γράφει
ο Παντελής Μπουκάλας
Ο
Στέφανος Τσιτσιπάς είναι σπουδαίος τενίστας. Σταθερά στην πρώτη εξάδα πια. Οι
ελπίδες του να ανέβει κάποια στιγμή στην κορυφή δεν είναι λίγες. Ούτε και οι
ανταγωνιστές του όμως, της ίδιας πάνω-κάτω ηλικίας, είναι λίγοι ή σαφώς
κατώτεροί του. Και να εκθρονίσει πάντως τον Ράφα Ναδάλ και τον Νόβακ Τζόκοβιτς,
κανέναν λόγο δεν θα έχουμε να ξαναπιάσουμε τον ξεθυμασμένο ύμνο της «μοναδικής
ελληνικής ψυχής». Αν η ψυχική ποιότητά μας επαληθεύεται αποκλειστικά στις
αθλητικές πρωτιές, μάλλον πρέπει ν’ αλλάξουμε καθρέφτη.
Πολύ
γρήγορα ο Στέφανος Τσιτσιπάς έδειξε ότι θα ήθελε να τον εκτιμούμε και να τον
χειροκροτούμε όχι μόνο για τα μπάκχαντ και τα σερβίς του, αλλά και για κάτι
άλλο, «πνευματικότερο». Πολλοί, πάρα πολλοί άλλοι αθλητές, Ελληνες και ξένοι,
δεν σκέφτηκαν ποτέ ότι οφείλουν να δίνουν διαπιστευτήρια καλλιέργειας σ’ εμάς
που συναποτελούμε το παμφάγο κοινό ή ότι η Ιστορία τούς έχει αναθέσει και τον
ρόλο του γκουρού μαζί με την υποχρέωση να φέρνουν δόξα στην πατρίδα τους.
Δίνουν τις συνεντεύξεις τους μια στο τόσο, παραμένουν εντούτοις προσηλωμένοι
στη δουλειά τους, χωρίς κανένα άγχος να καταγραφούν και με μια άλλη εικόνα,
τάχα ποιοτικότερη. Ακόμα και το δελεαστικό εκθετήριο των μέσων κοινωνικής
δικτύωσης το αποφεύγουν. Ισως επειδή κατανόησαν έγκαιρα ότι και μια λαθεμένη
λέξη αν σου ξεφύγει εκεί, δύσκολα τη μαζεύεις έπειτα.
Αντίθετα,
για κάμποσα φεγγάρια ο Τσιτσιπάς έδειχνε σαγηνευμένος από το εκθετήριο των σόσιαλ
μίντια. Και αναρτούσε εκεί συνεχώς ρητά παλαιών σοφών, και μάλιστα στα
αρχαιοελληνικά. Αν τα έμαθε στις κατ’ οίκον σπουδές του και στην αυτοδιδασκαλία
του ή τα τρύγησε στο Ιντερνετ δεν το ξέρω και δεν έχει σημασία. Οπως δεν έχει
σημασία αν την πρόσφατη πρότασή του να φυτέψουν οι δήμοι καρποφόρα δέντρα, για
να ‘χουν οι άστεγοι κάτι να τρώνε, την εμπνεύστηκε διαβάζοντας το αφήγημα του
Σωτήρη Δημητρίου «Τα οπωροφόρα της Αθήνας». Μακάρι να το έχει διαβάσει, δεν
πειράζει κι αν δεν το ξέρει.
Κάτι
άλλο, όμως, έπρεπε να το ξέρει ο καλός τενίστας. Οτι προτάσεις όπως αυτή ούτε
ευστροφία αποκαλύπτουν ούτε συμπόνια. Και ότι, με την ξέγνοιαστη ρηχότητά τους,
δεν μπορεί παρά να ξενίσουν, να προκαλέσουν, να εκνευρίσουν, να πικράνουν
ανθρώπους. Αν καγχάσαμε με την πρότασή του ν’ αγοράσουμε Τέσλα για να
αντιμετωπίσουμε την κλιματική κρίση, τώρα δεν υπάρχει η διαφυγή του καγχασμού. Γιατί
τώρα η θυμωμένη θλίψη μοιάζει υποχρεωτική.