Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου 2021

Καληνύχτα, κυρία Σελήνη

 


γράφει η Αρχοντία Κάτσουρα

 

Το σπίτι ήταν γωνιακό. Βορινό από τη μία πλευρά και δυτικό από την άλλη. Ηταν και στον πρώτο όροφο, οπότε διέθετε όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που μπορούσαν μερικές φορές να σου κάνουν κάπως δύσκολη τη ζωή.

 

Ο ήλιος το πρωί δεν το έβλεπε, μόνο κανένα δίωρο νωρίς το πρωί στη βορινή πλευρά. Αλλά το μεσημέρι και το απόγευμα τα καλοκαίρια, στο δυτικό μπαλκόνι δεν μπορούσες να καθίσεις και αν είχε καύσωνα, μόνο αν έκλεινες τα παντζούρια μπορούσες να εξασφαλίσεις στοιχειώδη δροσιά για να ξαπλώσεις λίγο να ξεκουραστείς.

 

Τον χειμώνα, η βορινή πλευρά είχε πολύ κρύο, ειδικά αν φυσούσε βοριάς και η απουσία ηλιοφάνειας δεν βοηθούσε και πολύ την κατάσταση. Οσο για τον θόρυβο, αυτός αντιμετωπίστηκε μόνο όταν τα παλιά αλουμίνια αντικαταστάθηκαν από αυτά με τα διπλά τζάμια και τα «καρό» διαχωριστικά, που έδιναν μια χάρη στο εξωτερικό τοπίο. Λίγο τα δέντρα της αυλής, λίγο οι κουρτίνες, κάπως ξεχνούσες τα άλλα.

 

 

Καημός της ήταν που από το μπαλκόνι δεν μπορούσε να δει ποτέ την πανσέληνο. Επρεπε να ανέβει στην ταράτσα της πολυκατοικίας με τις αναμονές (η άδεια προέβλεπε ότι, κάποτε, όταν το επέτρεπαν οι όροι δόμησης, θα αποκτούσε ακόμη έναν όροφο) και όρθια να καθίσει να θαυμάσει τον φωτεινό δορυφόρο της Γης που έκλεβε φως από τον ζωοδότη Ηλιο. Αλλά δεν το έκανε ποτέ. Κάπως αλλιώς θα ταίριαζε να απολαύσει κανείς αυτή την ομορφιά…

 

Ετσι, οι κύκλοι της Σελήνης περνούσαν μαζί με τους μήνες και τα χρόνια και της έμενε να χαίρεται την πλήρη δόξα του φεγγαριού τα καλοκαίρια στις διακοπές, καμιά φορά περπατώντας στον δρόμο επιστρέφοντας από βόλτα ή από το παράθυρο του ηλεκτρικού, όταν αυτό, σαν παιδάκι, έπαιζε κρυφτό πίσω από κτίρια και δέντρα. «Να, εδώ είμαι! Πιάσε με αν μπορείς!»

 

Και έναν χειμώνα, ένα βράδυ πολύ κρύο, που ένα λεπτό στρώμα χιονιού είχε καλύψει την πόλη, πριν ο ουρανός ξαστερώσει -η παγωνιά δεν περιγραφόταν εκείνη τη νύχτα-, είδε κάτι που δεν είχε προσέξει ποτέ ξανά. Αργά, πολύ αργά τη νύχτα, από τον ακάλυπτο, στην ανατολική πλευρά του σπιτιού, ένα φως έπεφτε στο δωματιάκι όπου είχε το γραφείο της. Είχε ξυπνήσει ξαφνικά, χωρίς λόγο προφανή, και είδε το φως να τρυπώνει έως την κρεβατοκάμαρα και να μπαίνει από την πόρτα. Σηκώθηκε, πήγε στο γραφείο και τι να δει: από το παράθυρο έλαμπε ολόγιομο, τεράστιο το φεγγάρι, κι έριχνε φως παντού. Είχε ξεχάσει την κουρτίνα ανοιχτή και το λευκό του χιονιού είχε αυξήσει τη δύναμη του δανεικού φωτός. Ολα έλαμπαν.

 

Ηξερε λοιπόν, έκτοτε, πού θα μπορεί να κάθεται να βλέπει το φεγγάρι, έστω και μέσα από το παράθυρο, χειμώνα-καλοκαίρι. Πώς δεν το είχε προσέξει πριν. Αλλά, συνήθως, το ξεχνούσε φυσικά…

 

Και έναν Σεπτέμβριο, το βράδυ της φθινοπωρινής ισημερίας, όπως ανέβαινε τον δρόμο για το σπίτι, η Σελήνη την περίμενε εκεί. Στη μέση ακριβώς του στερεώματος, μία μέρα μετά την πλήρη δόξα της, μεγάλη πάντως και ολόλαμπρη, σαν να της χαμογέλασε λίγο. Στάθηκε κάμποσο εκεί, στην άκρη στο πεζοδρόμιο, και παρατηρούσε. Αριστερά της Σελήνης, μερικές λεύκες. Δεξιά της, ένα μεγάλο πεύκο, με λίγα κλαδιά και βελόνες - ο χιονιάς, μήνες πριν, το είχε πληγώσει πολύ. Κι ο ουρανός, σκούρος μπλε. Εικόνα σαν γιαπωνέζικος πίνακας ζωγραφικής σε ρυζόχαρτο. Μόνο ένα χαϊκού έλειπε για να συμπληρωθεί το ταξίδι στην Απω Ανατολή.

 

Μετά πήγε σπίτι, έτρεξε στο γραφείο, έσβησε τα φώτα και άνοιξε το παράθυρο. Αισθάνθηκε ένα είδος ευλογίας και θυμήθηκε ένα ποίημα-μινιατούρα του Ματσούο Μπασό που έλεγε: Απόψε ώς κι εσύ/ πας βιαστική/ σελήνη του φθινοπώρου*.

 

Οταν έπεσε για ύπνο, δεν έκλεισε την κουρτίνα, έτσι για να φτάνει το φως ώς το δωμάτιο ώσπου να αποκοιμηθεί. Η τελευταία λέξη που είπε ήταν ένα «καληνύχτα» στη Σελήνη.

 

* Ματσούο Μπασό (1644-1694), «Τέσσερις Εποχές» (απόδοση-επίμετρο: Βασίλης Λαλιώτης)

0 comments :

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *