γράφει ο Θανάσης Αλεξίου *
Κάποτε, εκεί στη περίοδο του
ρομαντισμού (πρώτο ήμισυ 19ου αιώνα), όταν άλλαζε το κοινωνικό τοπίο
(εκβιομηχάνιση, αστυφιλία, αστικές εξεγέρσεις κ.λπ.), η φυγή από την
πραγματικότητα, η μελαγχολία, η αυτοπάθεια, συνιστούσαν, προνόμιο της τάξης των
ευγενών αλλά και των αστών, καθώς τους έδινε τη δυνατότητα να μιλήσουν
αυτάρεσκα για τον εαυτό τους, να βιώσουν τη μοναξιά, το μονόλογο. Κοντολογίς να
γνωρίσουν τα όρια, να ελέγξουν το θυμικό τους, να αποκτήσουν βάθος
(εσωτερικότητα), σταθεροποιώντας μηχανισμούς αυτοελέγχου (ψυχισμός). Η φθίση
έγινε τρόπος εμφάνισης. Γοητευτικό ήταν επίσης να δείχνει κανείς φιλάσθενος ενώ
ήταν χυδαίο να τρώει με όρεξη (βλ. Σούζαν Σόνταγκ, Η νόσος ως μεταφορά – το
ΑIDS και οι μεταφορές, Ύψιλον 1993).
Αυτό μου ήρθε στο μυαλό βλέποντας
κάποια σχόλια τις τελευταίες ημέρες για τη σημερινή πανδημία. Αυτή εμφανίζεται,
λίγο ως πολύ, ως ένα ταξίδι, ως μια εμπειρία, καθώς οι ρήξεις και οι ασυνέχειες
στη καθημερινότητα, έδωσαν χώρο και χρόνο, όπως αναφέρεται, στον αναστοχασμό
και στο διαλογισμό με τον εαυτό μας, με τους άλλους κ.ο.κ. Με αυτό το τρόπο
δραπετεύουμε από την ατομικότητα και το καταναλωτισμό που μας κατατρύχει από
την εποχή του Αλβανικού μετώπου, όπως μας το έχει υπενθυμίσει η Υπουργός
παιδείας. Φεύγουμε λοιπόν μέσα από υπόγειες (εξομολογητικές) διαδρομές από το
«εγώ» και πάμε στο «εμείς».
Μπορούμε να ηθικολογούμε κιόλας,
εγκαλώντας τον εαυτό μας και τους άλλους για ασυνέπεια, ανευθυνότητα,
ατομικισμό κ.λπ. Το παράδοξο είναι πως αυτό το «εμείς» δε στήνεται υπέργεια,
μέσα από την υλικότητα της ζωής και της πραγματικότητας, αλλά γίνεται ως
προέκταση της ατομικής ευθύνης, των υποκειμενικών νοημάτων. Σαν να βάζουμε σε
παρένθεση τη πραγματικότητα. Τότε, όμως, οι κοινωνικές σχέσεις, -εδώ το σύστημα
κατανομής πόρων που ευθύνεται για τη κατάσταση στα νοσοκομεία, στην εκπαίδευση,
στη στέγη κ.λπ.-, εμφανίζονται, όπως περίπου στον αναχωρητισμό του ρομαντισμού,
ως προσωπικό ή, (δι)υποκειμενικό ζήτημα και έτσι κουμπώνει με την ατομική
ευθύνη, το υποκείμενο, τα βιώματα.
Σε παρένθεση μπαίνουν επίσης οι
άνισες κοινωνικές θέσεις, απ’ όπου όμως εξαρτάται η πρόσβαση (ή, ο αποκλεισμός)
σε πόρους (υγεία, στέγαση, καθαρό περιβάλλον, φύση κ.λπ.). Να λοιπόν που δεν
υπάρχει κάποια ατομική (ή δι-υποκειμενική) ενδοχώρα, απ’ όπου ξεκινούν οι
υπόγειες διαδρομές για να νοηματοδοτηθεί η επιδημία, αλλά μια ταξική, που
δείχνει την επιδημία, τη μια ως εμπειρία, δίπλα σε άλλες, και την άλλη ως
αρρώστια και θανατικό. Αν δει κανείς τις συνθήκες που δουλεύει, σήμερα,
μεσούσης της επιδημίας, κυρίως η μεταεργοστασιακή εργατική τάξη, (σούπερ
μάρκετ, καταστήματα παιχνιδιών, τηλεφωνικά κέντρα, ντελίβερι, κούριερ κ.α.) θα
καταλάβει πως δεν είναι όλοι/ες «στην ίδια βάρκα» όπως μας λέει ο Σλάβοϊ Ζίζεκ,
ο γκουρού του αγοραίου σκεπτικισμού.
Κατά μία έννοια θα μπορούσαμε να
δούμε την επιδημία ως «ταξίδι», ή, ως μια πρακτική συγκρότησης εαυτού, όπως με
τον αστό του 19ου αι., ή ακόμη και ως μια πρακτική διάκρισης για να τονιστεί η
διαφορά από τον προλετάριο. Ως χειρονομία εξαϋλωσης (ως απόσταση από την ανάγκη
και την «ευτέλεια» ικανοποίησης των βασικών αναγκών). Εγώ το βλέπω και λίγο,
όπως στα τηλεοπτικά μεσημεριανάδικα, ας πούμε ως κοινωνικό ακολουθητισμό, όπου
νεόπλουτοι, και ανελισσόμενοι νέοι και μεσήλικοι, αναμασούν αυτάρεσκα διάφορα
τσιτάτα («θέλω χρόνο για τον εαυτό μου», «επιλέγω τη μοναχικότητα»,
«διαλογίζομαι με τον εαυτό μου», «να τάχεις καλά με τον εαυτό σου» κ.λπ.).
Aκόμη όμως και με αυτή την έννοια πρόκειται για διαχείριση του εαυτού, για
προσπάθειες δόμησης έστω και μιας εύθραυστης ταυτότητας σε «ρευστούς καιρούς».
*O Θανάσης Αλεξίου είναι
καθηγητής στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου