Πλήθος αντιδράσεων, θετικών και
αρνητικών, αλλά και νέα δεδομένα στην πολιτική διαφήμιση διά των μέσων
κοινωνικής δικτύωσης προκαλεί η απόφαση του Twitter να απαγορεύσει από τις 22
Νοεμβρίου τις πολιτικές διαφημίσεις παγκοσμίως, που ταυτόχρονα συνιστά και μία
ευθεία πρόκληση στον έτερο γίγαντα των μέσων αυτού του είδους, το Facebook.
Η απήχηση των πολιτικών μηνυμάτων
«πρέπει να κερδηθεί και να μην αγοραστεί», ήταν μία από τις εξηγήσεις που έδωσε
ο διευθύνων σύμβουλος του Twitter Τζακ Ντόρσεϊ, ανακοινώνοντας, με σειρά tweet,
την απόφαση, που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με όσα υποστήριξε προ 15 ημερών ο
ιδρυτής του Facebook Μαρκ Ζούκερμπεργκ. Ανέφερε, επίσης, ότι «η διαδικτυακή
διαφήμιση είναι ένα εξαιρετικά ισχυρό και πολύ αποτελεσματικό εργαλείο για τους
διαφημιστές εμπορικών επιχειρήσεων. Στην πολιτική, ωστόσο, αυτή η ισχύς γεννά
κινδύνους».
Σε διαδοχικά τιτιβίσματα, ο Τζακ
Ντόρσεϊ προσπάθησε να εξηγήσει αναλυτικά την απαγόρευση. Οπως ανέφερε, οι
πολιτικές διαφημίσεις στο Διαδίκτυο συνιστούν εντελώς νέες προκλήσεις για τον
δημόσιο διάλογο. «Δεν θα ήταν αξιόπιστο να ισχυριστούμε ότι καταβάλλουμε
προσπάθειες για να περιορίσουμε τη διάδοση της παραπληροφόρησης, αλλά αν
κάποιος μας πληρώνει, ώστε να στοχεύσουμε και να εξαναγκάσουμε τους χρήστες να
δουν την πολιτική του διαφήμιση, ε τότε εντάξει, ας τους αφήσουμε να κάνουν
ό,τι θέλουν», έγραψε ο Ντόρσεϊ και προσπάθησε να αντικρούσει το επιχείρημα ότι
η νέα πολιτική του μέσου, στην πραγματικότητα ευνοεί ηγέτες που ήδη κατέχουν
εξουσία, λέγοντας ότι «πολλά κοινωνικά κινήματα έχουν λάβει μαζικές διαστάσεις,
χωρίς να χρειαστούν τις πολιτικές διαφημίσεις», ενώ επισήμανε ότι η απαγόρευση
πολιτικών διαφημίσεων δεν πρόκειται να εφαρμοστεί για εκείνες που καλούν τους
πολίτες να εγγραφούν στους εκλογικούς καταλόγους.
Η είδηση επιβολής της απαγόρευσης
στο Twitter δίχασε τα πολιτικά στρατόπεδα στις ΗΠΑ, αρκετό καιρό πριν από τη
διεξαγωγή των προεδρικών εκλογών του 2020 και ενώ είναι ακόμη νωπές οι μνήμες
από την έρευνα για ανάμειξη της Μόσχας, μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης,
στην εκλογή του 2016. Ο Μπραντ Πάρσκεϊλ, επικεφαλής της εκστρατείας για την
επανεκλογή του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, δήλωσε πως η απαγόρευση των πολιτικών
διαφημίσεων «συνιστά μία ακόμα προσπάθεια της Αριστεράς να φιμώσει τον Τραμπ
και τους συντηρητικούς».
Στην αντίπερα όχθη, ο Μπιλ Ρούσο,
εκπρόσωπος Τύπου της προεκλογικής εκστρατείας του Δημοκρατικού Τζο Μπάιντεν,
τόνισε πως «όταν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με την επιλογή ανάμεσα στα
διαφημιστικά δολάρια ή στην ακεραιότητα της δημοκρατίας μας, είναι ενθαρρυντικό
ότι για μία φορά δεν κέρδισε το χρήμα». Η Χίλαρι Κλίντον που έχασε τις
προεδρικές εκλογές από τον Ντόναλντ Τραμπ το 2016, χαιρέτισε την απαγόρευση που
επέβαλε το Twitter, προκαλώντας μάλιστα το Facebook να αναθεωρήσει τη στάση
του. «Είναι το σωστό μέτρο για τη δημοκρατία στις ΗΠΑ και σε όλο τον κόσμο»,
σχολίασε η Κλίντον.
Την ίδια στιγμή, αντιδρώντας στην
απόφαση του Twitter, ο Μαρκ Ζούκερμπεργκ, ιδρυτής του Facebook, υπεραμύνθηκε
της πολιτικής του. «Σε μία δημοκρατία δεν πιστεύω ότι είναι ορθό ιδιωτικές
εταιρείες να λογοκρίνουν πολιτικούς ή τις ειδήσεις», τόνισε κατά τη διάρκεια
τηλεδιάσκεψης με δημοσιογράφους. «Δεν πιστεύω ότι μπορεί κανείς να ισχυριστεί
ότι δεν κάνουμε αυτό που πιστεύουμε ή ότι δεν εξετάσαμε επαρκώς αυτά τα
θέματα», κατέληξε.
Ελάχιστο ποσοστό
Αναλυτές που ειδικεύονται στα
μέσα κοινωνικής δικτύωσης επισημαίνουν ότι οι πολιτικές διαφημίσεις που
αναρτώνται στο Twitter είναι ένα ελάχιστο ποσοστό, σε αριθμό και επιρροή, αυτών
του Facebook. Ο Τζακ Ντόρσεϊ γνώριζε, όπως εξάλλου και τα οικονομικά στελέχη
της εταιρείας, ότι η απαγόρευση δεν πρόκειται να επηρεάσει σημαντικά τα
οικονομικά της αποτελέσματα. Ετσι υπολόγισαν ότι θα μπορούσαν να απολαύσουν
τους επαίνους των ρυθμιστικών φορέων και της κοινής γνώμης με πολύ μικρό
επιχειρηματικό κόστος. Ταυτόχρονα κατάφεραν να προκαλέσουν και το Facebook, που
βρίσκεται σε πολύ δυσμενέστερη θέση. Προφανώς δεν είναι τυχαίο ότι η ανακοίνωση
του Ντόρσεϊ έγινε μόλις 15 ημέρες μετά την ομιλία του Ζούκερμπεργκ στο ίδιο
αντικείμενο, όταν ενώπιον μαθητών στην Ουάσιγκτον υπεραμύνθηκε της απόφασής του
να μην απαγορεύσει πολιτικές διαφημίσεις, ακόμα και όταν περιέχουν
παραπλανητικές πληροφορίες.
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι
κατά την προεκλογική εκστρατεία, το Δημοκρατικό και το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα
αναμένεται να δαπανήσουν 6 δισεκατομμύρια δολάρια σε διαφημίσεις, κυρίως
τηλεοπτικές. Περίπου το 20% του ποσού θα δαπανηθεί σε ψηφιακές διαφημίσεις.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου