαλιάδας, κι εντέλει
στην Ανωτάτη Παιδαγωγική Ακαδημία Αθηνών. Ο Κώστας Βάρναλης διετέλεσε για πολλά
χρόνια καθηγητής στη Μέση Εκπαίδευσης, ενώ εργάστηκε για βιοποριστικούς λόγους
και ως δημοσιογράφος, ενώ ασχολήθηκε και με τη λογοτεχνική μετάφραση κλασικών
και ευρωπαϊκών κειμένων. Μετά τον Δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο, στον οποίο πήρε
μέρος, φοίτησε στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης του Δημήτρη Γληνού.
Το 1919 πήγε στο Παρίσι με
υποτροφία και παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας, φιλολογίας και κοινωνιολογίας.
Τότε, ο Βάρναλης προσχώρησε στο μαρξισμό και το διαλεκτικό υλισμό, αποτυπώνοντας
αυτή την προσχώρησή του στο ποίημα «Προσκυνητής». Το 1921 έγραψε στην Αίγινα
την γνωστή συλλογή του «Το φως που καίει». Το 1922 δημοσίευσε επίσης τους
«Μοιραίους» στο περιοδικό «Νεολαία» και τη «Λευτεριά» στο περιοδικό «Μούσα». Το
1924 δίδαξε νεοελληνική λογοτεχνία στην Παιδαγωγική Ακαδημία υπό τη διεύθυνση
του Δημήτρη Γληνού. Όμως, το 1926 παύθηκε από τη θέση του καθηγητή της
Παιδαγωγικής Ακαδημίας, με αφορμή ένα δημοσίευμα της Εστίας, η οποία δημοσίευσε
ένα απόσπασμα από «Το φως που καίει». Τότε, ο Βάρναλης στράφηκε στη
δημοσιογραφία και έφυγε για τη Γαλλία ως ανταποκριτής της εφημερίδας «Προόδου».
Ο Βάρναλης στην Κατοχή συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση, ως μέλος του ΕΑΜ. Tο
1956 τιμήθηκε από την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών και το 1959 πήρε το βραβείο
Λένιν.
Ο λυρισμός κι η ζωντάνια του
ποιητικού του λόγου, έδωσαν στον Βάρναλη μιαν εξέχουσα θέση στην ελληνική
ποίηση. Ήταν στρατευμένος ποιητής ο Βάρναλης, που ποτέ δεν έκρυψε την
κομουνιστική του ιδεολογία; Ναι, εφόσον είχε ως επίκεντρο της ποιητικής του τον
αγωνιζόμενο άνθρωπο – μακάρι κι άλλοι πλαστουργοί του λογου να ήταν
στρατευμένοι σ’ αυτή την πανανθρώπινη αξία. Ποιος μπορεί να ξεχάσει, εφόσον το
έχει ακούσει έστω και μία φορά, τον «Οδηγητή» του Βάρναλη; Να πούμε πως το
ποίημα, που παραθέτουμε παρακάτω μόνο την πρώτη και την όγδοη στροφή του,
μελοποιήθηκε από τον Χρήστο Λεοντή και ερμηνεύτηκε από την Αφροδίτη Μάνου:
«Δεν είμαι εγώ σπορά της Τύχης
ο πλαστουργός της νιας ζωής
Εγώ είμαι τέκνο της ανάγκης
κι ώριμο τέκνο της Οργής.
Ένας δεν είμαι, μα χιλιάδες!
Όχι μονάχα οι ζωντανοί
κι οι πεθαμένοι μ’ ακλουθάνε
σε μια αράδα σκοτεινή».
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου