Μια μπουκάλα –καβανόζι την έλεγε
η γιαγιά μου- γεμάτη βύσσινα με ζάχαρη σιρόπι ακόμα λιάζεται στου μυαλού μου
την αυλή.
Δυο μήνες υπομονή ώσπου να
ωριμάσουν τα αρώματα. Το αποκαλόκαιρο η μάνα μου έριχνε κάμποσο κονιάκ,
ανακάτευε πάνω κάτω την μπουκάλα και την σφράγιζε, να ψηθεί στον ήλιο του
Σεπτέμβρη. Η μεθυστική μυρωδιά της κανέλας, του μοσχοκάρυδου και των γαρύφαλλων
που ξεχυνόταν από μέσα μπορούσε να σε κάνει στη στιγμή αλκοολικό.
Στη γιορτή μου την άνοιγε με κάθε
ιεροτελεστία. Σούρωνε το λικέρ σε τουλπάνι και το μοίραζε ακριβοδίκαια σε
αποστειρωμένα και στεγνά μπουκάλια. Να τρατάρει τους συγγενείς το ακριβό λικέρ
στα καλά φυλαγμένα για την περίσταση κρυστάλλινα ποτήρια.
Τα ποτισμένα στο κονιάκ ζαρωμένα
βύσσινα ήταν το δώρο μου, κι ένα ένα με βουλιμία τα καταβρόχθιζα παρέα με τα
ξαδέρφια μου προτού μια γλυκιά ζάλη μας στείλει όλους στο κρεβάτι.
Η μάνα μου μεγάλωσε. Εδώ και
χρόνια τα αρθριτικά δεν της επιτρέπουν να φτιάξει το αγαπημένο της ηδύποτο.
Κι εγώ κάθε αποκαλόκαιρο, λίγο
προτού χτυπήσει το πρώτο κουδούνι, όταν ανακαλύπτω πως δεν υπάρχει πλέον καμιά
μυρωδιά ξεχασμένων μπαχαρικών, με λίγο κονιάκ στη βυσσινάδα προσπαθώ ν’
αρωματίσω την πικρή μου σκέψη για όσα αμετάκλητα τελειώνουν.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου