γράφει η Δήμητρα Μυρίλλα
Η ανακοίνωση του προέδρου μια
μεγάλης χώρας – καπιταλιστικής, ιμπεριαλιστικής και άλλοτε αποικιοκρατικής –
ότι μεταξύ άλλων η χώρα του γιορτάζει μαζί με τα 200 χρόνια της ελληνικής
επανάστασης και τα 200 χρόνια αποικιοκρατικής αρπαγής, μέσω ενός εμβληματικού
έργου τέχνης (και κλοπιμαίου), εκφρασμένη ενώπιον του πρωθυπουργού μιας χώρας,
η οποία η ίδια έχει υπάρξει θύμα λεηλασίας, είναι θλιβερή, εξοργιστική, βεβαίως
αποκαλυπτική για τον πολιτικό – ηθικό κυνισμό του πρώτου και την χυδαία
δουλοπρέπεια του δεύτερου (βλ. Ημεροδρόμος
imerodromos.gr/afroditi-tis-miloy-an-eiche-cheria-mporei-kai-na-moyntzone/).
Είπε, λοιπόν, ο Γάλλος πρόεδρος
Ε. Μακρόν ενώπιον του Ελληνα πρωθυπουργού, Κ. Μητσοτάκη «Το 2021 η Ελλάδα θα
γιορτάσει τα 200 χρόνια από την ανεξαρτησία της. Επίσης πριν από 200 χρόνια, το
1821 η Αφροδίτη της Μήλου μπήκε στις
συλλογές του Λούβρου. Η έκθεση εντοπίζει τους πολιτιστικούς, διπλωματικούς και
καλλιτεχνικούς δεσμούς μεταξύ Ελλάδας και Γαλλίας τον 19ο αιώνα, αναδεικνύοντας
πώς μετασχηματίστηκε η άποψη των Ευρωπαίων για την Ελλάδα με την ανακάλυψη της
ελληνικής αρχαιότητας».
Τί λέει, λοιπόν, εδώ ο Μακρόν;
Λέει, σε απλά ελληνικά (ή και γαλλικά) ότι τα υλικά τεκμήρια της ιστορίας και
της μνήμης, τα οποία την εποχή της αποκάλυψής τους ( και όχι ανακάλυψής τους)
συγκροτούσαν την εθνική αφήγηση του εν τη γενέσει ελληνικού εθνικού – αστικού
κράτους, την ίδια στιγμή συγκροτούσαν και την αφήγηση της αστικής τάξης του
δυτικοευρωπαϊκού πολιτισμού διά της αρπαγής τους. Τώρα, εάν ο πρόεδρος δεν
κατονομάζει την αρπαγή ως αρπαγή, αλλά ως περίπατο της Αφροδίτης στο Λούβρο και
αν επίσης επιθυμεί να μας πει ότι κατά τον ίδιο τρόπο η Νίκη της Σαμοθράκης
πέταξε και προσγειώθηκε στο Παρίσι, αυτό δεν αλλάζει την πραγματικότητα.
Ας κάνουμε όμως μία μικρή
ιστορική αναδρομή:
Η επίσημη δράση των ξένων
αρχαιολογικών σχολών στην Ελλάδα (με πρώτη εκείνη της Γαλλικής Αρχαιολογικής
Σχολής το 1846) ήταν, βεβαίως, η άλλη όψη της διείσδυσης και παρέμβασης των
Προστάτιδων Δυνάμεων με τη συναίνεση, αν όχι πρόσκληση της ελληνικής αστικής
τάξης, στα εσωτερικά της χώρας.
Πριν, όμως, από την ίδρυση των
ξένων αρχαιολογικών σχολών επί ελληνικού εδάφους, είχαν σημειωθεί πλείστες όσες
περιπτώσεις αρπαγής αρχαιολογικών ευρημάτων, υπό το πρόσχημα της αρχαιοφιλίας ή
του φιλελληνισμού. Το φαινόμενο, δε, ήταν τόσο διαδεδομένο ώστε κατέληγε σε
πραγματική λεηλασία. Ετσι, στην Γ’ Εθνική Συνέλευση της Τροιζήνας (1827),
ψηφίζεται διάταγμα που απαγορεύει την πώληση και εξαγορά αρχαιοτήτων εκτός
Ελλάδας. Το 1828 ο Καποδίστριας με εγκύκλιο καλεί του Εκτακτους Επιτρόπους στο
Αιγαίο Πέλαγος να επαγρυπνούν, ώστε οι αρχαιότητες να μην εξάγονται από τη
χώρα, αλλά να παραχωρούνται στην Κυβέρνηση. Κατά την Δ’ Εθνική Συνέλευση του
Αργους το 1829 εκδίδεται πάλι Ψήφισμα «περί απαγορεύσεως της εκτός του κράτους
εξαγωγής των μνημείων της αρχαιότητος». Ωστόσο, η Γαλλία δραστηριοποιείται ήδη
με επιστημονική αποστολή στην Πελοπόννησο και συγκεκριμένα στην Ολυμπία και για
να μην «δυσαρεστηθεί» της επιτρέπεται να μεταφέρει γλυπτά από την Ολυμπία στο
Παρίσι «όταν ζητώνται ως συντελούντα εις τα αρχαιολογικάς ερεύνας επιστημονικού
τίνος καταστήματος οποιασδήποτε Κυβερνήσεως». Στην πραγματικότητα η γαλλική
επιστημονική αποστολή είναι οι Γάλλοι ερευνητές που συνόδευαν το ειρηνευτικό
σώμα του Μοριά. Τα ευρήματα, δε, που έφταναν στο Παρίσι γίνονταν δεκτά με
ενθουσιασμό από τη γαλλική κοινή γνώμη.
Ετσι, λοιπόν, η νομιμοποίηση και
αδειοδότηση ξένων αρχαιολογικών σχολών από τη μία πλευρά ήρθε να ικανοποίησει
τις Μεγάλες Δυνάμεις και τις επιδιώξεις τους επί ελληνικού εδάφους και από την
άλλη έδινε τη δυνατότητα ενός ορισμένου ελέγχου της ανεξέλεγκτης προηγουμένως
δράσης διαφόρων «αρχαιολατρών», «αρχαιοδιφών» και άλλων, αλλά πώς; Διά της
αποδοχής της ελεγχόμενες εξαγωγής αρχαίων!
Στο μεταξύ, η δράση των ξένων
αρχαιολογικών σχολών εξελίσσεται σε πεδίο δριμύτατου μεταξύ τους ανταγωνισμού.
Η ελληνογερμανική σύμβαση για τις ανασκαφές της Ολυμπίας το 1874 είχε ως
αποτέλεσμα την αναζωπύρωση των γαλλικών διεκδικήσεων επί ελληνικού εδάφους, οι
οποίες κατέληξαν σε μια νέα σύμβαση μεταξύ ελληνικού και γαλλικού κράτος για
την ανασκαφή των Δελφών. Η σύμβαση υπεγράφη το 1882 από τον πρωθυπουργό Αλ.
Κουμουνδούρου, ωστόσο προηγουμένως η Αρχαιολογική Εταιρεία είχε αντιδράσει
έντονα γι’ αυτές τις διαπραγματεύσεις, αναφέροντας με δριμύ τρόπο πως «τοιαύτη
σύμβασις συνεπάγει μείωσιν της επί της χώρας νομίμου κυριαρχίας και
καταβιβάζουμε την κυβέρνηση της χώρας εις απλήν υπηρέτιδα ενώ τω έργω
μετατίθησιν εις θέσιν κυρίου ξένο κράτος». Η Αρχαιολογική Εταιρεία όχι μόνο δεν
ελήφθη υπόψη, αλλά στη σύμβαση προβλεπόταν και η παραχώρηση στους Γάλλους των
ευρημάτων που ήταν διπλά και όμοια. Παρόμοια, δε, πρόβλεψη υπήρχε και στη
σύμβαση με το γερμανικό κράτος για τις ανασκαφές στην Ολυμπία.
Η εν λόγω σύμβαση με το γαλλικό
κράτος και με αυτούς τους όρους δεν υλοποιήθηκε διότι ο Χ. Τρικούπης, ως
πρωθυπουργός, επεδίωξε να συνδέσει τις ανασκαφές των Γάλλων στους Δελφούς με
μια συμφωνία για την κορινθιακή σταφίδα. Και μπορεί αυτή η εξέλιξη να επέτρεψε
στην Αρχαιολογική Εταιρεία να επαναφέρει τις αντιδράσεις της και τελικά το 1888
να επιτευχθεί μία συμφωνία χωρίς τους κραυγαλέα απεχθείς όρους των προηγούμενων
διαπραγματεύσεων περί εξαγωγής αρχαιοτήτων, εντούτοις διαπιστώνουμε ότι: α)
στην αρχαιολογική έρευνα προσδίδεται ανταλλακτική αξία και γίνεται πεδίο
συναλλαγής ενόψει μιας εμπορικής συμφωνίας β) η συγκρότηση των μεγάλων
ευρωπαϊκών μουσείων είναι παρακολούθημα της συγκρότησης των καπιταλιστικών
κρατών με ό,τι αυτό συνεπάγεται στο επίπεδο του βίαιου προσεταιρισμού εδαφών,
προσόδων και αρχαιολογικών ευρημάτων.
Φυσικά, η περιπέτεια της
λεηλασίας των ελληνικών αρχαιοτήτων και του τρόπου που αποτέλεσαν βασικό υλικό
συγκρότησης των μεγάλων μουσείων δεν εξαντλείται εδώ. Τα παραπάνω, όμως, είναι
ενδεικτικά αναφορικά με το πώς και γιατί ο Μακρόν με κυνική αυτοπεποίθηση
γιορτάζει την αρπαγή της Αφροδίτης της Μήλου και ο Κ. Μητσοτάκης με
υποδειγματική υποταγή σιωπά.
Και αυτή η σιωπή δεν χαρακτηρίζει
μόνο τον συγκεκριμένο πρωθυπουργό, αλλά διαχρονικά τις ελληνικές κυβερνήσεις,
οι οποίες σιωπώντας μπροστά στις μεγάλες λεηλασίες έχουν αναδείξει ως ύψιστη
διεκδίκηση την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα. Με ποιο τρόπο εκδηλώνεται
αυτή η διεκδίκηση;
Ας θυμηθούμε:
Το 2003 ο πρώην πρωθυπουργός
Κώστας Σημίτης παρακαλούσε τον Βρετανό πρωθυπουργό Τόνι Μπλερ, το 2003, να πει
κάτι για τα Γλυπτά επειδή «έχουμε εκλογές του χρόνου και ίσως αυτό μπορεί να
φανεί χρήσιμο». Το 2002 ο τότε υπουργός Πολιτισμού, Ευ. Βενιζέλος εγκατέλειπε –
επί της ουσίας – τη διεκδίκηση των Γλυπτών του Παρθενώνα και μιλούσε για
«μακροχρόνιο δανεισμό». Το 2019 ο νυν πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης δηλώσει στη
βρετανική εφημερίδα Observer «δεδομένης
της σημασίας του 2021, θα προτείνω στον Μπόρις: «Ως πρώτο βήμα δάνεισέ μου τα
γλυπτά για μια συγκεκριμένη περίοδο χρόνου και θα σου στείλω πολύ σημαντικά
τεχνουργήματα που δεν έχουν φύγει ποτέ από την Ελλάδα για να εκτεθούν στο
Βρετανικό Μουσείο».
Αν όμως ο διαμελισμός ενός
οικουμενικού μνημείου, όπως ο Παρθενώνας, είναι ύψιστο θέμα και γι’ αυτό η
διεκδίκηση εστιάζεται εκεί – και όχι σε άλλα προϊόντα αρπαγής όπως η Αφροδίτη
της Μήλου για παράδειγμα, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι κανένα μεγάλο μουσείο
δεν θα δεχόταν να αποχωριστεί τα «διαμάντια» που κατέχει – τότε ο υποβιβασμός
του σε προϊόν ανταλλαγής και μάλιστα ανταλλάσσοντας (έστω και με τη μορφή
δανεισμού), άλλα αρχαία, δεν εκφράζει παρά την κυνικά αγοραία αντίληψη επί των
μνημείων και ενίοτε βαθιά υποτακτική.
Και αυτή η αντίληψη, επί των
ημερών της ΝΔ, εκφράζεται ενίοτε και διά της σιωπής… είτε αυτή είναι σιωπή
υποταγής όταν σου λένε ότι γιορτάζουν τα 200 χρόνια κλοπιμαίου αρχαίου και
μένεις βουβός, είτε είναι σιωπή αλαζονικής υπεροχής όταν ενώπιον των
διαμαρτυριών για τον τεμαχισμό αρχαίων (βλ. Μετρό Θεσσαλονίκης) απλώς
συνεχίζεις αδιάφορος.
Πηγές:
Β. Πετράκος, Δοκίμιο για την
αρχαιολογική νομοθεσία, Αθήνα 1982
Ν. Παπαδοπούλου, «Ξένες
Αρχαιολογικές Σχολές στην Ελλάδα», Καθημερινή/Επτά Ημέρες, 21.05.2005
Ευ. Δωρής, Το δίκαιον των
αρχαιοτήτων. Νομοθεσία, νομολογία, ερμηνεία, Αθήνα 1985.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου