Παρασκευή 11 Οκτωβρίου 2013

Λοξή ματιά σε όξινο πρωί

Έφτασα στην Αθήνα με το ξημέρωμα. Του Γιάννη Μακριδάκη
Πήρα τον ηλεκτρικό από Πειραιά για να πάω Μοναστηράκι κι από εκεί να αλλάξω με μετρό, οπότε μου φάνηκε, όπως μου φαίνεται κάθε αντίστοιχη φορά, λογικό το κόμιστρο του 1.40 για αυτή την διαδρομή, στην κατάστασή που βρισκόμουν, και χτύπησα εισιτήριο. Η αξιολόγηση της διαδρομής σε σχέση με το αντίτμο του εισιτηρίου καθορίζεται από μία συνάρτηση της απόστασης, των καιρικών συνθηκών και της προσωπικής μου κατάστασης κατά την ώρα εκείνη, αν κουβαλάω δηλαδή πράγματα, αν είμαι κουρασμένος, αν βρέχει ή έχει καύσωνα κλπ. Όποτε η αξιολόγηση είναι αρνητική, μου φαίνεται δηλαδή το κόμιστρο υπερβολικό, πηγαίνω με τα πόδια.
Σήμερα το πρωί βέβαια μπήκα στον ηλεκτρικό.
Εκεί στο Μοσχάτο να σου και μπαίνει μια κυρία γύρω στα 70, νεόπτωχη, με βαμμένο μαλλάκι και ρόμπα, με το χέρι απλωμένο μπροστά σε γαβαθάκι και να σιγοψιθυρίζει περνώντας δίπλα από τους επιβάτες, σας παρακαλώ, δώστε μου το ελάχιστο που μπορείτε, να ζήσω κι εγώ σαν άνθρωπος. Δεν είδα κανέναν να συγκινείται στο ελάχιστο.
Εκεί στον Ταύρο μπαίνει ένας νεαρός με αμάνικο μπλουζάκι και τζιν παντελόνι μέχρι το γόνατο και με φωνή δυνατή και παρακλητική ενημέρωνε το βαγόνι ότι ζει στο παγκάκι επί δυόμισι χρόνια και ότι κρυώνει και θέλει λίγα χρήματα για να πάρει ένα ζεστό τσάι και κάτι να φάει, έλεγε δε συνέχεια, με ρυθμό, δεν είμαι κλέφτης, δεν είμαι πρεζάκι. Πάλι δεν είδα κανέναν να συγκινείται.
Προσωπικά είμαι τελείως απέξω από όλη αυτή τη ζωή και την κοιτώ σαν να μπήκα αμέτοχος απλός παρατηρητής σε ζωντανό μουσείο, οπότε η δική μου παρουσία στο σύστημα αυτό δεν υπάρχει, η οποιαδήποτε υλική στιγμιαία συμβολή μου ούτε ρόλο παίζει ούτε μπορεί να υπάρξει, σήμερα είμαι αύριο δεν είμαι, μονάχα χαλιέμαι όσο είμαι και θλίβομαι αλλά δεν μπορώ να κάνω κάτι διαφορετικό από αυτό που ελπίζω ότι κάνω με τις λέξεις.
Σε ένα κάθισμα του τρένου έτυχε να κάθεται μια γνωστή μου που ζει χρόνια στην μεγαλούπολη, τυχαίνουν αυτά πού και πού ακόμα και σε μένα, είχε λοιπόν στα αυτιά της ακουστικά και μπρος της ένα βιβλίο, διάβαζε, άκουγε, αποκομμένη εντελώς από το περιβάλλον, από τους ανθρώπους γύρω της, δεν υπήρχε ο χρόνος της διαδρομής για λόγου της, ήταν ένα σκοτεινό τούνελ η ζωή της μέχρι να φτάσει στη δουλειά, κλεισμένη στο κάστρο της με ανοιχτή μόνο τη μύτη για να αναπνέει, αναγκαστικά, και μάλλον δεν θα της άρεσε κιόλας η μυρωδιά της ατμόσφαιρας, αλλά τι μπορούσε να κάνει. Πού και πού έριχνε μηχανικές ματιές έξω από το βιβλίο της αλλά ήταν τόσο τυπικά αμυντικές ματιές, κοιτούσε μονάχα πεταχτά μπας και προέκυψε κάνας κίνδυνος για το άτομό της ολόγυρα όσην ώρα αυτή ήταν απορροφημένη στον κόσμο της, δεν έβλεπε τίποτε ανησυχητικό και ξαναγυρνούσε στο τούνελ της. Ούτε εμένα δεν είδε μέχρι που κατέβηκα από το τρένο.
Στο Μοναστηράκι, εκεί στην αλλαγή για μετρό, έπεσα για πρώτη φορά στην ζωή μου πάνω σε έλεγχο εισιτηρίων. Τους πήρα χαμπάρι από μακριά τους ελεγκτές που είχαν στήσει το μπλόκο τους, διότι όταν είσαι καινούριος σε ένα περιβάλλον παρατηρείς, ενώ όταν είσαι μέρος του, έχεις πια συνηθίσει να βαδίζεις και να μη βλέπεις τίποτε. Κοιτούσα λοιπόν όσο πήγαινα προς το μέρος τους τους ελεγκτές που σαν τις αράχνες είχαν στήσει ιστό και πιάνανε μυγάκια που πέφτανε πάνω τους σαν τυφλά, κι είδα έναν ελεγκτή που ήτανε κάπως αποκομμένος από τους άλλους, μόλις είχε αφήσει κάποιον επιβάτη να φύγει και γελούσαν και οι δυο τους. Λέω μέσα μου, αυτός για να γελάει, είναι ειδική περίπτωση, μπορεί και νιώθει ακόμα. Κατευθύνθηκα προς το μέρος του. Και πράγματι, μόλις τον πλησίασα, κατέβασε τα μάτια στο δάπεδο και πέρασα δίχως να κοιτάξει το εισιτήριό μου. Είναι κάποιοι άνθρωποι μέσα σε αυτόν τον ολετήρα ψυχών που λέγεται σύγχρονη κοινωνία του χρηματοοικονομικού συστήματος, οι οποίοι ακόμα νιώθουν και ζορίζονται. Οι υπόλοιποι, οι απόλυτα ισοπεδωμένοι, απλά μετρούν κεφάλια για να επιβιώσουν. Παντού, όχι μόνο στον κλάδο των ελεγκτών, ας μην πλανιόμαστε.
Είδα επίσης στο μετρό γυναίκες νέες βαμμένες με διάφορα ρουζ, μπογιές και τέτοια, στα μάτια, στα μάγουλα, στα χείλη, στα μαλλιά, στα νύχια και μου φάνηκε τόσο παράξενο το θέαμα, τόσο πρωτόγονο, αλήθεια, ακόμα υπάρχουν τέτοιες παρουσίες.
Και κατεβαίνοντας από το μετρό, λίγο πριν πάω προς το σπίτι, πέφτει το μάτι μου σε κάτι κρεμασμένες εφημερίδες σε ένα περίπτερο και παίρνει μαζί του, περνώντας, δυο λέξεις από πηχιαίους τίτλους “Ουρλιαχτό” και “Σκότωσε”
Έτσι ξεκίνησε η μέρα μου σήμερα. Έφυγα από τα φυτά και τα ζωντανά και ήρθα στη ζούγκλα
Μόλις μπήκα στο σπίτι, με υποδέχτηκαν οι δικοί στην πόρτα: Τι έγινε Γ., ήρθες στον πολιτισμό;

0 comments :

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *