γράφει η Αρχοντία Κάτσουρα
Η μέρα σκοτείνιασε απότομα. Ωρες
τώρα φαινόταν ότι άλλαζε ο καιρός. Η ζέστη αναμίχθηκε αρχικά με υγρασία και
γρήγορα η θερμοκρασία έπεσε, τόσο που δεν μπορούσες να καθίσεις έξω,
τουλάχιστον όχι αν δεν φορούσες κάτι. Ενα πουκάμισο, μια ζακέτα…
Ο αέρας μύριζε βροχή, αρχές
Σεπτέμβρη. Κάπως πρόωρη της φάνηκε αυτή η αλλαγή του καιρού και την πήρε το
παράπονο. Πώς πέρασε το καλοκαίρι, γιατί δεν το κατάλαβε, γιατί δεν το πρόλαβε;
Δεν ήθελε να κρυώσει ο καιρός ακόμα. Δεν ήθελε να έρθει ο χειμώνας. Αυτό το
καλοκαίρι κάτι της χρωστούσε ακόμα. Οχι μεγάλο, ούτε πολύ, κάτι όμως.
Μπήκε μέσα, πήρε ένα παρεό από
την ντουλάπα, αυτό που θα φορούσε αν πήγαινε για μπάνιο και ξέμενε μέχρι αργά
στην αμμουδιά. Οταν θα έπεφτε ο ήλιος, το δέρμα, κουρασμένο από τον ήλιο, τη
θάλασσα και το κολύμπι, θα κρύωνε λίγο και θα το χρειαζόταν. Να σκεπάσει την
πλάτη της μέχρι να έρθει, αν έρθει, η ώρα της αναχώρησης.
Βγήκε πάλι στο μπαλκόνι, κάθισε
στην υφασμάτινη πολυθρόνα και τυλίχτηκε με το χρωματιστό ύφασμα. Σκούρο μπλε,
με κίτρινα αστέρια, έναν ήλιο με στρογγυλά που χαμογελούσε πάνω από μια
δεκαετία όταν την τύλιγε, με αστέρια και ασημένια μισά φεγγάρια. Θυμόταν πότε
το αγόρασε: ένα παλιό καλοκαίρι, στην Αμοργό. Της είχε αρέσει τότε πολύ. Την
έκανε να πιστεύει ότι θα έδινε μια νότα ελευθερίας στη ζωή της. Και είχε δίκιο.
Δεν το αποχωρίστηκε ποτέ έκτοτε. Το φορούσε και τον χειμώνα σαν μαντίλι.
Το τυλίχτηκε και σφίχτηκε μέσα
στα ίδια της τα χέρια. Δεν κρύωνε πια, αλλά ήθελε να μιμηθεί το αίσθημα μιας
καλοκαιρινής αγκαλιάς. Κοίταζε τον ουρανό πέρα από το στενό, πάνω από τις
πολυκατοικίες και το φουγάρο του φούρνου που κάπνιζε.
Τη βροχή πάντως δεν την είδε στην
αρχή. Πρώτα την άκουσε. Ηταν μερικά αραιά τακ-τακ-τακ πάνω στην τέντα, που όλο
και πύκνωναν. Ωσπου έγιναν βροχή κανονική. Ηπια, ποτιστική θα την έλεγαν όσοι
είχαν κάτι που να είχε την ανάγκη της. Οι μετεωρολόγοι δεν είχαν πει τίποτα,
μόνο κάτι για μιαν αστάθεια στην ατμόσφαιρα ψέλλισαν χθες.
Και ενώ κάπως της είχε κακοφανεί
μια τόσο πρόωρη ημερολογιακά βροχή, σιγά σιγά συνήθιζε στην ιδέα. Μάλλον ήταν
αυτή η ηρεμία της. Δεν ήταν μπόρα, δεν φυσούσε, δεν έκανε θόρυβο. Μόνο έπεφτε,
σταγόνα σταγόνα. Αφησε λοιπόν το σώμα της να χαλαρώσει -δύσκολο πράγμα ύστερα
από τόσες κοπιώδεις ημέρες, γεμάτες ένταση.
Αν ήμουν μικρή, αν πήγαινα
σχολείο, τώρα θα σκεφτόμουν τα καινούργια τετράδια, τα καινούργια βιβλία και τα
χρώματα και τα μολύβια και την επιστροφή στις παρέες, στο γνώριμο προαύλιο
έπειτα από ένα μακρύ καλοκαίρι γεμάτο παιχνίδι και θάλασσες και παγωτά,
σκέφτηκε. Τώρα όμως…
Αλλά είπε να μην επιτρέψει να τη
συντρίψει η νοσταλγία και αφέθηκε στη γλυκιά ρυθμική μουσική της βροχής. Ηταν
απόγευμα, θύμιζε σούρουπο. Δεν μπορούσε να καταλάβει πόσος χρόνος είχε μείνει
για να αρχίσει να σκοτεινιάζει. Αφησε το μυαλό της να περιπλανηθεί και να
παραπλανηθεί.
Κι έτσι το άφησε να μετράει
σταγόνες βροχής πάνω στο καραβόπανο της τέντας ώσπου δεν υπήρχε αριθμός, ώσπου
οι στροφές του έγιναν λίγο πιο αργές, τα γρανάζια του δεν ζορίζονταν τόσο και
έδωσαν εντολή και στα χέρια και στα πόδια και στην πλάτη να χαλαρώσουν.
Ηταν η πρώτη βροχή του Σεπτέμβρη
κι έτσι, μέσα στον λήθαργο της γαλήνης της, θυμήθηκε μια πορτοκαλί ψαρόβαρκα με
ανορθόγραφο όνομα, έναν κόκκινο ιβίσκο, μια γαλάζια ξύλινη πόρτα που έβγαζε σε
μιαν ασβεστωμένη αυλή με θέα στο Αιγαίο, ένα αρμυρίκι που έγινε ταβάνι μιας
ανοιχτής κάμαρης ένα μεσημέρι και ένα μήνυμα σε ένα μπουκάλι που έφερε η
θάλασσα.
Α, και τη μνήμη μιας μυρωδιάς από
σαπούνι, νερό και λίγο καπνό στην αναπνοή. Ας είναι. Εχουμε μέρες έως την
ισημερία του φθινοπώρου.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου