«Η επιστροφή στην ανάπτυξη δεν έχει διασφαλισθεί» λέει..
το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής σε νέα του έκθεση για το τρίμηνο Ιουλίου – Σεπτεμβρίου, ενώ επισημαίνει ότι δεν έχει εξαλειφθεί ούτε ο κίνδυνος πολιτικής αστάθειας.
Το Γραφείο Προϋπολογισμού προχωρά σε συμπεράσματα – φωτιά, που αν κανείς τα τοποθετήσει σε μια σειρά θα βγάλει ιδιαίτερα χρήσιμα συμπεράσματα για τις καταστροφικές συνέπειες του μνημονίου όλα αυτά τα χρόνια.
Την ώρα λοιπόν, που η κυβέρνηση προσπαθεί να βρει όνομα για την περίοδο που θα ακολουθήσει μετά το πέρας του προγράμματος (μέσα 2014), αλλά και για τα νέα μέτρα που θα έρθουν κατ’ απαίτηση της τρόικα, οι περισσότεροι τομείς της οικονομίας αν μη τι άλλο, θα πρέπει να μας προβληματίσουν.
Όπως επισημαίνει, “οι επενδύσεις εξακολουθούν να υποχωρούν, η τραπεζική χρηματοδότηση της οικονομίας παραμένει ασθενική και οι απoταμιεύσεις, μετά από μια σύντομη περίοδο ανόδου, δείχνουν να υποχωρούν. Παρατηρούνται φαινόμενα μεταφοράς των εδρών των επιχειρήσεων στο εξωτερικό με τον ένα ή άλλο τρόπο, η Δημόσια Διοίκηση δυσλειτουργεί, η δικαιοσύνη παραμένει χρονοβόρα, η φοροδιαφυγή συνεχίζεται παρά τα διάφορα μέτρα, οι αλλεπάλληλες αλλαγές στη φορολογική νομοθεσία τροφοδοτούν την αβεβαιότητα, η διάρθρωση των αγορών προϊόντων και υπηρεσιών δεν επιτρέπει τη μείωση των τιμών”.
Όλα τα παραπάνω, αναφέρει το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, δεν έχουν δώσει μια σαφή εικόνα για το τι ακριβώς απέδωσαν διάφορες μεταρρυθμίσεις και θέτει το ερώτημα: αυτή η πρόοδος είναι «διατηρήσιμη»; Πάντα έχοντας ως δεδομένο ότι η ύφεση ήταν πολύ μεγάλη, η ανεργία ξεπέρασε κάθε προηγούμενο και ο λόγος χρέους/ΑΕΠ επιδεινώθηκε σε σχέση με το 2010.
Επόμενο «καυτό» ερώτημα είναι το αν το 2014 θα επιτευχθεί όχι απλά ένα πρωτογενές πλεόνασμα αλλά ένα πρωτογενές πλεόνασμα όπως προβλέπεται στο Μεσοπρόθεσμο και τι θα γίνει τη διετία 2015-16.
Κι εδώ έρχεται η «βόμβα»: «Είναι αμφίβολο αν θα καταστεί εφικτή η διατήρηση ενός υψηλού πρωτογενούς πλεονάσματος, τουλάχιστον μέχρι το 2020, όπως προβλέπεται από τις επίσημες συμφωνίες. Όμως, όπως προκύπτει από τη διεθνή ιστορική εμπειρία, δημοσιονομικές προσαρμογές τέτοιας κλίμακας και διάρκειας δύσκολα επιτυγχάνονται τόσο λόγω εθνικών ιδιαιτεροτήτων, όσο και λόγω εξωγενών παραγόντων που σχετίζονται με την εξέλιξη της διεθνούς συγκυρίας», αναφέρει το Γραφείο.
Το ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος εκτιμάται στα € 340 εκατ. (0,2% του ΑΕΠ) το 2013, ενώ αναμένεται να αυξηθεί περαιτέρω στα € 2,84 δισ. (1,6% του ΑΕΠ) το 2014. Η δημοσιονομική προσαρμογή έχει ως τελικό στόχο τη διαμόρφωση του πρωτογενούς πλεονάσματος σε 4,5% του ΑΕΠ το 2016 και σε επίπεδα άνω του 4,0% του ΑΕΠ μετά το 2016.
Τέλος, για το χρέος προτείνει ότι θα πρέπει να προχωρήσει «αναδιάρθρωση με μεταφορά στον ESM των χρεών που οφείλονται στην ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών (τουλάχιστον € 30 δισ.) και την αξιοποίηση προτάσεων για ευρωομόλογα που ήδη διερευνά η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Η ελληνική πλευρά σχεδιάζει να συνεισφέρει στην αντιμετώπιση του προβλήματος του χρέους κυρίως με δύο τρόπους: Την τιτλοποίηση περιουσιακών στοιχείων και το γενικότερο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων. Κρίσιμο ρόλο θα παίξει η επιστροφή στην ανάπτυξη με την βελτίωση της αξιοπιστίας της οικονομικής πολιτικής, την ανάκαμψη των επενδύσεων και τις μεταρρυθμίσεις. Όμως, αυτή η ανάκαμψη θα είναι ολοένα και δυσκολότερη όσο παραμένει το τεράστιο χρέος. Και όσο ταχύτερα ρυθμισθεί το ζήτημα του χρέους τόσο ταχύτερα θα επιστρέψει η χώρα στην ανάπτυξη. Η καθυστέρηση θα έχει μεγάλο κόστος».
Πηγή:
το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής σε νέα του έκθεση για το τρίμηνο Ιουλίου – Σεπτεμβρίου, ενώ επισημαίνει ότι δεν έχει εξαλειφθεί ούτε ο κίνδυνος πολιτικής αστάθειας.
Το Γραφείο Προϋπολογισμού προχωρά σε συμπεράσματα – φωτιά, που αν κανείς τα τοποθετήσει σε μια σειρά θα βγάλει ιδιαίτερα χρήσιμα συμπεράσματα για τις καταστροφικές συνέπειες του μνημονίου όλα αυτά τα χρόνια.
Την ώρα λοιπόν, που η κυβέρνηση προσπαθεί να βρει όνομα για την περίοδο που θα ακολουθήσει μετά το πέρας του προγράμματος (μέσα 2014), αλλά και για τα νέα μέτρα που θα έρθουν κατ’ απαίτηση της τρόικα, οι περισσότεροι τομείς της οικονομίας αν μη τι άλλο, θα πρέπει να μας προβληματίσουν.
Όπως επισημαίνει, “οι επενδύσεις εξακολουθούν να υποχωρούν, η τραπεζική χρηματοδότηση της οικονομίας παραμένει ασθενική και οι απoταμιεύσεις, μετά από μια σύντομη περίοδο ανόδου, δείχνουν να υποχωρούν. Παρατηρούνται φαινόμενα μεταφοράς των εδρών των επιχειρήσεων στο εξωτερικό με τον ένα ή άλλο τρόπο, η Δημόσια Διοίκηση δυσλειτουργεί, η δικαιοσύνη παραμένει χρονοβόρα, η φοροδιαφυγή συνεχίζεται παρά τα διάφορα μέτρα, οι αλλεπάλληλες αλλαγές στη φορολογική νομοθεσία τροφοδοτούν την αβεβαιότητα, η διάρθρωση των αγορών προϊόντων και υπηρεσιών δεν επιτρέπει τη μείωση των τιμών”.
Όλα τα παραπάνω, αναφέρει το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, δεν έχουν δώσει μια σαφή εικόνα για το τι ακριβώς απέδωσαν διάφορες μεταρρυθμίσεις και θέτει το ερώτημα: αυτή η πρόοδος είναι «διατηρήσιμη»; Πάντα έχοντας ως δεδομένο ότι η ύφεση ήταν πολύ μεγάλη, η ανεργία ξεπέρασε κάθε προηγούμενο και ο λόγος χρέους/ΑΕΠ επιδεινώθηκε σε σχέση με το 2010.
Επόμενο «καυτό» ερώτημα είναι το αν το 2014 θα επιτευχθεί όχι απλά ένα πρωτογενές πλεόνασμα αλλά ένα πρωτογενές πλεόνασμα όπως προβλέπεται στο Μεσοπρόθεσμο και τι θα γίνει τη διετία 2015-16.
Κι εδώ έρχεται η «βόμβα»: «Είναι αμφίβολο αν θα καταστεί εφικτή η διατήρηση ενός υψηλού πρωτογενούς πλεονάσματος, τουλάχιστον μέχρι το 2020, όπως προβλέπεται από τις επίσημες συμφωνίες. Όμως, όπως προκύπτει από τη διεθνή ιστορική εμπειρία, δημοσιονομικές προσαρμογές τέτοιας κλίμακας και διάρκειας δύσκολα επιτυγχάνονται τόσο λόγω εθνικών ιδιαιτεροτήτων, όσο και λόγω εξωγενών παραγόντων που σχετίζονται με την εξέλιξη της διεθνούς συγκυρίας», αναφέρει το Γραφείο.
Το ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος εκτιμάται στα € 340 εκατ. (0,2% του ΑΕΠ) το 2013, ενώ αναμένεται να αυξηθεί περαιτέρω στα € 2,84 δισ. (1,6% του ΑΕΠ) το 2014. Η δημοσιονομική προσαρμογή έχει ως τελικό στόχο τη διαμόρφωση του πρωτογενούς πλεονάσματος σε 4,5% του ΑΕΠ το 2016 και σε επίπεδα άνω του 4,0% του ΑΕΠ μετά το 2016.
Τέλος, για το χρέος προτείνει ότι θα πρέπει να προχωρήσει «αναδιάρθρωση με μεταφορά στον ESM των χρεών που οφείλονται στην ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών (τουλάχιστον € 30 δισ.) και την αξιοποίηση προτάσεων για ευρωομόλογα που ήδη διερευνά η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Η ελληνική πλευρά σχεδιάζει να συνεισφέρει στην αντιμετώπιση του προβλήματος του χρέους κυρίως με δύο τρόπους: Την τιτλοποίηση περιουσιακών στοιχείων και το γενικότερο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων. Κρίσιμο ρόλο θα παίξει η επιστροφή στην ανάπτυξη με την βελτίωση της αξιοπιστίας της οικονομικής πολιτικής, την ανάκαμψη των επενδύσεων και τις μεταρρυθμίσεις. Όμως, αυτή η ανάκαμψη θα είναι ολοένα και δυσκολότερη όσο παραμένει το τεράστιο χρέος. Και όσο ταχύτερα ρυθμισθεί το ζήτημα του χρέους τόσο ταχύτερα θα επιστρέψει η χώρα στην ανάπτυξη. Η καθυστέρηση θα έχει μεγάλο κόστος».
Πηγή:
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου