Μια σύντομη ανάμνηση από τον Μίκη
Κι έτσι, με ένα φύσημα του
θανάτου, ο Μίκης δεν είναι πια εδώ, τουλάχιστον ως φυσική παρουσία…
Διότι, τα άλλα του Μίκη, ό,τι
είπε, έκανε, πάλεψε, αγωνίστηκε, έγραψε, μελώδησε, εμψύχωσε δεν μπορεί να μην
είναι εδώ και πανταχού παρόντα. Αλλωστε, έγιναν, γράφτηκαν, τραγουδήθηκαν για
να είναι εδώ.
Εδώ, σαν βράχος στο κύμα που δεν
λυγάει, δεν λιγοψυχάει, δεν παραδίδεται σαν αέρας ορμητικός που μας σπρώχνει
προς την έφοδο στον ουρανό, σαν πνοή γλυκειά για τις ομορφιές της Ζωής, του
Αγώνα, του Ερωτα.
Σαν….
(Ας μοιραστώ μια μικρή συνάντηση
με τον Μίκη)
Πολύ νέα ακόμα και στην ηλικία
και στο ρεπορτάζ έτυχε – αγαθή τύχη και
μαζί τεράστια τιμή να σου εμπιστεύονται αυτή την αποστολή – να παραβρεθώ στο σπίτι του Μίκη στο πλαίσιο
καλέσματος που εκείνος είχε κάνει προς δημοσιογράφους του πολιτιστικού
ρεπορτάζ. Η φυσική ντροπή ως και απροσδιόριστος φόβος όταν πρόκειται να
βρεθείς, μικρός, άπειρος και αδαής, μπροστά σε ένα τέτοιο ανθρώπινο μέγεθος,
υποσκίαζε κάθε ένδειξη χαράς και ανυπομονησίας.
Ετσι, λοιπόν, ξεκίνησα, ένα
ανοιξιάτικο σούρουπο να πηγαίνω προς τα μέρη της Ακρόπολης με την αμηχανία, το
άγχος, την αγωνία να μου κόβουν τα γόνατα… Ημουν δεν ήμουν 22 χρόνων.
Με την ίδια αμείωτη αμηχανία
στάθηκα στην ομήγυρη του Μίκη, εκείνος, βράχος, στην κεφαλή του τραπεζιού και
γύρω άγνωστοι για μένα, εξαιρετικοί συνάδελφοι, που μόλις γνώριζα…
Καθώς, αυτή η συντροφιά άλλαζε
πηγαδάκια, θέσεις, θέματα συζήτησης, με τον Μίκη πανταχού παρόντα, βρέθηκα να
κάθομαι δίπλα του. Με ρώτησε που γράφω…
Στον «Ριζοσπάστη» απάντησα.. Και τότε, σχεδόν πατρικά, συγκινημένος, άρχισε να
αφηγείται εκείνες τις ιστορίες που τόσες φορές έχει εξιστορήσει, που στο
πέρασμα των χρόνων τόσες φορές έχουμε ακούσει, αλλά πάντα είναι σαν τα τις
ακούμε για πρώτη φορά.
Ισως, γιατί η έστω δια
εξιστορήσεων επαφή του ανθρώπου με το μεγαλείο του αγώνα, της δύναμης, της
αντοχής, της πίστης σε ένα καλύτερο αύριο, είναι πάντα μια υπόμνηση της
κοιμισμένης μας δύναμης, μια υπόσχεση Ανάστασης. Ηταν ο μεγάλος ίσκιος και
εμείς στο ίσκιο του ασφαλείς, το δέντρο και εμείς τα κλαδιά του. Η διαρκής
υπενθύμιση ότι μπορούμε, ότι ο Ανθρωπος μπορεί να κερδίσει τη ζωή που του
αξίζει…
Εκείνος, όμως, ο οικουμενικός, ο
ανεξάντλητος και ακατάπαυστος, ο αστείρευτος είχε απόλυτη επίγνωση του μοιραίου
και του πεπερασμένου της ύπαρξης. Εκείνης της ύπαρξης που κάποτε χάνεται
βιολογικά, αλλά και εκείνης που ποτέ δεν φεύγει… Εκείνης που μεταγγίζεται, που
μεταμορφώνεται, που εξελίσσεται, που κληρονομείται στις γενιές. Εκείνης που
πυρπολεί τα νιάτα μας και νοηματοδοτεί τα όνειρά μας.
Με αυτή τη βαθιά επίγνωση του
τέλους, αλλά και της διαλεκτική της ύλης, μιλούσε για τις μεγάλες του αγάπες
και ανάμεσά τους την Κρήτη, τις μυρωδιές της, τους ανθρώπους της, τις μουσικές
της, τα δέντρα της… Και μιλούσε με τόση λατρεία για τον τόπο και το χώμα του
και τους ανθρώπους που το σπέρνουν και εκείνο δίνει καρπούς.
Κι όταν πεθάνω, είπε, «δεν θα
χαθώ… Θα με βρίσκετε στις λεμονιές και τις πορτοκαλιές της Κρήτης».
Έμεινα σιωπηλή, να σκέφτομαι πόσο
φυσικά και απλά πέρασε από τη ζωή στο θάνατο και από το θάνατο πάλι στη ζωή.
Κάπως έτσι ετούτη η μικρή
ανάμνηση από τον Μίκη, κρατήθηκε σε ένα μικρό πρόχειρο μπλοκάκι… Εκτοτε πέρασαν
σχεδόν 3 δεκαετίες. Το μπλοκάκι φυλάχθηκε προσεκτικά για να ανοιχτεί εκείνη τη στιγμή για την
οποία κάθε μέρα που περνούσε λέγαμε… δεν ήρθε ακόμα. Ο Μίκης αντέχει… μήπως
νίκησε και τον θάνατο;
Ε ναι λοιπόν… τον νίκησε.
Ηταν μεγαλύτερος από τη ζωή,
μεγαλύτερος και από τον θάνατο.
Ας ξαναπιάσουμε το νήμα από εκεί
που το αφήσαμε στις πρώτες γραμμές αυτού του σημειώματος.
Θα παραμένει εδώ
σαν φωτιά στα συνθήματά μας
σαν υπόσχεση μη υποταγής
στις μυρωδιές της λεμονιάς και
της πορτοκαλιάς
στο χώμα που περιμένει να
καρπίσει
Και θα καρπίσει
Αντίο Μίκη…
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου