Δευτέρα 24 Δεκεμβρίου 2018

Ενα τραγούδι για σένα




«Πώς να είναι να γράψει κάποιος για σένα ένα τραγούδι;» αναρωτιόταν μια κοπέλα ένα Σάββατο του Δεκεμβρίου, στη διάρκεια μιας μουσικής βραδιάς που έκλεισε με το «Χάρτινο το φεγγαράκι» σε μια μαγική εκτέλεση του υπέροχου τραγουδιού. Μια εκτέλεση σχεδόν χορωδιακή, με τις φωνές μουσικών, τραγουδιστών και του κοινού. Ανθρώπων που για μερικές ώρες βούτηξαν στα τρίσβαθά τους και βγήκαν αγαλλιασμένοι, πέντε πόντους πιο ψηλοί.

Πώς είναι να περάσεις στην ιστορία μέσα από τα λόγια ενός ποιητή και τη μουσική ενός συνθέτη; Πώς είναι κάποιοι άνθρωποι που ποτέ δεν σε γνώρισαν να σε σιγοψιθυρίζουν σε ώρες όμορφες ή λυπημένες και να γίνεσαι η παρηγοριά τους; Και πώς μπορεί να αισθανθείς αν κάποιος ένιωσε για σένα κάτι τόσο δυνατό που δεν μπορούσε παρά να το καταγράψει; Κυρίως από δική του ανάγκη.

Η φίλη της δεν ήξερε τι να της απαντήσει. Δεν ήξερε να είχε γράψει ποτέ κανείς τίποτα για κείνη. Είχε ντύσει τις μνήμες της, τις εμπειρίες της, τις χαρές, τις ελπίδες και τις λύπες της με τραγούδια, με μελωδίες, συνέχιζε να κάνει το ίδιο.

Πότε με τραγούδια καινούργια, πρωτάκουστα και πότε με τραγούδια παλιά που τα ήξερε, αλλά το φιτίλι τους είναι βραδύκαυστο και μόνο την κατάλληλη στιγμή έρχονται στην επιφάνεια και παίρνουν τη θέση που τους αναλογεί. Πίσω από αυτά σίγουρα θα κρύβονταν άνθρωποι που ποτέ δεν θα γνώριζε, εμπνεύσεις που ίσως να μην μπορούσε καν να φανταστεί.

Το μόνο που ήξερε με σχετική βεβαιότητα ήταν ότι όταν ένα τραγούδι σου μιλήσει, αγγίξει μια χορδή σου, τότε γίνεται δικό σου, σαν να έχει γραφτεί για σένα. Και δεν είχε πια σημασία ποια ήταν η αφορμή που το γέννησε, ποια ανάγκη το κυοφόρησε και ποιος το έφερε στον κόσμο. Δεν έχει σημασία καν σε ποιον απευθυνόταν αρχικά.

Εκείνο το βράδυ, λοιπόν, αφημένη στους ήχους και στα λόγια, άκουσε, τραγούδησε, χειροκρότησε, φώναξε «μπράβο» και κάποια στιγμή συγκινήθηκε. Ηταν η ώρα που μαζί με το τραγούδι την αγκάλιασε μια επιθυμία που έκανε το σώμα της να τρέμει. Η ώρα που όλες οι αισθήσεις της απέκτησαν τόση ένταση ώστε νόμιζε ότι επικοινωνεί με τους απόντες, αυτούς που θα ήθελε να είναι εκείνη τη στιγμή εκεί, δίπλα της.

«Θα ’θελα κάποιος να γράψει κάτι για μένα», άκουσε πάλι τη διπλανή της να λέει. «Κι εγώ» σκέφτηκε, κι ας αντιλαμβανόταν ότι μερικά πράγματα γίνονται χωρίς να τα ζητήσουμε, ακόμη και χωρίς να τα χρειαζόμαστε, ερήμην μας. Ηλπιζε μόνο, αν ποτέ συνέβαινε και έπαιρνε ένα τέτοιο πολύτιμο δώρο, να είναι αρκετά τυχερή, αρκετά οξυδερκής ώστε να το αντιληφθεί. Να το μάθει με κάποιον τρόπο. Και τουλάχιστον να πει «ευχαριστώ».

«Μπορεί κάποια στιγμή να συμβεί», είπε τότε στη φίλη της, σιγά, χωρίς να ακουστεί. «Κάποιος να δημιουργήσει κάτι για σένα, χάρη σε σένα». Ανθρωποι-μούσες είχαν υπάρξει πολλοί. Εστω άνθρωποι που τσίγκλησαν τις μούσες που κρύβουν άλλοι και οδήγησαν λέξεις να μπουν στη σειρά, νότες να καθίσουν σε τέλεια διαγραμμισμένα τετράδια, σφυράκια και καλέμια να δώσουν σχήμα σε μάρμαρα και κομμάτια χαλκού, μολύβια και πινέλα να γεμίσουν γραμμές και χρώματα καμβάδες και ακουαρέλες.

Και οι αποδέκτες, ταυτόχρονα ηθικοί αυτουργοί των έργων, των τραγουδιών, των ποιημάτων, των γλυπτών, των εικόνων, να γίνουν ένα με την αιωνιότητα - ή με μια μοναδική στιγμή, που ποτέ δεν θα επαναληφθεί.

Δυο μέρες μετά από εκείνη τη βραδιά, άκουσε ξανά στο ραδιόφωνο το τραγούδι που την έκανε να αναρριγήσει και σκέφτηκε πάλι το ερώτημα της φίλης της. Ηταν ξαφνικά πολύ σίγουρη ότι το πρόσωπο που έγινε ο σπόρος για τη γέννησή του ήξερε, είχε μάθει πως γράφτηκε για κείνο.

Τόση ενέργεια δεν μπορούσε παρά να διαχυθεί και να επιστρέψει σε αυτόν που την προκάλεσε. Κάτι σαν θεία δίκη. Με την καλή έννοια.


0 comments :

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *