γράφει η Αριστείδης Καλάργαλης*
Εδώ και μερικά χρόνια, τέτοια
εποχή, με προσκαλεί ο φίλος μου, ο Γιάννης, να πάω στον τρύγο του μικρού
αμπελιού του. Οχι τόσο για να έχει παραπάνω χέρια, να βοηθήσω, αλλά για να
είναι μεγαλύτερη η παρέα. Και περισσότερο να ζήσω την ομορφιά, τη μυσταγωγία
του τρύγου. Ολο και κάτι τύχαινε τις μέρες του τρύγου, τα προηγούμενα χρόνια,
κατά τη μια ή δυο μέρες που ήταν η διάρκειά του. Οπότε λέγαμε «άντε του χρόνου
θα συνεργαστούμε»! Εκείνος πάντως ήταν απλοχέρης· όλο και κάποια σταφύλια με
φίλευε, αλλά και κρασί και τσίπουρο μου χάριζε και τα πίναμε στην υγειά του.
Φέτος ο προγραμματισμός του
τρύγου κι οι ελεύθερες μέρες συνέπεσαν. «Τη Δευτέρα τρυγάμε», ήταν η ειδοποίηση
και πρόσκληση συνάμα. Απ’ το Σάββατο βρεθήκαμε στην περιοχή, τρία φιλικά
ζευγάρια. Η διαδικασία του τρύγου άρχισε την προηγούμενη μέρα. Συγκεντρώσαμε τα
καφάσια, τα κλαδευτήρια, ό,τι άλλο χρειαζούμενο και ο μικρός παραγωγός, συνάμα
και δεινός ψαράς, μας έκανε τραπέζι με τα ψάρια που είχε ψαρέψει με τον έτερο
φίλο μας, τον Βαγγέλη. Αυτά τα τραπεζώματα είναι το απόγειο της παρέας, της
φιλίας, της απόλαυσης της καθημερινότητας. Τα ζεις έως το μεδούλι ολωνών· τα
οποία σου προσφέρονται απλόχερα, χωρίς να το ζητήσεις.
Για τον τρύγο δεν κινήσαμε νωρίς,
όπως περιμέναμε, καθότι θα τρυγούσαμε μόνο τις κόκκινες ποικιλίες. Ο
χωματόδρομος που πήραμε περνούσε από την άκρη ενός μικρού οροπεδίου, τα Πέδια.
Περιμετρικά η περιοχή προστατεύεται από χαμηλούς λόφους όπου επικρατεί η βελανιδιά.
Εκεί παλιά μετακόμιζαν τα νοικοκυριά, τα καλοκαίρια, από το γειτονικό χωριό, το
Σκαλοχώρι· για να ασχοληθούν με τις καλοκαιρινές γεωργικές δουλειές. Τα
σιτάρια, τα καπνά, τα αμπέλια και τα λιγότερα λαχανικά και όσπρια. Με ό,τι
καλλιεργούσαν έβαζαν τη σοδειά για τον χειμώνα που ερχόταν. Σήμερα σχεδόν όλοι
αυτοί οι γεωργικοί τόποι, εκτός κάποιων αμπελιών, είναι εγκαταλειμμένοι. Πού
και πού κάποιος φυτεύει λαχανικά. Οι κούλες ερειπωμένες, χωρίς σκεπές,
περιμένουν, τι άραγες... Κάποιοι, μερακλήδες, τις επισκευάζουν, έστω κι αν δεν
κατοικούν σ’ αυτές. Στις άκρες του αμπελιού, σαν σύνορο, είναι φυτρωμένοι
τεράστιοι μηλιοί· πάνω σ’ αυτά τα άγρια δέντρα ήταν αναρριχημένα μερικά
κλήματα. Χρόνια είχα να δω αυτή την εικόνα, η οποία κάποτε ήταν συχνή στα περβόλια
και στους μπαξέδες.
Πίσω στο χωριό ο μηχανικός
σπαστήρας «πάτησε» τα σταφύλια, έρευσε ο μούστος, γευτήκαμε από ένα ποτήρι και
ρίχτηκε στο βαρέλι. 12,5 βαθμοί μετρήθηκε, «καλός είναι», αποφάνθηκε ο
παραγωγός. Αφήσαμε τον μούστο να τον βράσει ο χρόνος και κατηφορίσαμε στη
θάλασσα για φθινοπωρινό μπάνιο. Με την επιστροφή ακολούθησε δεύτερο τραπέζωμα και
απογευματινός ύπνος. Το βράδυ, με την αναχώρησή μας, ευχηθήκαμε, «καλά κρασιά»,
κυριολεκτικά.
* συγγραφέας, διδάκτορας
Πολιτισμικής Τεχνολογίας και Επικοινωνίας
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου