Του Γ. Δελαστίκ
Στο χειρότερο σημείο τους εδώ και περίπου είκοσι χρόνια εξακολουθούν να παραμένουν οι ελληνοαλβανικές σχέσεις, όπως απέδειξε για πολλοστή φορά η ολιγόωρη επίσκεψη του υπουργού Εξωτερικών Ευάγγελου Βενιζέλου στα Τίρανα προχθές. Η ανάληψη της πρωθυπουργίας από τις αρχές του περασμένου μήνα από τον σοσιαλιστή ηγέτη Εντι Ράμα μάλλον χειροτέρεψε παρά βελτίωσε τις κακές και επί Σαλί Μπερίσα σχέσεις των δύο χωρών.
Αλλωστε το Σοσιαλιστικό Κόμμα Αλβανίας με αρχηγό τον Εντι Ράμα, το οποίο τότε βρισκόταν στην αντιπολίτευση, είναι αυτό που το 2009 είχε κάνει προσφυγή στο Συνταγματικό Δικαστήριο των Τιράνων ζητώντας να ακυρωθεί η συμφωνία Ελλάδας - Αλβανίας τον Απρίλιο του 2009, η οποία οριοθετούσε τις Αποκλειστικές Οικονομικές Ζώνες (ΑΟΖ) των δύο γειτονικών κρατών.
Οι Αλβανοί σοσιαλιστές υποστήριζαν ότι οι ελληνικές βραχονησίδες βορείως της Κέρκυρας δεν έχουν υφαλοκρηπίδα και κατά συνέπεια κακώς παραχωρήθηκε στην Ελλάδα περισσότερη ΑΟΖ από αυτήν που πραγματικά δικαιούται. Τον Ιανουάριο του 2010 το αλβανικό Συνταγματικό Δικαστήριο όντως ακύρωσε τη συμφωνία Ελλάδας-Αλβανίας για τον καθορισμό των ΑΟΖ των δύο κρατών. «Δεν τίθεται θέμα πώς θα διαβάσει κάποιος την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου.
Η απόφαση αυτή είναι ξεκάθαρη» δήλωσε τη Δευτέρα ο Αλβανός υπουργός Εξωτερικών Ντίτμιρ Μπουσάτι, ο οποίος συναντήθηκε με τον Ευ. Βενιζέλο, θέτοντας έτσι ουσιαστικά ζήτημα επαναδιαπραγμάτευσης της συμφωνίας Ελλάδας-Αλβανίας όχι από μηδενική βάση, αλλά με δεδομένο πλέον ότι οι ελληνικές βραχονησίδες βορείως της Κέρκυρας δεν έχουν υφαλοκρηπίδα για την αλβανική πλευρά, αφού έτσι έχει αποφασίσει το αλβανικό Συνταγματικό Δικαστήριο! Υπό το πρίσμα αυτό, είναι εξαιρετικά δύσκολη -για να μην πούμε εκ των προτέρων αδύνατη- η επίτευξη νέας συμφωνίας Ελλάδας - Αλβανίας για τις ΑΟΖ πάνω σε αυτήν τη βάση.
Αντιθέτως, η αλβανική κυβέρνηση φάνηκε επιθετική στο «τσάμικο», όπως προκύπτει από τις δηλώσεις του Αλβανού υπουργού Εξωτερικών. «Αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο του διπλωματικού μας φακέλου με την Ελλάδα» υπογράμμισε, προσθέτοντας ότι «κατά τη δική μας άποψη είναι η στιγμή να δούμε κατάματα την πραγματικότητα, να ξεπεράσουμε ένα προς ένα τα ιστορικά εμπόδια που μας άφησε το παρελθόν».
Ο Αλβανός υπουργός ζήτησε επίσης να καταργήσει η Ελλάδα τον νόμο περί εμπόλεμης κατάστασης με την Αλβανία και «να αναγνωρίσει το δικαίωμα της ιδιοκτησίας σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο». Απαντώντας ο Ευ. Βενιζέλος δήλωσε ότι «την ειρηνική κατάσταση μεταξύ των δύο χωρών την έχει επισήμως διακηρύξει το ελληνικό υπουργικό συμβούλιο το 1987». Αυτό είναι αλήθεια, αλλά δεν ισοδυναμεί με αυτό που ζητούν οι Αλβανοί. Δεν πέρασε ποτέ από την ελληνική Βουλή αυτή η απόφαση του υπουργικού συμβουλίου της κυβέρνησης του Ανδρέα Παπανδρέου για να γίνει νόμος του ελληνικού κράτους η άρση του εμπολέμου με την Αλβανία, ούτε υπογράφτηκε φυσικά κάποια ελληνοαλβανική συμφωνία αποκατάστασης ειρηνικών σχέσεων των δύο γειτονικών κρατών.
Οι πολιτικές εξελίξεις και στις δύο χώρες δεν το επέτρεψαν. Η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου κατέρρευσε αφού ηττήθηκε στις εκλογές του Ιουνίου του 1989 και αντικαταστάθηκε από τον Μάρτιο του 1990 από τη δεξιά κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Παράλληλα άρχισε και η κατάρρευση του αλβανικού καθεστώτος του «υπαρκτού σοσιαλισμού» του Ραμίζ Αλία, η οποία ολοκληρώθηκε στις αρχές του 1992, με τις εκλογές του Μαρτίου που εκδίωξαν τους πρώην κομμουνιστές από την εξουσία, παρόλο που είχαν κερδίσει τις σχετικά ελεύθερες για τα αλβανικά δεδομένα βουλευτικές εκλογές του 1991.
Το άνοιγμα των συνόρων Ελλάδας - Αλβανίας και τα προβλήματα που γεννήθηκαν στις σχέσεις των δύο χωρών οδήγησαν σε απροθυμία των ελληνικών κυβερνήσεων της τελευταίας εικοσαετίας να επωμιστούν το πολιτικό βάρος της απόφασης για άρση του εμπολέμου. Αναφορικά με το θέμα της ιδιοκτησίας, σίγουρα η απάντηση του Ευ. Βενιζέλου δεν ενθουσίασε τους Αλβανούς και βεβαίως δεν υποδηλώνει φιλικές σχέσεις μεταξύ των δύο κρατών: «Από το 1986, όποιος έχει κάτι να προστατεύσει στην ελληνική επικράτεια και στην ελληνική έννομη τάξη, έχει το δικαίωμα της προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Στρασβούργου.
Αρα έχουμε ένα ασφαλέστατο πλαίσιο συνεργασίας που διέπεται από διμερείς και πολυμερείς συμβάσεις» δήλωσε. Αν αναλογιστεί κανείς ότι η προσφυγή -και μάλιστα η ατομική- σε διεθνή δικαστήρια χαρακτηρίζει πρωτίστως τις σχέσεις κρατών που έχουν εχθρικές σχέσεις μεταξύ τους, σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί κανείς να μιλήσει για «ασφαλέστατο πλαίσιο συνεργασίας». Αυτή δεν είναι σε καμία περίπτωση συνεργασία, ας είμαστε ειλικρινείς.
*Δημοσιεύθηκε στο ΕΘΝΟΣ στις 16-10-2013
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου